Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ορφανός τσομπανάκος.
Μπορεί να είχε ξεχάσει πολλά από τους γονείς του, όμως θυμόταν τα λόγια της προσευχής που του είχαν μάθει:
« Θεέ μου μη με ελεήσεις».
Ζούσε σαν τους γονείς του, συντροφιά με τα αρνιά και τη φλογέρα του. Κάθε βράδυ στάυρωνε το προσκέφαλό του και έλεγε την προσευχή του :
«Θεε μου μη με ελεήσεις».
Γράμματα δεν ήξερε καθόλου.
Μια χειμωνιάτικη μέρα είχε κακό καιρό. Δυνατός αγέρας ξερίζωνε τα δένδρα. Σε μια σπηλιά μαζί με τα αρνιά του καθόταν και περιμενε να περάσει η κακοκαιρία. Ξαφνικά έγινε σωστός χαλασμός. Ο τσομπανάκος σηκώθηκε και αγνάντευε το αφρισμένο πέλαγος.
Μέσα σε εκείνη την αντάρα, παρατήρησε ένα βαπόρι που κινδύνευε. Ο μικρός αποφάσισε να κατέβει κάτω για να βοηθήσει κανέναν ναυαγό. Φροντίζει να ασφαλίσει τα αρνιά και κατηφορίζει. Ομως το βαπόρι δεν γλύτωσε. Τσακίστηκε στα βράχια. Οι ναυαγοί ευτυχώς σώθηκαν. Εκείνοι χάρηκαν που τον είδαν. Τους είπε να μη χάνουν την ελπίδα τους γιατί όλο και κάποιο βαπόρι θα περνούσε από τα μέρη αυτά και θα τους πάρει.
Τους ανεβάζει στην σπηλιά και τους περιποιήθηκε όσο μπορούσε καλύτερα. Τους φίλεψε με ότι είχε. Οι ναυαγοί ευχαριστήθηκαν και είπαν πως ο Θεός τους λυπήθηκε και τους έστειλε αυτόν τον τσομπανάκο.
Ενας παπάς που ήταν μέσα στους ναυαγούς, άκουσε τον μικρό να προσέυχεται το βράδυ λέγοντας
"Θεε μου μη με ελεήσεις" .
Τον μάλωσε. Τον συμβούλεψε να λέει
" Θέε μου ελέησε τον κόσμο και εμένα"
"Κρίμα" είπε ο μικρός, "να μην μου το μάθει αυτό η μάνα μου". Βάλθηκε λοιπόν να μάθει αυτή την καινούργια προσευχή μέχρι που αποκοιμήθηκε ευτυχισμένος. Αυτό συνεχίστηκε για τρείς μέρες.
Την τρίτη αυγή ένα βαπόρι φάνηκε στον ορίζοντα.
Τρέχουν. Ανάβουν φωτιά για σινιάλο.
Τους βλέπουν από το βαπόρι και σε λίγο έρχεται η βάρκα να τους πάρει.
Λίγοι λίγοι και προσεκτικά μπηκαν μέσα. Ευχαρίστησαν τον τσομπανάκο για όσα είχε κάνει γι' αυτούς και ανοίχτηκαν στη θάλασσα.
Υστερα εκείνος επέστρεψε στην σπηλιά του.
"Ας πάνε λοιπόν στην ευχή του Θεού" μονολόγησε. Ομως στεναχωρέθηκε αμέσως επειδή δεν θυμόταν την προσευχή που του είχε μάθει ο παπάς.
Οι βάρκες είχαν ήδη φτάσει στο καράβι. Ο τσομπανάκος άρχιζε να φωνάζει. Τον άκουσαν εκείνοι, αλλά δεν μπορεσαν να κάνουν τίποτα από τόση απόσταση. Εκείνος όμως έριξε την κάπα του στη θάλασσα και έκανε το ραβδί του κουπί. Ο μικρός όλο ζύγωνε και φώναζε:
"παπά, πως είναι η προσευχή που μου έμαθες;"
Ο παπάς κατάπληκτος , χώρια που του φάνηκε πως είδε και φωτοστέφανο, του είπε
"Ο Θεός αγαπά την δική σου προσευχή. Αυτή που σου έμαθε η μάνα σου".
"Δεν θα σκάσω" είπε εκείνος και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Από τότε ο μικρός τσομπανάκος ζούσε ευτυχισμένος λέγοντας την προσευχή που του είχε μάθει η μάνα του.
Ακόμα ζει καλά και ευτυχισμένα.
ΠΗΓΗ: http://www.dkaravasilis.gr/2012/04/%CE%B8%CE%AD%CE%B5-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B7-%CE%BC%CE%B5-%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82/
Μπορεί να είχε ξεχάσει πολλά από τους γονείς του, όμως θυμόταν τα λόγια της προσευχής που του είχαν μάθει:
« Θεέ μου μη με ελεήσεις».
Ζούσε σαν τους γονείς του, συντροφιά με τα αρνιά και τη φλογέρα του. Κάθε βράδυ στάυρωνε το προσκέφαλό του και έλεγε την προσευχή του :
«Θεε μου μη με ελεήσεις».
Γράμματα δεν ήξερε καθόλου.
Μια χειμωνιάτικη μέρα είχε κακό καιρό. Δυνατός αγέρας ξερίζωνε τα δένδρα. Σε μια σπηλιά μαζί με τα αρνιά του καθόταν και περιμενε να περάσει η κακοκαιρία. Ξαφνικά έγινε σωστός χαλασμός. Ο τσομπανάκος σηκώθηκε και αγνάντευε το αφρισμένο πέλαγος.
Μέσα σε εκείνη την αντάρα, παρατήρησε ένα βαπόρι που κινδύνευε. Ο μικρός αποφάσισε να κατέβει κάτω για να βοηθήσει κανέναν ναυαγό. Φροντίζει να ασφαλίσει τα αρνιά και κατηφορίζει. Ομως το βαπόρι δεν γλύτωσε. Τσακίστηκε στα βράχια. Οι ναυαγοί ευτυχώς σώθηκαν. Εκείνοι χάρηκαν που τον είδαν. Τους είπε να μη χάνουν την ελπίδα τους γιατί όλο και κάποιο βαπόρι θα περνούσε από τα μέρη αυτά και θα τους πάρει.
Τους ανεβάζει στην σπηλιά και τους περιποιήθηκε όσο μπορούσε καλύτερα. Τους φίλεψε με ότι είχε. Οι ναυαγοί ευχαριστήθηκαν και είπαν πως ο Θεός τους λυπήθηκε και τους έστειλε αυτόν τον τσομπανάκο.
Ενας παπάς που ήταν μέσα στους ναυαγούς, άκουσε τον μικρό να προσέυχεται το βράδυ λέγοντας
"Θεε μου μη με ελεήσεις" .
Τον μάλωσε. Τον συμβούλεψε να λέει
" Θέε μου ελέησε τον κόσμο και εμένα"
"Κρίμα" είπε ο μικρός, "να μην μου το μάθει αυτό η μάνα μου". Βάλθηκε λοιπόν να μάθει αυτή την καινούργια προσευχή μέχρι που αποκοιμήθηκε ευτυχισμένος. Αυτό συνεχίστηκε για τρείς μέρες.
Την τρίτη αυγή ένα βαπόρι φάνηκε στον ορίζοντα.
Τρέχουν. Ανάβουν φωτιά για σινιάλο.
Τους βλέπουν από το βαπόρι και σε λίγο έρχεται η βάρκα να τους πάρει.
Λίγοι λίγοι και προσεκτικά μπηκαν μέσα. Ευχαρίστησαν τον τσομπανάκο για όσα είχε κάνει γι' αυτούς και ανοίχτηκαν στη θάλασσα.
Υστερα εκείνος επέστρεψε στην σπηλιά του.
"Ας πάνε λοιπόν στην ευχή του Θεού" μονολόγησε. Ομως στεναχωρέθηκε αμέσως επειδή δεν θυμόταν την προσευχή που του είχε μάθει ο παπάς.
Οι βάρκες είχαν ήδη φτάσει στο καράβι. Ο τσομπανάκος άρχιζε να φωνάζει. Τον άκουσαν εκείνοι, αλλά δεν μπορεσαν να κάνουν τίποτα από τόση απόσταση. Εκείνος όμως έριξε την κάπα του στη θάλασσα και έκανε το ραβδί του κουπί. Ο μικρός όλο ζύγωνε και φώναζε:
"παπά, πως είναι η προσευχή που μου έμαθες;"
Ο παπάς κατάπληκτος , χώρια που του φάνηκε πως είδε και φωτοστέφανο, του είπε
"Ο Θεός αγαπά την δική σου προσευχή. Αυτή που σου έμαθε η μάνα σου".
"Δεν θα σκάσω" είπε εκείνος και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Από τότε ο μικρός τσομπανάκος ζούσε ευτυχισμένος λέγοντας την προσευχή που του είχε μάθει η μάνα του.
Ακόμα ζει καλά και ευτυχισμένα.
ΠΗΓΗ: http://www.dkaravasilis.gr/2012/04/%CE%B8%CE%AD%CE%B5-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B7-%CE%BC%CE%B5-%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου