του Κώστα ΡάπτηΜολονότι πέρασαν πενήντα χρόνια, το τραύμα παραμένει ανοιχτό. Οι απελάσεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες ξεκίνησαν στις 16 Μαρτίου 1964, αποτέλεσαν το πλήγμα από το οποίο η ομογένεια (ακατάβλητη έως τότε, ακόμη και μετά το πογκρόμ του Σεπτεμβρίου 1955) δεν μπόρεσε να ανακάμψει ποτέ. Όσοι μάλιστα είχαν άμεση εμπειρία των γεγονότων δύσκολα θα ξεχάσουν το κλίμα εκείνων των ημερών.
Η ατμόσφαιρα είχε ηλεκτρισθεί από τις συγκρούσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων του Δεκεμβρίου 1963. “Ήμουν τότε 13 ετών και ζούσα τα γεγονότα καθημερινά. Είναι από τις πιο δύσκολες περιόδους που έζησε ο Ελληνισμός της Πόλης. Συζητούνταν ανοιχτά το ενδεχόμενο της βίας και της εκδίκησης σε βάρος της μειονότητας. Μάλιστα πολλοί διέδιδαν ότι την Πρωτοχρονιά θα γινόταν ό,τι και με τους Αρμενίους τον Αύγουστο του 1896, δηλ. σφαγή. Από τον Ιανουάριο πραγματοποιούνταν διαδηλώσεις από φοιτητικές οργανώσεις, δεχόμασταν απειλές για τη ζωή μας, ενώ στα σχολεία της ομογένειας γίνονταν επιθεωρήσεις τρομοκρατίας. Και τον Μάρτιο άρχισαν οι απελάσεις” μας διηγείται ο καθηγητής ΕΜΠ και πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών, Νικόλαος Ουζούνογλου.
Οι απελάσεις στηρίχθηκαν στην ιδιομορφία ότι ένα τμήμα της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Πόλης, αποτελούνταν από Έλληνες υπηκόους, των οποίων η παρουσία ως établis, κατά τη διπλωματική ορολογία, είχε κατοχυρωθεί με την Συνθήκη της Λωζάνης.
Επρόκειτο κυρίως για τους απογόνους όσων είχαν μεταναστεύσει στην Πόλη από την Ελλάδα μετά την ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο κράτος και μέχρι την Ανακωχή του 1918. Το 1964 αποτελούσαν περίπου το 10% της μειονότητας. Το 1927 στην πρώτη απογραφή της Τουρκικής Δημοκρατίας καταγράφηκαν 120.000 Ελληνόφωνοι εκ των οποίων οι 25.000 ήσαν Έλληνες υπήκοοι και οι υπόλοιποι (ανάμεσά τους και 7.000 Ίμβριοι και Τενέδιοι) ήσαν Ρωμιοί τουρκικής υπηκοότητας. Το 1931 όταν πραγματοποιήθηκε καταγραφή των μειονοτικών υπό την αιγίδα της κοινωνίας των Εθνών καταμετρήθηκαν 78.700 άτομα, χωρίς να εγγραφούν (και αποτελεί αυτό μεγάλο διπλωματικό σφάλμα της εποχής, τονίζει ο κ. Ουζούνογλου) οι Έλληνες υπήκοοι. Αντίθετα, στην αντίστοιχη διαδικασία στη Δυτική Θράκη (όπου το σύνολο της μουσουλμανικής μειονότητας είχε ελληνική υπηκοότητα) η καταγραφή έγινε και με την αναφορά εθνοτικής προέλευσης (Τούρκοι, Πομάκοι, Αθίγγανοι).
Ο αριθμός των Ελλήνων υπηκόων της Κωνσταντινούπολης μειώθηκε περίπου στο μισό το 1932, όταν, ενώ μεσουρανούσε η ελληνοτουρκική φιλία Κεμάλ-Βενιζέλου, η Τουρκία απαγόρευσε την άσκηση 20 επαγγελμάτων (όχι απαραιτήτως εξεζητημένων) από ξένους υπηκόους. Ήταν συνεπώς αυτή η μεγαλύτερη “έξοδος” μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.
Ωστόσο, οι Έλληνες υπήκοοι ήταν επί της ουσίας αξεχώριστοι από την υπόλοιπη μειονότητα. Οι περισσότεροι είχαν παντρευτεί ομογενείς με τουρκική υπηκοότητα και δεν είχαν καν μεταβεί ποτέ στην Ελλάδα. Κυκλοφορούσαν με ειδική ταυτότητα, η οποία ανανεωνόταν κάθε δύο χρόνια.
Το σχέδιο της απέλασής τους, τονίζει ο συνομιλητής μας,, κυοφορούνταν επί μακρόν. Το Νοέμβριο 1957 είχε γίνει έφοδος της Αστυνομίας εν ώρα συνεδρίασης στην Ελληνική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως (τον σύλλογο των Ελλήνων υπηκόων που είχε ιδρυθεί το 1934 και είχε χαρακτήρα φιλολογικό και φιλανθρωπικό – πρωτοστατώντας λ.χ. αποστολή επισιστικής βοήθειας με το πλοίο “Κουρτουλούς” στην Ελλάδα κατά την Κατοχή). Το αρχείο του συλλόγου κατασχέθηκε και από εκεί βρέθηκαν οι τουρκικές αρχές να έχουν στην κατοχή τους τα ονόματα των μελών από τα οποία καταρτίσθηκαν επτά χρόνια μετά οι πρώτες λίστες των απελάσεων.
Στις 16 Μαρτίου 1964 η Άγκυρα ανακοίνωσε τη μονομερή καταγγελία της ελληνοτουρκικής συμφωνίας του 1930 περί εμπορίου και εγκατάστασης και ανακοίνωσε τις πρώτες λίστες απελάσεων. Ωστόσο οι Έλληνες établis δεν υπάγονταν στη συμφωνία του 1930 αλλά στην προγενέστερη κσι προφανώς ισχυρότερη από μία διμερή σύμβαση Συνθήκη της Λωζάνης.
“Η διαδικασία έχει γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό από την ταινία «Πολίτικη Κουζίνα», αλλά ήταν στην πραγματικότητα λιγότερο ήπια” διηγείται ο κ. Ουζούνογλου. “ Δεχόσουν το βράδυ μία επίσκεψη από αστυνομικούς με πολιτικά. Σε καλούσαν την επομένη στο τμήμα και σε έβαζαν να υπογράψεις ένα έγγραφο που δεν σε άφηναν καν να το διαβάσεις και αποτελούσε, φαίνεται, ομολογία κατασκοπείας και οικειοθελούς αποχώρησης. Υποχρεωνόσουν δε να ειδοποιήσεις από ποια μεθοριακή δίοδο θα φύγεις, ώστε να ελεγχθείς. Η διαδικασία ελέγχου στο τελωνείο ήταν εξευτελιστική. Το μόνο δικαίωμα των απευλαυνόμενων ήταν να φέρουν μία αποσκευή των 20 κιλών και 20 δολάρια”.
Οι λίστες έφθασαν να μεγαλώνουν. Δεν ανανεώνονταν πια οι άδειες παραμονής. Παράλληλα, όλα τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων υπηκόων δεσμεύονταν. Για να επισημοποιηθεί αυτό και να μπορούν τα δικαστήρια να χειρίζονται το θέμα, εκδόθηκε το μυστικό διάταγμα του Νοεμβρίου 1964 που αναφέρει ότι τα περιοριστικά μέτρα λαμβάνονται σε αντίποινα για τη βάναυση μεταχείριση από την Ελλάδα των Τούρκων πολιτών (;). Από τους τραπεζικούς λογαριασμούς, συμπληρώνει ο κ. Ουζούνογλου, επιτρεπόταν η ανάληψη μόνο 1500 λιρών το μήνα για όσους δεν είχαν εισόδημα από εργασία. Οι Έλληνες υπήκοοι δεν είχαν ούτε κληρονομικά δικαιώματα πια. Μερικοί πρόλαβαν να βγάλουν στα γρήγορα διαζύγιο, ώστε να μεταβιβάσουν την περιουσία τους στις συζύγους.
Σε πολλές περιπτώσεις εργοστάσια και μαγαζιά καταλήφθηκαν ότι από τοπικούς παράγοντες. Αυτό διήρκεσε μέχρι το 1987, οπότε διέρρευσε το διάταγμα και ο Θ. Πάγκαλος το παρουσίασε στην Κομισιόν, ενώ η κυβέρνηση Οζάλ διαπραγματευόταν με την Ε.Ε. και έτσι αναγκάσθηκε η Τουρκία να το ανακαλέσει. Αρκετοί κατάφεραν τότε και πούλησαν τις περιουσίες τους, παραμελημένες επί 25 χρόνια. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί όμως είχαν εξανεμισθεί από τον πληθωρισμό.
Η ατμόσφαιρα είχε ηλεκτρισθεί από τις συγκρούσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων του Δεκεμβρίου 1963. “Ήμουν τότε 13 ετών και ζούσα τα γεγονότα καθημερινά. Είναι από τις πιο δύσκολες περιόδους που έζησε ο Ελληνισμός της Πόλης. Συζητούνταν ανοιχτά το ενδεχόμενο της βίας και της εκδίκησης σε βάρος της μειονότητας. Μάλιστα πολλοί διέδιδαν ότι την Πρωτοχρονιά θα γινόταν ό,τι και με τους Αρμενίους τον Αύγουστο του 1896, δηλ. σφαγή. Από τον Ιανουάριο πραγματοποιούνταν διαδηλώσεις από φοιτητικές οργανώσεις, δεχόμασταν απειλές για τη ζωή μας, ενώ στα σχολεία της ομογένειας γίνονταν επιθεωρήσεις τρομοκρατίας. Και τον Μάρτιο άρχισαν οι απελάσεις” μας διηγείται ο καθηγητής ΕΜΠ και πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών, Νικόλαος Ουζούνογλου.
Οι απελάσεις στηρίχθηκαν στην ιδιομορφία ότι ένα τμήμα της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Πόλης, αποτελούνταν από Έλληνες υπηκόους, των οποίων η παρουσία ως établis, κατά τη διπλωματική ορολογία, είχε κατοχυρωθεί με την Συνθήκη της Λωζάνης.
Επρόκειτο κυρίως για τους απογόνους όσων είχαν μεταναστεύσει στην Πόλη από την Ελλάδα μετά την ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο κράτος και μέχρι την Ανακωχή του 1918. Το 1964 αποτελούσαν περίπου το 10% της μειονότητας. Το 1927 στην πρώτη απογραφή της Τουρκικής Δημοκρατίας καταγράφηκαν 120.000 Ελληνόφωνοι εκ των οποίων οι 25.000 ήσαν Έλληνες υπήκοοι και οι υπόλοιποι (ανάμεσά τους και 7.000 Ίμβριοι και Τενέδιοι) ήσαν Ρωμιοί τουρκικής υπηκοότητας. Το 1931 όταν πραγματοποιήθηκε καταγραφή των μειονοτικών υπό την αιγίδα της κοινωνίας των Εθνών καταμετρήθηκαν 78.700 άτομα, χωρίς να εγγραφούν (και αποτελεί αυτό μεγάλο διπλωματικό σφάλμα της εποχής, τονίζει ο κ. Ουζούνογλου) οι Έλληνες υπήκοοι. Αντίθετα, στην αντίστοιχη διαδικασία στη Δυτική Θράκη (όπου το σύνολο της μουσουλμανικής μειονότητας είχε ελληνική υπηκοότητα) η καταγραφή έγινε και με την αναφορά εθνοτικής προέλευσης (Τούρκοι, Πομάκοι, Αθίγγανοι).
Ο αριθμός των Ελλήνων υπηκόων της Κωνσταντινούπολης μειώθηκε περίπου στο μισό το 1932, όταν, ενώ μεσουρανούσε η ελληνοτουρκική φιλία Κεμάλ-Βενιζέλου, η Τουρκία απαγόρευσε την άσκηση 20 επαγγελμάτων (όχι απαραιτήτως εξεζητημένων) από ξένους υπηκόους. Ήταν συνεπώς αυτή η μεγαλύτερη “έξοδος” μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.
Ωστόσο, οι Έλληνες υπήκοοι ήταν επί της ουσίας αξεχώριστοι από την υπόλοιπη μειονότητα. Οι περισσότεροι είχαν παντρευτεί ομογενείς με τουρκική υπηκοότητα και δεν είχαν καν μεταβεί ποτέ στην Ελλάδα. Κυκλοφορούσαν με ειδική ταυτότητα, η οποία ανανεωνόταν κάθε δύο χρόνια.
Το σχέδιο της απέλασής τους, τονίζει ο συνομιλητής μας,, κυοφορούνταν επί μακρόν. Το Νοέμβριο 1957 είχε γίνει έφοδος της Αστυνομίας εν ώρα συνεδρίασης στην Ελληνική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως (τον σύλλογο των Ελλήνων υπηκόων που είχε ιδρυθεί το 1934 και είχε χαρακτήρα φιλολογικό και φιλανθρωπικό – πρωτοστατώντας λ.χ. αποστολή επισιστικής βοήθειας με το πλοίο “Κουρτουλούς” στην Ελλάδα κατά την Κατοχή). Το αρχείο του συλλόγου κατασχέθηκε και από εκεί βρέθηκαν οι τουρκικές αρχές να έχουν στην κατοχή τους τα ονόματα των μελών από τα οποία καταρτίσθηκαν επτά χρόνια μετά οι πρώτες λίστες των απελάσεων.
Στις 16 Μαρτίου 1964 η Άγκυρα ανακοίνωσε τη μονομερή καταγγελία της ελληνοτουρκικής συμφωνίας του 1930 περί εμπορίου και εγκατάστασης και ανακοίνωσε τις πρώτες λίστες απελάσεων. Ωστόσο οι Έλληνες établis δεν υπάγονταν στη συμφωνία του 1930 αλλά στην προγενέστερη κσι προφανώς ισχυρότερη από μία διμερή σύμβαση Συνθήκη της Λωζάνης.
“Η διαδικασία έχει γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό από την ταινία «Πολίτικη Κουζίνα», αλλά ήταν στην πραγματικότητα λιγότερο ήπια” διηγείται ο κ. Ουζούνογλου. “ Δεχόσουν το βράδυ μία επίσκεψη από αστυνομικούς με πολιτικά. Σε καλούσαν την επομένη στο τμήμα και σε έβαζαν να υπογράψεις ένα έγγραφο που δεν σε άφηναν καν να το διαβάσεις και αποτελούσε, φαίνεται, ομολογία κατασκοπείας και οικειοθελούς αποχώρησης. Υποχρεωνόσουν δε να ειδοποιήσεις από ποια μεθοριακή δίοδο θα φύγεις, ώστε να ελεγχθείς. Η διαδικασία ελέγχου στο τελωνείο ήταν εξευτελιστική. Το μόνο δικαίωμα των απευλαυνόμενων ήταν να φέρουν μία αποσκευή των 20 κιλών και 20 δολάρια”.
Οι λίστες έφθασαν να μεγαλώνουν. Δεν ανανεώνονταν πια οι άδειες παραμονής. Παράλληλα, όλα τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων υπηκόων δεσμεύονταν. Για να επισημοποιηθεί αυτό και να μπορούν τα δικαστήρια να χειρίζονται το θέμα, εκδόθηκε το μυστικό διάταγμα του Νοεμβρίου 1964 που αναφέρει ότι τα περιοριστικά μέτρα λαμβάνονται σε αντίποινα για τη βάναυση μεταχείριση από την Ελλάδα των Τούρκων πολιτών (;). Από τους τραπεζικούς λογαριασμούς, συμπληρώνει ο κ. Ουζούνογλου, επιτρεπόταν η ανάληψη μόνο 1500 λιρών το μήνα για όσους δεν είχαν εισόδημα από εργασία. Οι Έλληνες υπήκοοι δεν είχαν ούτε κληρονομικά δικαιώματα πια. Μερικοί πρόλαβαν να βγάλουν στα γρήγορα διαζύγιο, ώστε να μεταβιβάσουν την περιουσία τους στις συζύγους.
Σε πολλές περιπτώσεις εργοστάσια και μαγαζιά καταλήφθηκαν ότι από τοπικούς παράγοντες. Αυτό διήρκεσε μέχρι το 1987, οπότε διέρρευσε το διάταγμα και ο Θ. Πάγκαλος το παρουσίασε στην Κομισιόν, ενώ η κυβέρνηση Οζάλ διαπραγματευόταν με την Ε.Ε. και έτσι αναγκάσθηκε η Τουρκία να το ανακαλέσει. Αρκετοί κατάφεραν τότε και πούλησαν τις περιουσίες τους, παραμελημένες επί 25 χρόνια. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί όμως είχαν εξανεμισθεί από τον πληθωρισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου