Η 16η Μαρτίου 1964 σηματοδοτεί μία από τις μελανότερες σελίδες στην ιστορία της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, της οποίας το νομικό καθεστώς «υποτίθεται» ότι προστατεύεται από τη Διεθνή Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, η οποία παρεμπιπτόντως αποτελεί και την ιδρυτική συνθήκη αναγνώρισης της Ρεπουμπλικανικής Τουρκίας.
Σύμφωνα με το παράρτημα της Συνθήκης αυτής, που αφορά την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, τα μέλη της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας της Κωνσταντινούπολης -ανεξάρτητα από την υπηκοότητά τους- εξαιρέθηκαν από την Ανταλλαγή πληθυσμών. Στο άρθρο 2 της Συνθήκης αναφέρεται ότι «πάντες οι Ελληνορθόδοξοι» μέσα στα όρια του νομού της Κωνσταντινούπολης υπάγονται στην εξαίρεση της Ανταλλαγής των πληθυσμών. Μάλιστα ο πληθυσμός αυτός, που εξαιρέθηκε της Ανταλλαγής, ονομάστηκε με το γαλλικό όρο «Etablis» και αποτελούνταν από περίπου 110.000 Ελληνες, οι οποίοι είχαν την τουρκική υπηκοότητα και από 25.000 οι οποίοι είχαν την ελληνική υπηκοότητα, σύμφωνα με την επίσημη απογραφή του 1927 που διενεργήθηκε στην Τουρκία.
Οι μισοί από τους 25.000 Ελληνες υπήκοοι αναγκάστηκαν να εκπατριστούν κατά την περίοδο 1932-1934, μετά την «απαγόρευση των 20 επαγγελμάτων» βάσει του νόμου 2007/1932 της Ρεπουμπλικανικής Τουρκίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι το σκληρό αυτό πρώτο σε μαζική κλίμακα αντιμειονοτικό μέτρο μετά το 1930, εφαρμόστηκε μέσα στην ατμόσφαιρα ενθουσιασμού της «ελληνοτουρκικής φιλίας» που ξεκίνησε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1930, αλλά συνεχίστηκε επί κυβερνήσεων Παναγή Τσαλδάρη και Ιωάννη Μεταξά καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930-40.
Τα πλέον σκληρά αντιμειονοτικά μέτρα που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίς βέβαια να υπάρχει ζήτημα ελληνοτουρκικών διαφορών. Πρόεδρος της Τουρκίας ήταν ο Ισμέτ Ινονού, που υπήρξε μέλος του Κομιτάτου Ενωση και Πρόοδος, δηλαδή των Νεότουρκων, ενώ πρωθυπουργός ο Σουκρού Σαράτζογλου, επίσης στέλεχος του ίδιου Κομιτάτου και προϊστάμενος του γραφείου εκτόπισης των Αρμενίων και Ελλήνων την περίοδο 1914-18. Τον Μάιο του 1941, όταν η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τριπλή κατοχή, κατόπιν έκδοσης ενός μυστικού διατάγματος (δεν δημοσιεύεται πουθενά, αλλά κυκλοφορεί ως απόρρητο έγγραφο μεταξύ των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών) επιστρατεύτηκαν σε τάγματα εργασίας 40.000 άνδρες των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, ηλικίας 18-45 ετών, κάτω από βάναυσες συνθήκες παρόμοιες με αυτές των διαβόητων Αμελέ ή Ινσαάτ Ταμπουρλαρί της περιόδου 1914-1918. Η διάχυτη ατμόσφαιρα ήταν ότι οι επιστρατευθέντες δεν θα έβλεπαν την Πόλη ξανά. Η αλλαγή της πορείας του πολέμου στα τέλη του 1942 αναγκάζει την κυβέρνηση να εγκαταλείψει τη μέθοδο αυτή και να προσανατολιστεί προς ένα μέτρο οικονομικού αφανισμού.
Ο φόρος «Βαρλίκ Βεργκισί»
Στις 11 Νοεμβρίου 1942 ψηφίζεται από την Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας ο νόμος για ένα έκτακτο φόρο που θεωρητικά ίσχυε για όλους του πολίτες. Ομως η πραγματικότητα έδειξε ότι αυτός εφαρμόστηκε για τον οικονομικό αφανισμό των μειονοτήτων: ο τοπικός κομματάρχης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος καθόριζε κατά βούληση το ύψος του φόρου για κάθε μη μουσουλμάνο, που πολλές φορές ήταν πολλαπλάσιος από την περιουσία που διέθετε ο φορολογούμενος. Ο φόρος έπρεπε να πληρωθεί σε μερικές μέρες και αν αυτό δεν γινόταν η εφορία προχωρούσε στην εκποίηση της περιουσίας του φορολογούμενου μέλους των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων. Αν και αυτό δεν μπορούσε να καλύψει το οφειλόμενο ποσόν, ο φορολογούμενος συλλαμβανόταν και στελνόταν στα τάγματα της εργασίας στο Ασκαλε και το Κοπ Νταγ με συνθήκες κρύου Σιβηρίας στα ρωσοτουρκικά σύνορα. Εξορίστηκαν περίπου 2.500 υπερήλικοι από τους οποίους οι 25 πέθαναν στην εξορία, ενώ πολλοί αφού επέστρεψαν στην Πόλη, από τις κακουχίες που είχαν υποστεί. Πρόσφατα ο ερευνητής Ρετζέπ Μαρασλί (http://www.daplatform.com/news.php?nid=21328) έχει αποκαλύψει τη σημασία της επίσκεψης στις αρχές Ιανουαρίου 1943 επιτροπής στελεχών των υπηρεσιών ασφάλειας της Τουρκίας στη ναζιστική Γερμανία για την εξέταση της λειτουργίας των κέντρων καταναγκαστικής εργασίας και τη μεταφορά της εμπειρίας αυτής στην Τουρκία.
Τα παραπάνω δείχνουν ότι οι διωγμοί κατά της ελληνικής μειονότητας δεν έχουν άμεσα σχέση με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά αποτελούν κεντρική κρατική πολιτική της Τουρκίας και μετά το 1923, όπως έγινε την περίοδο από το 1908.
Κορυφαίο σκληρό μέτρο κατά της ελληνικής μειονότητας υπήρξε η νύκτα πογκρόμ της 6ης-7ης.9.1955, που όπως έχει αποκαλυφθεί πρόσφατα σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από το γραφείο ειδικού πολέμου που συστάθηκε με την είσοδο της Τουρκίας, μαζί με την Ελλάδα, στο ΝΑΤΟ το 1952-53. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι τα στελέχη του γραφείου αυτού εστάλησαν για πολλών μηνών εκπαίδευση στις ΗΠΑ το 1953 και η ομάδα αυτή αποτέλεσε τον πυρήνα όλων των παρακρατικών ενεργειών τα επόμενα 50 χρόνια στην Τουρκία. Οι εκπαιδευτές στις ΗΠΑ ήταν πρώην στελέχη SS που είχαν αυτομολήσει στις αμερικανικές δυνάμεις και χρησιμοποιήθηκαν ως στελέχη μυστικών υπηρεσιών για πολλά χρόνια. Το γεγονός των ομοιοτήτων της Νύκτας των Κρυστάλλων της 8ης-9ης.11.1938 κατά των εβραϊκών κοινοτήτων με το μαζικό πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης και ειδικότερα της αλυσίδας των ενεργειών: προβοκάτσια (τοποθέτηση μικρής εκρηκτικής ύλης στο επονομαζόμενο σπίτι του Μ. Κεμάλ στην Θεσσαλονίκη), η οργάνωση των ταγμάτων εφόδου από 40-50 άτομα οπλισμένων με εργαλεία καταστροφής, η προσημείωση των στόχων, η καταστροφή τόπων λατρείας και ειδικά των κοιμητηρίων δείχνει τον κοινό παρονομαστή των δύο ενεργειών εθνοκάθαρσης.
Εθνικές εκκαθαρίσεις
Το γεγονός ότι παρά τα σκληρά μέτρα -και τα οποία βέβαια δεν ήταν τα μόνα, αλλά ακολουθούσαν πλήθος διωκτικών μέτρων κατά καιρούς- η Ελληνορθόδοξη Κοινότητα της Πόλης διατηρούσε την παρουσία της και τη συνοχή της, οδηγεί στους σχεδιαστές της εθνοκάθαρσης σε επιλογή ενός μέτρου που θα εξαφάνιζε την φυσική παρουσία της Κοινότητας. Ο πληθυσμός της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας της Κωνσταντινούπολης παρέμεινε περίπου στις 100.000 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '60. Πρόσφατα αποκαλύφθηκε, με την έκδοση των Πρακτικών της δίκης για τα Σεπτεμβριανά στη νήσο Πλάτη των μελών της έκπτωτης κυβέρνησης του Αντνάν Μεντερές, ότι από το 1957 ο τότε πρόεδρος της Τουρκίας Τζελάλ Μπαγιάρ (στέλεχος του Κομιτάτου Ενωση και Πρόοδος που εφάρμοσε τους διωγμούς κατά του ελληνικού πληθυσμού στη Δυτική Μικρά Ασία το 1914-18) είχε υπόψη του σχέδιο της απέλασης των Ελλήνων υπηκόων της Πόλης.
Στις 16 Μαρτίου 1964 η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε να απελάσει τους 12.500 Ελληνες πολίτες που είχαν την ιδιότητα των «Etablis» και οι οποίοι προστατεύονταν από τη Συνθήκη της Λωζάννης. Χρησιμοποιώντας ψευδή προσχήματα, η τότε κυβέρνηση της Τουρκίας συνέδεσε την αδικαιολόγητη αυτή πράξη με τη μονομερή καταγγελία από πλευράς της Τουρκίας της εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, που είχε υπογραφεί το 1930.
Από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του 1964, 12.500 μέλη της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας απελάθηκαν με την κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους που περιελάμβανε την υπογραφή, υπό το καθεστώς απειλής, ενός εγγράφου, το οποίο τους απαγορεύτηκε να διαβάσουν και στο οποίο δήλωναν ότι κατασκόπευαν την Τουρκία για λογαριασμό της Ελλάδας, καθώς και τη δέσμευση όλων των περιουσιακών τους στοιχείων τους, βάσει ενός μυστικού διατάγματος.
Η απέλαση των 12.500 μελών της Κοινότητας έπληξε και τα μέλη των οικογενειών τους, η πλειονότητα των οποίων είχε τουρκική υπηκοότητα. Εξαιτίας αυτού, μέσα σε διάστημα 6 μηνών, ο πληθυσμός της Κοινότητας μειώθηκε κατά 30%.
Η έξοδος των μελών της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας επιταχύνθηκε λόγω των πολυάριθμων αντιμειονοτικών μέτρων που σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν από την Ειδική Επιτροπή Μειονοτήτων (Azinliklar Tali Komisyonu), η οποία ιδρύθηκε μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 27ης Μαΐου 1960 στην Τουρκία και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 2004.
Σήμερα το 98% της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας έχει εκπατριστεί από την εστία του. Κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων χρόνων η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών υπέβαλε συγκεκριμένες προτάσεις στην παρούσα κυβέρνηση της Τουρκίας, απαιτώντας την επανόρθωση και αποκατάσταση προς την Ελληνορθόδοξη Κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, λαμβάνοντας υπόψη το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών 60/147.
Η σημερινή κυβέρνηση της Τουρκίας έχει την αδήριτη υποχρέωση να προβεί σε μέτρα για την επανόρθωση και αποκατάσταση προς την Ελληνορθόδοξη Κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης του επαναπατρισμού όσων θέλουν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, καθώς και της υποστήριξης των μελών της Κοινότητας που επιθυμούν να επανακτήσουν την υπηκοότητα και τις περιουσίες τους.
* Καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών, http://www.conpolis.eu/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου