῏Ηταν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων. ῾Η μέρα πῆρε νὰ βραδιάζη κι ἔξω ἔβρεχε δυνατά.
Δίπλα στὴ γωνιά, ποὺ ἄναβε ὁλόφλογη, καθόταν ἡ γριά, ἡ πρωτονοικοκυρὰ τοῦ χωριοῦ κι ἔδινε συμβουλὲς στὴν ὑπηρέτρια. Τὴν ὀρμήνευε πῶς νὰ ζεματίση τὶς δίπλες μὴν τύχη καὶ τὸ νερὸ πέση περισσότερο ἢ τὸ μέλι λιγώτερο ἢ τὰ καρύδια λειψά.
Ἡ ἐγγονή της, ἡ πολυχαϊδεμένη Μαριανθούλα, κοριτσάκι ὀχτὼ χρονῶ πηδοῦσε πέρα δῶθε σὰ ζαρκάδι, δείχνοντας τὴ χαρά της γιὰ τὴ μέρα ποὺ ξημέρωνε. Ἔτσι, πότε ἔπεφτε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς γιαγιᾶς, γιὰ νὰ τὴ χαϊδέψη καὶ πότε πάλι βρισκόταν κοντὰ στὶς δίπλες, γιὰ νὰ τσιμπήση κανένα καρυδότριμμα ἢ καμιὰν ἀκρούλα ἀπὸ τὶς δίπλες.
Ἡ γριὰ ὅμως, κυρτωμένη ἀπὸ τὰ χρόνια, θλιμμένη ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τοῦ μοναχογιοῦ της, ἔλεγε στὴν ἄτακτη καὶ ζωηρὴ Μαριανθούλα μὲ κουρασμένη φωνή:
-Μή, Μαριανθούλα μου, μὴν κάνης ζούρλιες καὶ δὲν ἔρχεται ὁ πατέρας σου ἀπὸ τὴν ξενιτιά.
Σ’ αὐτὸ ἐπάνω ἦρθαν τρεῖς γυναῖκες ἀπὸ τὶς πιὸ φτωχὲς τοῦ χωριοῦ, ζητώντας ἄλλη μέλι, ἄλλη ἀλεύρι γιὰ δίπλες.Ἤξεραν, πὼς τὸ κελάρι τῆς γριᾶς ἦταν πάντα γεμάτο.
Σηκώθηκε τότε ἡ γριὰ ἀπὸ τὴ γωνιά της καὶ τρικλίζοντας πῆγε στὸ κελάρι μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες κι ἔδωσε τῆς καθεμιᾶς ὅ,τι ἤθελε· κι αὐτὲς φεύγοντας τῆς ἔλεγαν τὴ συνηθισμένη εὐχή:
-Σπολλάτη, κυρά!, Καὶ τοῦ χρόνου τέτοια μέρα! Νάσαι πάντα καλὰ καὶ νὰ καλοδεχτῆς!
῾Η γριὰ γυρίζοντας ἀπὸ τὸ κελάρι ἔλεγε μονάχη της: -Νὰ καλοδεχτῶ καὶ νὰ καλοδεχτῶ μοῦ λέει πάντα ὁ κόσμος κι ὁ γιόκας μου ἀκόμα δὲ βρῆκε τὸ δρόμο νάρθη! Καὶ κάθισε πάλι λυπημένη κοντὰ στὴ γωνιά.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀκούστηκε τὸ σήμαντρο τῆς ἐκκλησίας, ποὺ σήμαινε τὸν ἑσπερινὸ «τσὶγγ τσιάγγ... τσὶγγ τσιάγγ...» Σηκώθηκε ἡ γριά, πήγε μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι καὶ σταυροκοπήθηκε, σκύβοντας σὲ κάθε σταυροκόπημα τὸ γέρικο κορμί της. Ἔπειτα ἔβαλε ἕνα σκαμνὶ μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι, ἀνέβηκε ἐπάνω μὲ τρεμάμενα ποδάρια, ξεκρέμασε τὴ σβηστὴ καντήλα καὶ τὴν κατέβασε ἀγάλια ἀγάλια. Ὕστερα τὴν ἔχυσε στὸ βάθος τῆς γωνιᾶς, τὴν ἔπλυνε μὲ στάχτη, τὴ γέμισε πάλι μὲ καθαρὸ νερὸ καὶ τὴν ἔδωσε τῆς Μαριανθούλας νὰ τὴν κρατάη.
Κατόπι ἄλλαξε καντηλήθρα καὶ πέρασε καινούριο φυτίλι. Ἔριξε ἔπειτα στὴν καντήλα κατακάθαρο λάδι, ἄναψε τὸ φυτίλι καὶ κρατώντας τὴν καντήλα μὲ τρεμάμενο χέρι ξαναπῆγε στὸ σκαμνὶ. Ἀνέβηκε ὓστερα στὸ σκαμνὶ καὶ τὴν κρέμασε μὲ εὐλάβεια μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα.
Ὅταν κατέβηκε, σταυροκοπήθηκε πάλι καὶ ἄρχισε νὰ πέφτη στὰ γόνατα καὶ νὰ κάνη μετάνοιες μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Μάνας τοῦ Θεοῦ, ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιά της τὸ Παιδάκι της.
Τὸ παράδειγμα τῆς γιαγιᾶς τὸ μιμήθηκαν κι ἡ Μαριανθούλα μὲ τὴν ὑπηρέτρια καὶ γιὰ κάμποσην ὥρα καὶ οἱ τρεῖς μαζὶ προσεύχονταν μπροστὰ στὴν ἁγία εἰκόνα.
Εἶχε βραδιάσει στὰ καλὰ πιά. Οἱ ἀγέλες τοῦ χωριοῦ γύριζαν ἀπὸ τὴ βοσκὴ κι ἀκούονταν τὰ μουγκρητὰ τῶν βοδιῶν. Καὶ τὰ γίδια κάθε σπιτιοῦ ἔμπαιναν στὶς πλατύχωρες αὐλὲς κι ἀκούονταν τὰ κυπριά τους «γλὰν γλάν».
Ἡ Μαριανθούλα, ἅμα ἄκουσε τὰ κυπριὰ τῶν γιδιῶν, ἔτρεξε σὰν ἀστραπὴ κατεβαίνοντας τὶς σκάλες κι ἀνακατεύτηκε μὲ τὸ κοπάδι. Ἤθελε νὰ ἰδῆ τὰ κατσικάκια, ποὺ εἶχαν γεννηθῆ ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὸ λόγγο. Κι ἐνῶ τὸ πιστικόπουλο ἀπολοῦσε τ’ ἄλλα τὰ κατσίκια ἀπὸ τὴν ἀχυροκολύβα γιὰ νὰ βυζάξουν τὰ καημένα, αὐτὴ ἅρπαξε ἕνα ἕνα τὰ τρία νεογέννητα κατσικάκια καὶ τὰ κουβάλησε ἐπάνω στὴ γιαγιά της, μὲ γέλια καὶ μὲ χαρές, γιὰ νὰ τὰ ἰδῆ κι ἐκείνη καὶ νὰ χαρῆ.
-Νά τα, γιαγιά, τὰ κατσικάκια μας, τῆς εἶπε. Τὰ καημένα! Τί ὄμορφα ποὺ εἶναι!
Μὰ ἐκεῖ ποὺ ἡ Μαριανθούλα μὲ τὴ γιαγιὰ χαιρόταν τὰ κατσικάκια, οἱ τρεῖς γίδες, οἱ μανάδες τῶν κατσικιῶν, ἀνέβαιναν τὴ σκάλα καὶ μπῆκαν μέσα στὸ δωμάτιο. Ἡ γριά, ἀκούοντας τὸ ποδοβολητό, νόμισε πὼς κάποιος ἐπισκέπτης ἐρχόταν καὶ φώναξε:
-Κόπιασε μέσα.
Στὸ προσκάλεσμα τῆς γριᾶς οἱ τρεῖς γίδες ἀποκρίθηκαν μ’ ἕνα μακρὺ «μεκεκεεέ», ἡ καθεμιὰ γυρεύοντας τὸ παιδί της. Ἡ Μαριανθούλα μὲ τὴν ὑπηρέτρια ἄρχισαν νὰ ξεκαρδίζωνται στὰ γέλια. Σὲ λίγο ὅμως κάποιος ἀνέβηκε στὰ σωστὰ τὴ σκάλα καὶ μπῆκε στὸ δωμάτιο. Ἦταν ὁ παπὰς τοῦ γειτονικοῦ χωριοῦ, ποὺ ἦρθε νὰ λειτουργήση.
Ἔτσι σώπασαν καὶ πῆγαν καὶ τοῦ φίλησαν τὸ χέρι.
Ὁ παπὰς κάθισε σταυροπόδι δίπλα στὴ φωτιά, ποὺ ἔκαιγε σὰ φοῦρνος.
Ἡ ὑπηρέτρια μὲ τὴ Μαριάνθη βγῆκαν ἀπὸ τὸ δωμάτιο μὲ τὶς γίδες καὶ μὲ τὰ κατσικάκια κι ἡ γριὰ σηκώθηκε κι ἔφερε στὸν παπὰ ἕνα ποτηράκι μαστίχα. Ὕστερα ἔβαλε νὰ ψήση καφὲ κι ὅσο νὰ γίνη ὁ καφές, γύρισαν ἀπὸ τὴ δουλειὰ ἡ Μαριάνθη μὲ τὴν ὑπηρέτρια καὶ κάθησαν κι αὐτὲς γύρω στὴ φωτιά.
-Εἰς ὑγείαν, κυρά! Νὰ καλοδεχτῆς! Καὶ χρόνους πολλοὺς σὰν αὔριο... εἶπε ὁ παπὰς καὶ τράβηξε τὴν πρώτη ρουφιξιά.
-Εὐχαριστῶ, δέσποτά μου, εἶπε ἡ γρηὰ ξέκαρδα, καλὴ ἱεροσύνη καὶ καλὸν παράδεισο...
Ὁ παπάς, μὴ γνωρίζοντας ποῦ ν’ ἀποδώση τὴ στενοχώρια τῆς γριᾶς, τὴ ρώτησε:
-Τί ἔπαθες κι εἶσαι ἔτσι χολιασμένη;
-Πῶς νὰ μὴν εἶμαι, παπά μου; τὸ ξέρεις. Ἔχω τόσον καιρὸ ποὺ καρτερῶ κι ἀκόμη ὁ γιός μου δὲ βρῆκε τὸ δρόμο! Γριὰ γυναίκα εἶμαι. Ποῦ ξέρω τί μοῦ ξημερώνει!
Καὶ λέγοντας αὐτὰ ἔριξε τὰ μάτια δακρυσμένα ἐπάνω στὴ Μαριανθούλα, ποὺ ἦταν ὀρφανὴ ἀπὸ μανοῦλα ἐδῶ καὶ τόσα χρόνια. Νὰ τῆς λείψη κι ἡ γιαγιά!
-Δὲν ἔλαβες ἄλλο γράμα, τὴ ρώτησε πάλι ὁ παπάς, ἀπ’ ἐκεῖνο ποὺ σοῦ ἔχω διαβάσει ἐδῶ κι ἕνα μήνα;
-Δὲν ἔλαβα ἄλλο...
-Τότε θὰ πῆ, πὼς μπορεῖ νάρθη αὐτὲς τὶς μέρες.
-Ποῦ ᾽ναι τος παπά μου! Ἀφοῦ δὲν ἦρθε ὡς ἀπόψε κόπηκαν οἱ ἐλπίδες μου!
-Ἄ, κυρά! Μὴ στενοχωριέσαι ἔτσι! Ἔχει ὁ Θεός... Δρόμος εἶν’ αὐτός! Θάλασσες, ποτάμια, βροχές χιόνια...
Ἡ καημένη ἡ γριὰ δὲν μπόρεσε ν’ ἀπαντήση ἄλλο, μόνο ἀκούμπησε τὶς πλάτες της στὸν τοῖχο καὶ ἀφαιρέθηκε μονάχη της.
Ὁ παπάς, μὴ θέλοντας νὰ τῆς ἀνάψη περισσότερο τὸν πόνο, ἀκούμπησε κι αὐτὸς στὸ προσκέφαλο κι ἄρχισε νὰ παίζη τὸ κομπολόγι του «τὶκ τάκ, τὶκ τάκ..» Κι ἡ Μαριανθούλα ἔγειρε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς γιαγιᾶς της μὲ τὰ μάγουλα κατακόκκινα ἀπὸ τὴ μεγάλη φωτιά... Πέρασε ἔτσι κάμποση ὥρα.
Ἔξαφνα ξεπετιέται ἡ γριὰ καὶ λέει στὴ Μαριανθούλα.
-Σήκω, κυρά μου, καὶ βάλε τραπέζι νὰ φᾶμε, γιατὶ θὰ ξυπνήσωμε πολὺ πρωὶ αὔριο νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία.
Στὴ διαταγὴ τῆς γριᾶς στρώθηκε τὸ τραπέζι, κάθησαν ὅλοι γύρω γύρω, εὐλόγησε ὁ παπάς, σταυροκοπήθηκαν κι ἄρχισαν νὰ τρῶνε. Σὰν ἀπόφαγαν, εὐλόγησε πάλι ὁ παπὰς καὶ σήκωσαν τὸ στρογγυλὸ τραπέζι ἀπὸ τὴ μέση.
Ὕστερα ὁ παπὰς καλονύχτισε καὶ πῆγε στὸ δωμάτιό του.
᾽Ενῶ ὁ παπὰς ἔπαιρνε κιόλας τὸ πρωτοΰπνι, ἡ γριὰ μὲ τὴ Μαριανθούλα δὲν εἶχαν πλαγιάσει ἀκόμα. Ἔκαναν μετάνοιες καὶ σταυροὺς καὶ παρακαλοῦσαν μυστικὰ τὴν Παναγιὰ καὶ τὸ Χριστὸ νὰ τοὺς φέρουν ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τῆς μιᾶς τὸ γιό
της καὶ τῆς ἄλλης τὸν πατέρα της. Κατόπι ἔπεσαν στὸ κρεβάτι νὰ κοιμηθοῦν.
Ἡ Μαριανθούλα κοιμήθηκε στὴ στιγμὴ μὲ τὴ γλυκιὰ ἰδέα, πώς, ἅμα θαρχόταν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, θὰ ἔτρωγε μαγειρίτσα καὶ κότα δυὸ λογιῶν: βραστὴ καὶ ψητή.
Ἡ καημένη ὅμως ἡ γριὰ δὲν μποροῦσε νὰ κλείση μάτι.Ὁ νοῦς της πετοῦσε μακριὰ σὰν τὸ πουλὶ κι ἔφευγε σὰν ἀστραπὴ καὶ πήγαινε στὴν ξενιτιά, γιὰ νάβρη τὸ παιδί της, ποὺ τὸ καρτεροῦσε τόσα χρόνια μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἡ νύχτα προχωροῦσε συννεφιασμένη καὶ κατάμαυρη μὲ τὰ σκοτάδια της, μὲ τὸν ἄγριο τὸν ἄνεμό της, ποὺ βογγοῦσε ψηλὰ στὶς στέγες.
Κι ἐνῶ ἡ Μαριανθούλα κοιμόταν βαριὰ βαριὰ σὰν ὃλα τὰ παιδάκια κι ἡ καημένη ἡ γιαγιὰ ξαγρυπνοῦσε, μὴ μπορώντας νὰ κλείση μάτι, «κικιρίκουουουουου!» λάλησε μέσα ἀπὸ τὸ κοτέτσι ὁ μεγάλος πετεινὸς τοῦ σπιτιοῦ. «Κικιρίκουουουουου!» λάλησαν κι οἱ ἄλλοι, οἱ μικρότεροι, «κικιρίκουουουουου!» φώναξαν κι οἱ πετεινοὶ τῆς γειτονιᾶς καὶ ὅλου τοῦ χωριοῦ.
Ὁ παπὰς ξεπετάχτηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, ἄναψε ἕνα κερὶ κι ἀφοῦ ἑτοιμάστηκε, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε γιὰ τὴν ἐκκλησία.
Σὲ λίγο ἀκούστηκε τὸ σήμαντρο τῆς ἐκκλησίας. Ἡ γριὰ ξύπνησε τὴν ὑπηρέτρια καὶ τὸ πιστικόπουλο κι ἄναψαν τὴ φωτιά.
῾Η Μαριανθούλα κοιμόταν βαριὰ βαριά, σὰν ὅλα τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ δὲν ξυπνοῦσε εὔκολα.
-Ξύπνα, Μαριανθούλα μου! φώναξε ἡ γριά. Ξύπνα καὶ μᾶς καρτερᾶ ὁ παπᾶς στὴν ἐκκλησία, νὰ μᾶς δώση πασχαλίτσα καὶ νὰ γυρίσωμε γρήγορα γρήγορα, νὰ φᾶμε μαγειρίτσα, κότα καὶ δίπλες. Σήκω, Μαριανθούλα μου.
Μὲ τὰ πολλὰ ξύπνησε ἡ κορούλα. Ἄνοιξε τὰ μάτια της καὶ κοίταζε κακιωμένα τὴ γιαγιά της, δακρύζοντας καὶ λέγοντας:
-Ἄχ, γιαγιὰ κι ἐσύ, τί μούκαμες! Ἄχ, τί μούκαμες!
-Τί σούκαμα ψυχή μου; Τί σούκαμα καρδούλα μου; τὴ ρώτησε μὲ τρυφεράδα ἡ γιαγιὰ.
-Πῶς, τί μούκαμες! ᾽Εγὼ ἔβλεπα στὸν ὓπνο μου τὸν πατερούλη μου κι ἐκεῖ ποὺ τὸν ἀγκάλιαζα καὶ τὸν φιλοῦσα, μὲ ξύπνησες ἐσύ! Γιατί νὰ μὲ ξυπνήσης καημένη γιαγιά; Ἄχ, τί ὄμορφος ποὺ ἦταν ὁ πατερούλης μου! Ψηλός, ἀσπροκόκκινος, ἄγγελος γραμμένος!
Ἡ γριὰ ἀκούοντας τὰ λόγια τῆς ἐγγονῆς της, ἄρχισε νὰ σταυροκοπιέται, ἐνῶ τὰ δάκρυά της ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν καρδιά στὰ μάτια.
Ἀφοῦ νίφτηκαν, κάθισαν κοντὰ στὴ φωτιὰ καὶ περίμεναν, ὥσπου χτύπησε τὸ δεύτερο σήμαντρο.
Τότε ξεκίνησαν ὅλοι γιὰ τὴν ἐκκλησία. Τὸ πιστικόπουλο πήγαινε μπροστά, κρατώντας ἕνα μεγάλο δαυλὶ ἀναμμένο,
γιὰ νὰ φέγγη στὸ δρόμο. Ἔτσι πήγαινε στὴν ἐκκλησία κι ὅλο τὸ ἄλλο χωριό.
Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα κι ἡ ἐκκλησία ἀγκάλιασε μὲ τοὺς τέσσερεις τοίχους της ὅλο τὸν κόσμο τοῦ χωριοῦ. Ἄντρες, γυναῖκες, γέροι καὶ παιδιά, ὃσες ψυχὲς βρίσκονταν στὸ χωριό, ἦταν συναγμένοι μέσα στὴν ταπεινὴ ἐκκλησούλα κι
ἄκουαν μὲ πολλὴν εὐλάβεια τὸ χαρμόσυνο τροπάριο:
«῾Η γέννησή σου, Χριστὲ ὁ Θεός...»
Τελείωσε ἡ λειτουργία κι ἄρχισε ὁ κόσμος νὰ μεταλαβαίνη. Πρώτη πρώτη μετάλαβε ἡ γριὰ μὲ τοὺς δικούς της. Αὐτὴ πῆρε πρώτη τὸ ἀντίδωρο κι αὐτὴ βγῆκε πρώτη ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τράβηξε σπίτι της, γιατὶ ἦταν ἡ πρώτη τοῦ χωριοῦ.
Ἅμα ἔφτασαν στὸ σπίτι, ἡ ὑπηρέτρια ἔστρωσε τὸ τραπέζι καὶ περίμεναν τὸν παπὰ νάρθη ἀπὸ τὴν ἐκκλησία.
Δὲν πέρασε πολλὴ ὣρα κι ἦρθε ὁ παπάς. Κύκλωσαν τότε ὅλοι τὸ καταφορτωμένο τραπέζι κι ὁ παπάς ἔβαλε τὸ εὐλογητό: «Χριστὲ ὁ Θεός, εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν...». Ἀλλὰ πρὶν τελειώση τὸ εὐλογητό του, «μποὺμ»
ἀκούστηκε μιὰ τουφεκιὰ στὴν ἐξώθυρα. «Μποὺμ» κι ἄλλη μία.
Ἀναταράχτηκαν τὰ σκυλιά. Πετάχτηκαν ὅλοι ὀρθοὶ καὶ σωρὸ κουβάρι κατέβηκαν τὴ σκάλα καὶ βγῆκαν στὴν αὐλή.
-Ψυχούλα μου, παιδάκι μου, φώναξε ἡ γριὰ μὲ πόνο ψυχῆς. Δόξα σοι ὁ Θεός, ποὺ ἦρθες γερὸς καὶ καλὰ!
-Πατερούλη μου, φώναξε κι ἡ Μαριανθούλα. Καλῶς ὅρισες!
Κατέβηκε ὁ ξενιτεμένος ὁ γιὸς τῆς γριᾶς ἀπὸ τὸ ἄλογό του καὶ μάνα καὶ παιδί, πατέρας καὶ κόρη ἔγιναν κι οἱ τρεῖς ἕνα σύμπλεγμα ἀγάπης καὶ πόνου, χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης.
Ἡ ὑπηρέτρια μὲ τὸ πιστικόπουλο τράβηξαν τὸ ἄλογο στὸ κατώι νὰ τὸ ξεφορτώσουν, ἐνῶ οἱ τρεῖς καλοκαρδισμένοι
ἀνέβηκαν τὴ σκάλα μαζὶ μὲ τὸν παπὰ καὶ μπῆκαν στὸ δωμάτιο, ποὺ ἦταν τὸ τραπέζι στρωμένο.
Οἱ γάτες εἶχαν στήσει πανηγύρι ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ πέφτοντας οἱ ντουφεκιὲς πετάχτηκαν οἱ ἄνθρωποι, ἔξω. Εἶχαν φάει ὅλο τὸ γάλα καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔμπαιναν οἱ νοικοκυραῖοι στὸ δωμάτιο, ξέσκιζαν τὴ βραστὴ κότα, τὴν τετράπαχη. Δὲν εἶχαν προλάβει ἀκόμη ν’ ἀγγίξουν τὴν κότα, ποὺ ἦταν στὸν ταβά.
-Ψίτ! ψίτ! καταραμένες, φώναξε ὁ παπάς.
Ἡ γριὰ ὅμως, ποὺ σὲ ἄλλη περίσταση θὰ ἦταν ἱκανὴ νὰ τὶς σκοτώση, δὲ θύμωσε, μόνο εἶπε:
-Ἄς τες, παπά μου. Ζῶα εἶναι. Ἔχουν κι αὐτὲς δίκιο σήμερα νὰ κάμουν πασχαλιά.
Κάθισαν τότε γύρω στὸ τραπέζι, ὁ παπὰς ξαναευλόγησε κι ἄρχισαν νὰ τρῶνε. Μόνο ἡ γριὰ δὲν ἔτρωγε μὲ ὄρεξη. Ἡ χαρὰ τῆς εἶχε κόψει τὴν ὄρεξη.
Ὅλη τὴν ὥρα ἔλεγε:
-Δόξα σοι, Θεέ μου. Σ’ εὐχαριστῶ. Καλῶς ὅρισες παιδί μου!
Από το ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ της Δ' Δημοτικού, 1946
ΠΗΓΗ: http://www.kapodistrias.info/thriskeytiki-zoi/519-ta-xristoygenna-tis-manas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου