Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ὡς προϋπόθεση ἱεραποστολῆς

(Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής τῆς Δογματικῆς στή Θεολογική Σχολή τοῦ Α.Π.Θ.)



Ἐκφωνήθηκε στό Προκόπι Εὐβοίας στίς 8-8-2012 σέ αἴθουσα τοῦ ξενώνα ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου.

Εἶναι βιβλικὴ ἡ ἀλήθεια ὅτι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς ἀποτελεῖ τὴν θεμελιώδη πρϋπόθεση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, μέσω τῆς ἄμεσης θεοπτίας. Ὁ Χριστὸς στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία Του μακάρισε ὅσους ἔχουν καθαρὴ τὴν καρδιά τους, γιατί αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεὸ (Μθ. 5,8). Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδιάψευτος, δὲν ἐπιστρέφει κενός, μένει "εἰς τὸν αἰώνα" καὶ ἐπιβεβαιώνεται ἐμπειρικὰ καὶ πληθωρικὰ πάντοτε στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἂν ἡ θεοπτία, ὡς "ἀόρατη" θέα καὶ ἄμεση κοινωνία μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, εἶναι ὁ ἀπώτερος καὶ ὁ κύριος σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἂν αὐτὴ ἡ θεοπτία βρίσκεται, ὡς ὀντολογικὴ δυνατότητα, στὶς προδιαγραφὲς τοῦ ἀναγεννημένου ἐκ Πνεύματος ἁγίου πιστοῦ, τότε ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς "πράξεως", εἶναι τὸ κατεξοχὴν πνευματικὸ "κλειδὶ" γιὰ τὴν πρόσβαση τοῦ ἀνθρώπου στὶς ρεαλιστικὲς προοπτικές τοῦ νέου ἐν Χριστῷ «εἶναι» του. Οἱ προοπτικὲς αὐτὲς συνιστοῦν τὴν ἱερὰ ἀποστολὴ τοῦ κάθε πιστοῦ, πρωτίστως στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, ἀλλά παράλληλα συνιστοῦν καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ἱεραποστολῆς πρὸς τὸν ἐγγὺς καὶ τὸν μακρὰν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ἔτσι, γίνεται ἀληθινὰ πλησίον διὰ τῆς ἀγάπης.


Ἀξιολογικῶς, ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς -κατὰ τὸν φερώνυμο τῆς θεολογίας ἅγιο Γρηγόριο- εἶναι ἀνώτερη τῆς θεολογίας. "Καλὸ εἶναι", λέει ὁ θεολόγος ἅγιος Γρηγόριος, "νὰ θεολογεῖ κανείς. Καλύτερο ὅμως εἶναι νὰ καθαρίζει τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν Θεό". Καὶ τοῦτο, γιατί μόνο μὲ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς διαφαλίζει ὁ ἄνθρωπος τὴ θεοπτία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ ἀδιαμφισβήτητο θεμέλιο τοῦ ὀρθοδόξως καὶ ἀπλανῶς θεολογεῖν. Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο· ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ὡς ἁγιοπνευματική κατάσταση, παρέχει καὶ τὴν ἀσφαλῆ προϋπόθεση τοῦ ἀπλανῶς καὶ ὀρθοδόξως ἐνεργεῖν. Τόσο ὅμως τὸ ἀπλανῶς καὶ ὀρθοδόξως θεολογεῖν, ὅσο καὶ τὸ ἀπλανῶς καὶ ὀρθοδόξως ἐνεργεῖν, ἐνῶ ἀποτελοῦν ὀντολογικῶς δεδομένα, παραμένουν πάντοτε πρακτικῶς ζητούμενα, ὡς ἱερὰ ἀποστολὴ τοῦ κάθε πιστοῦ, ἀποστολή πού καταξιώνει καὶ τὸ αὐτεξούσιό του.
Γιὰ νὰ κατανοηθοῦν πληρέστερα τὰ παραπάνω, θὰ προβοῦμε σὲ κάποιες θεολογικοῦ χαρακτήρα διευκρινίσεις.
Καταρχήν, θὰ ἀναφερθοῦμε ἀπαραιτήτως καὶ συνοπτικῶς σὲ κάποια δεδομένα τῆς θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας τῆς Ἐκκλησίας μας πού ἀναφέρονται στὴν σύσταση τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ βάση τὰ δεδομένα αὐτά, ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν τοῦ Δημιουργοῦ του, τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τὸ «κατ' εἰκόνα», εἰδικότερα, ἀναφέρεται στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἔχει νοῦ, λόγο καὶ πνεῦμα. Τὸ «καθ' ὁμοίωσιν» ἀναφέρεται στὴ χαρισματικὴ προοπτική τοῦ «κατ' εἰκόνα» , στὴν χαρισματικὴ δηλαδὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη πιὸ συγκεκριμένα: μὲ τὸ "ἐμφύσημα" τοῦ Θεοῦ στὸν Ἀδάμ, ὁ ἄνθρωπος ἔλαβε εὐθὺς ἐξαρχῆς, χαρισματικά, ὡς ὀντολογικὸ γνώρισμά του, καὶ τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τὴν ὁποία καὶ μόνον μποροῦσε νὰ κοινωνεῖ ἄμεσα καὶ προσωπικὰ μὲ τὸν ἄκτιστο Δημιουργό του.
Παραβιάζοντας ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, πού τοὺς δόθηκε στὸν Παράδεισο, γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ αὐτεξουσίου τους καὶ τὴν ἑκούσια παραμονή τους στὸ ἀγαθό, ἔχασαν τὴν θεοποιὸ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κατὰ συνέπεια τὸ «καθ' ὁμοίωσιν» , καὶ ἔγιναν ἡ αἰτία τῆς δουλείας τῶν ἀνθρώπων στὴν ἁμαρτία, στὸν θάνατο καὶ στὸν διάβολο. Ἔτσι, οἱ ἄνθρωποι στερήθηκαν στὸ ἑξῆς τὴν δυνατότητα πού εἶχαν: νὰ κοινωνοῦν ἄμεσα καὶ προσωπικὰ μὲ τὸν Θεὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ ἀναπτύσσονται δυναμικὰ καὶ ἀτελευτήτως στὸ «καθ' ὁμοίωσιν» .
Μὲ τὴν πρόσληψη ὅμως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο καὶ τὰ σωτηριώδη γεγονότα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, παρέχονται στοὺς πιστοὺς πολὺ ἀνώτερες δυνατότητες, ἀπὸ ἐκεῖνες πού εἶχε τὸ προγονικὸ ζεῦγος στὸν Παράδεισο. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς τὸ μυστηριακὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καθιστᾶ πλέον σταθερὴ τὴν ζωντανὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ ἐμφανίζει τὴ χαρισματικὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἕνωση μ' Αὐτὸν ὡς ὑπερφυᾶ πραγματικότητα πού καταπλήσσει καὶ αὐτὰ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα.
Συγκεκριμένα, ὁ πιστός, ἐντασσόμενος στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ βάπτισμα, ἀναγεννᾶται χαρισματικῶς καὶ θεραπεύεται ὀντολογικῶς ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς προγονικῆς πτώσεως, ἀπελευθερούμενος οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν αἰώνιο θάνατο καὶ τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου. Ὡς ὀργανικὸ μέλος πλέον τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ πιστὸς γίνεται "συγγενής" τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, μὲ τὸ βάπτισμα "ἐνδύεται" χαρισματικῶς τὸν Χριστὸ (Γαλ. 3, 27), καὶ γίνεται μέλος "τοῦ σώματος Αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς Αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων Αὐτοῦ" (Ἐφ. 5, 30). Ἔτσι, ἄλλωστε, ἀποκτᾶ ὁ πιστὸς καὶ τὴ χαρισματικὴ υἱοθεσία τοῦ Θεοῦ (βλ. Γαλ. 3, 26-27. "Πάντες γὰρ υἱοὶ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε").
Μὲ τὸ Ἅγιο Χρίσμα, ὁ πιστὸς δέχεται στὴν ὅλη ὕπαρξή του τὴν ἄκτιστη καὶ θεοποιὸ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσω τῆς ὁποίας κοινωνεῖ οὐσιαστικὰ ἄμεσα καὶ προσωπικὰ μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ ἑνώνεται χαρισματικῶς μ' Αὐτόν. Μὲ τὸ Ἅγιο Χρίσμα, ἀποκτᾶ ὁ πιστὸς τὴ μόνιμη ἐνοίκηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός του. Τεκμήριο τῆς ἀληθινῆς υἱοθεσίας μας εἶναι τὸ ἐντὸς μας Ἅγιο Πνεῦμα, πού μαρτυρεῖ τὴ γνησιότητα τῆς χαρισματικῆς υἱοθεσίας μας, ἀποκαλώντας τὸν Θεό Πατέρα μας. "Ὅτι δὲ ἐστε υἱοί", σημειώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, "ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν, κρᾶζον, ἀββά ὁ πατήρ".
Στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ σῶμα τοῦ πιστοῦ γίνεται χαρισματικὰ ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ψυχὴ του γίνεται (στὸν ναὸ αὐτόν) τὸ Ἅγιο Βῆμα, ἐνῶ ὁ νοῦς του καθίσταται τὸ ἅγιο Θυσιαστήριο. Μὲ αὐτὲς τὶς χαρισματικὲς προϋποθέσεις μετέχει ὁ πιστὸς σὲ ὅλα τὰ θεουργὰ Μυστήρια καὶ κατεξοχὴν στὸ μέγα Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ μόνον τρέφεται, ζεῖ καὶ αὐξάνει πνευματικῶς.
Ὅλα τὰ παραπάνω εἶναι ὀντολογικῶς δεδομένα στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ὅμως καὶ βιωματικῶς ζητούμενα ἀπό τούς ἑκάστοτε πιστούς της. Ἐδῶ θὰ ἀναφερθῶ δι' ὀλίγων στὴν ἐμπειρικὴ κατάστασή μας.
Ὅλοι μας, δυστυχῶς, μετὰ τὸ βάπτισμα ἀπενεργοποιήσαμε τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὰ νοητὰ "μπάζα", τὰ ρυπογόνα ἀπόβλητα τῆς ἁμαρτίας, πού ἐπισωρεύσαμε στὸ νοερὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς μας, δηλαδὴ στὴν καρδιά μας. Τόσο τὰ ἀκούσια "μπάζα" τῆς κενοδοξίας τῶν γονέων μας κατὰ τὴ βρεφικὴ καὶ παιδικὴ ἡλικία μα, ὅσο καὶ τὰ ἑκούσια νοητὰ ἀπόβλητα τῆς ἁμαρτίας πού δεχθήκαμε ἀπὸ τὸ στενὸ καὶ εὐρύτερο πολιτισμικὸ περιβάλλον μας μᾶς "μπάζωσαν" καὶ μᾶς ρύπαναν σὲ κλιμακούμενο βαθμό.
Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ἡ νοητὴ ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας διακρίνεται γενικῶς σὲ τέσσερις βαθμίδες. Στὴν πρώτη, καὶ χειρότερη ἀξιολογικῶς βαθμίδα ἀκαθαρσίας, βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, πού ἔχει ἐσφαλμένη θεώρηση τοῦ Θεοῦ, εἶναι δηλαδὴ ἐτερόθρησκος ἤ εἰδωλολάτρης. Στὴ δεύτερη βαθμίδα ἀκαθαρσίας βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, πού σφάλλει ὡς πρὸς τὴν ὀρθή πίστη, ἐκεῖνος δηλαδὴ πού εἶναι αἱρετικός.
Πρὶν περάσουμε στὶς ἄλλες δύο βαθμίδες ἀκαθαρσίας τοῦ ἀνθρώπου, θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νὰ δώσουμε κάποιες ἀπαραίτητες διευκρινίσεις, γιὰ νὰ ἀναδείξουμε τὴ σωτηριολογικὴ σημασία τῶν ἐπισημάνσεων τοῦ ἁγίου Μαξίμου. Ἡ ὀρθότητα καὶ ἡ πληρότητα τῆς ἀλήθειας πού ἀναφέρεται στὸν Θεό δὲν μπορεῖ νὰ διαχωριστεῖ ἀπὸ τὴ ζωὴ στὴν πληρότητα καὶ τὴν αὐθεντικότητά της χωρὶς ὀλέθριες συνέπειες. Ἡ ζωὴ εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τῆς ἀλήθειας. Στὴν προκειμένη περίπτωση, πρόκειται γιὰ τὴν ἄκτιστη καὶ αἰώνια ζωή. Εἶναι πολὺ διαφωτιστικὴ ἡ σύνδεση πού κάνει ὁ Χριστὸς ἀνάμεσα στὴν αὐθεντικὴ ἀλήθεια καὶ στὴν ζωή. Ὁ Χριστός, ὡς ἡ Αὐτοαλήθεια, μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι "αὐτὴ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκουσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν". Δηλαδή, ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Καὶ πῶς γίνεται αὐτό; Ἐδῶ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη, ὅτι στὴν βιβλικὴ καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ἡ γνώση εἶναι βιωματικὴ καὶ ὄχι ἁπλῶς πληροφόρηση διανοητικοῦ χαρακτήρα. Γνώση σημαίνει βιωματικὴ ἐμπειρία. Ἐμπειρία, δηλαδή, πού προκύπτει ἀπὸ τὴ μετοχὴ τῆς ἀλήθειας.
Μετὰ τὶς διευκρινίσεις αὐτές νὰ ἐπανέλθουμε στὴν συνέχεια τοῦ λόγου. Στὴν τρίτη βαθμίδα ἀκαθαρσίας εἶναι ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ὁ νοῦς συγκατατίθεται στοὺς πονηροὺς λογισμούς. Τέλος, στὴν τέταρτη καὶ κατώτερη ἀξιολογικῶς βαθμίδα ἀκαθαρσίας βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἔχει καὶ ἐνεργὸ συμμετοχὴ τοῦ σώματος στὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ἡ σωματικῶς δηλαδὴ τελούμενη ἁμαρτία εἶναι ἡ μικρότερη ἁμαρτία. Καὶ εὔλογα, ἀφοῦ τὸ σῶμα δὲν ἁμαρτάνει αὐτοτελῶς καὶ αὐτονόμως. Σὲ ὅποια βαθμίδα ἀκαθαρσίας ὅμως καὶ ἂν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, ἀδυνατεῖ νὰ καθαριστεῖ μὲ μόνες τὶς κτιστὲς δυνατότητές του.
Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς, στὴν ὁποία συσσωρεύονται ὡς κατακάθια οἱ νοερὲς ἀκαθαρσίες ὅλων τῶν βαθμίδων, πραγματοποιεῖται μόνον ἀκτίστως, διὰ τῆς καθαρτικῆς ἐνεργείας τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ κάθαρση αὐτή, πού ἀρχίζει ἀπὸ τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ μᾶς πεῖ εἰδικότερα ὁ ἅγιος Διάδοχος, ἐπίσκοπος Φωτικῆς, ὅτι εἶναι ἔργο μόνο τοῦ ἀκτίστου καὶ πλήρους θείας δόξης φωτὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πρακτικῶς, ἡ κάθαρση τῆς ἁμαρτίας γίνεται κατὰ τρόπο ἀσκητικὸ καὶ κατ’ἐξοχὴν μυστηριακό. Διαδικαστικῶς, ὅμως, στὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει ἡ νοερὰ προσευχή, ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ: "Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με". Μὲ τὴ σύντομη καὶ περιεκτικὴ αὐτὴ προσευχὴ ὁμολογοῦμε τὴ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ, ὡς Θεανθρώπου, καὶ ὡς αὐτουργοῦ τῆς σωτηρίας μας. Γι' αὐτό καὶ ἐπικαλούμαστε τὸ ἔλεός Του, δηλαδὴ τὴν εὐσπλαγχνία Του, πού δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἄκτιστη βασιλεία Του. Αὐτή, ἄλλωστε, ἡ ἐκζήτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ καὶ τὴν κορυφαία προτεραιότητά μας, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ: "Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην (=εὔσπλαγχνίαν) Αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα (ὅσα ἀφοροῦν δηλαδὴ τὴν ἐπιβίωση μας) προστεθήσονται ὑμῖν" .
Ἐπικαλούμενοι, διαρκῶς, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πρακτικῶς ταπεινωνόμαστε, καὶ αὐτὴ ἡ ταπεινοφροσύνη μας ἑλκύει, ὡς πνευματικὸς μαγνήτης, τὴ θεία Χάρη, σύμφωνα μὲ τὸν πνευματικὸ νόμο, πού λέει, ὅτι ὁ Θεὸς "ταπεινοῖς δίδωσιν χάριν". Ἄλλωστε, μὲ τὴν ἐν λόγῳ θερμὴ προσευχή, ὄχι μόνο ἀνακαλεῖται ἡ ἀπενεργοποιημένη μέσα μας θεία Χάρη, ἀλλά διατηρεῖται καὶ συνεχῶς ἐνεργή.
Ἡ διαδικασία καθάρσεως τῆς καρδιᾶς ἀκολουθεῖ ἐπιγραμματικῶς τὴν ἑξῆς πορεία: Πρῶτα ὁ πιστὸς ἐπικαλεῖται τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ μονολόγιστη εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ἐπικαλεῖται δηλαδὴ τὸν Χριστό, ὡς τὸ ὑποστατικὸ φῶς τοῦ Πατρός, νὰ φωτίσει τὸ νοητὸ σκότος τῆς καρδιᾶς του. Ἡ ἔλευση τοῦ θείου φωτὸς λειτουργεῖ ταυτόχρονα καὶ ὡς γνήσια αὐτοεπίσκεψη. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ διὰ τοῦ συμπαθοῦς πρὸς ἐμᾶς καὶ παρακλήτου αὐτοῦ φωτὸς - τὸ ὁποῖο ἐμπλουτίζει τὸν πιστὸ μὲ τὴν ἄκτιστη θεότητά του- ἀποκτᾶ ὁ πιστὸς ἀκτίστως τὸν πρῶτο βαθμὸ τῆς ἀληθινῆς αὐτογνωσίας του. Αὐτὴ ἡ αὐτογνωσία ὁδηγεῖ τὸν πιστὸ σὲ βαθειὰ μετάνοια -μεταστροφὴ δηλαδὴ τοῦ νοῦ πρὸς τὸν Θεό-, τὸν ὁδηγεῖ στὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγηση καὶ στὴν "ἐν αἰσθήσει καὶ κατανύξει" ψυχῆς μετοχὴ στὴ θεία κοινωνία.
Τὰ τελευταῖα αὐτά συνιστοῦν τὴ μυστηριακὴ διαδικασία καθάρσεως τῆς καρδιᾶς. Ἀλλὰ καὶ ἡ μυστηριακὴ διαδικασία δὲν ἀποτελεῖ μιὰ μηχανιστικὴ λειτουργία κάποιου μαγικοῦ αὐτοματισμοῦ. Ἀπεναντίας, προϋποτίθεται πάντοτε ἡ συνεχὴς καὶ ἐλεύθερη συνεργία τοῦ πιστοῦ, ἡ ὁποία ἐκφράζεται ἐνεργῶς μὲ τὴν πνευματικὴ ἐγρήγορση, τὴ γνωστὴ ἀσκητικὴ νήψη, ἡ ὁποία, ὅταν ἀσκεῖται ἐπιμελῶς, διασφαλίζει ὄχι μόνο τὴν δωρηθείσα μυστηριακῶς καθαρότητα τοῦ νοῦ ἀλλά καὶ τὴν καθαρότητα τῶν αἰσθήσεων. Ἡ ἀπουσία τῆς νήψεως σημαίνει σκότωση-σκοτείνιασμα- τοῦ νοῦ καὶ συνακόλουθα δουλεία τοῦ ἄνθρωπου στὰ πάθη του. Ἐκεῖνο, μάλιστα, πού σκοτίζει σταθερὰ τὸν νοῦ τοῦ πιστοῦ καὶ ἐμποδίζει τὴν ἔνθεο ἀγάπη του, εἶναι ἡ βιοτικὴ μέριμνα, πού νοεῖται ὡς ἀγωνιώδης φροντίδα τοῦ νοῦ γιὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἀλλά καὶ ὡς συνεχὴς ἐμπλοκὴ τοῦ νοῦ στὴν ἀμεσότητα τῆς καθημερινότητας. Μάλιστα, κατὰ τὸν ἅγιο Μάρκο τὸν Ἀσκητή, "ὅταν ἡ ψυχὴ σκοτιστεῖ ἀπὸ τὴν φιληδονία καὶ τὴν κενοδοξία, πέφτει στὸν βυθὸ τῆς ἄγνοιας. Τότε, οὔτε τὴν ἐντολὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀκούει, οὔτε τὶς συστάσεις τῶν ἐμπείρων, ἀλλά ἀκολουθεῖ μόνο τὶς δικές της σκέψεις".
Ἂς ἐπανέλθουμε ὅμως στὴ νοερὰ προσευχή. Μὲ τὴ συνεχῆ ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ ἀκολουθεῖ νέα αὐτοεπίσκεψη καὶ νέα βαθύτερη αὐτογνωσία, ἕως ὅτου ὁ πιστὸς φθάσει σταδιακὰ στὴ θέα τοῦ "εἰδεχθοῦς προσωπείου τῶν παθῶν του", σύμφωνα μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. Τότε ὁ πιστὸς σιχαίνεται καὶ μισεῖ τὸν ἀλλοτριωμένο ἑαυτό του καὶ ἔτσι, ἀπαλλασσόμενος πρακτικῶς ἀπὸ τὴ φιλαυτία του, μπορεῖ νὰ γίνει γνήσιος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἀκολουθώντας ἀγαπητικῶς τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἀσφαλῆ καὶ ἀδιαμφισβήτητο μονόδρομο.
Κατὰ συνέπεια, ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς καὶ μυστικῆς ἐργασίας τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς εἶναι ἡ προσευχή. Αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἔχει καθαρτικὸ χαρακτήρα γιὰ τὴν ψυχή. Μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ γίνεται ἄμεση κάθαρση τοῦ νοῦ. Μὲ αὐτήν, ὅπως μὲ ἰσχυρὸ καθαρτικὸ φάρμακο, εὔκολα κάνει ὁ πιστὸς ἐμετὸ καὶ ἀποβάλλει ὅσους πονηροὺς λογισμοὺς δέχτηκε ὁ νοῦς του. Αὐτή, ἄλλωστε, ἐκδιώκει τὰ σκοτεινὰ σύννεφα, πού ἔρχονται ἀπό τούς ἀνέμους τῶν σκοτεινῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας, καὶ διασκορπίζει τὶς φαντασίες τῶν παθῶν. Ἡ ἴδια εὐχὴ εἰσάγει τὸν Χριστὸ στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ, ὡς ὑποστατικὸ καὶ ἄκτιστο φῶς, ὁπότε φωτεινὰ νοήματα γεννῶνται πλέον στὴν καρδιὰ τοῦ προσευχόμενου. Ἡ ἐνέργεια τοῦ ἄκτιστου αὐτοῦ φωτὸς εἶναι ἄμεση στὸν νοῦ, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ διαβιβάζεται στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα τοῦ πιστοῦ, "ἐν πάσῃ αἰσθήσει", κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Γι'αὐτό, ἄλλωστε, καὶ ὁ Μ. Βασίλειος συνιστᾶ, ἡ πρώτη κίνηση τῆς ψυχῆς νὰ ἀφιερώνεται προσευχητικά στὸν Θεό: "Τὰ πρῶτα τῆς ψυχῆς κινήματα, τῷ Θεῶ ἀναθήματα", σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ἐκεῖνο, πού μᾶς καθιστὰ στὴν πράξη πιστούς, δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνον ἡ μυστηριακή ἔνταξή μας στὸ μυστηριακὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά κατεξοχὴν ἡ ἐνεργὸς καὶ ἀγαπητική παραμονὴ μας σ'αὐτό. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς διαβεβαίωσε, ὅτι "ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με". Κατὰ συνέπεια, ἡ πιστὴ τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν βεβαιώνει τὴν πιστότητά μας στὸν Χριστό, ἐνῶ ἡ ἀπείθεια στὶς ἐντολὲς Του μᾶς ἀποδεικνύει ὄχι πιστούς, ἄλλα ἄ-πιστους. Καὶ ὡς ἄπιστοι / αὐτονοήτως κυριευόμαστε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἡ διαβεβαίωση δηλαδὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ὡς βαπτισμένους πλέον "ἁμαρτία ἡμῶν οὐ κυριεύσει", ἰσχύει μόνο μὲ τὴν προϋπόθεση, ὅτι θὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολές. Ὅταν τηρήσουμε τὶς ἐντολές, θὰ βροῦμε τὴν τελειότητα, πού μᾶς ἔχει δωρηθεῖ στὸ βάπτισμα. Ἀντίθετα, ἂν δὲν τὶς τηρήσουμε, θὰ φανεῖ ὅτι ἐνεργεῖ μὲ τὴ θέλησή μας ἡ ἁμαρτία μέσα μας. Ὀφείλουμε, λοιπόν, νὰ ζοῦμε μὲ βάση τὶς προδιαγραφὲς τοῦ εἶναι μας, τὶς ὁποῖες μᾶς ὑποδεικνύουν Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Νὰ ζοῦμε δηλαδὴ ὄχι ἁπλῶς, ὅπως δημιουργηθήκαμε "καλοὶ λίαν", ἀλλά, κυρίως, ὅπως γίναμε μὲ τὴν ἀναγέννησή μας στὴν Ἐκκλησία. Νὰ ζοῦμε ὡς "ζῶντα μέλη Χριστοῦ" καὶ ὡς "τέκνα φωτός". Ἐδῶ, πρέπει νὰ σημειώσουμε, πώς εἶναι ἰδιαίτερα παρήγορο τὸ γεγονός, ὅτι, ἐπειδὴ εἴμαστε ὀργανικῶς ἐνταγμένοι στὸ μυστηριακὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πάντοτε, στὴν παρούσα ζωή, δυνατὴ ἡ ἐπαναζωογόνηση καὶ ὁ ἀνακαινισμός μας διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐν γένει μυστηριακῆς ζωῆς.
Ἀντίθετα, ὅταν δὲν τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὑφιστάμεθα περισφύξη ἀπὸ δεσμὰ πονηρῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ψυχοφθόρων ἡδονῶν, ἐνῶ ἡ πλήρης τήρηση τῶν ἐντολῶν καθαρίζει ἐξ’ὁλοκλήρου τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καθιστᾶ δεκτική τοῦ θείου φωτισμοῦ. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν λέγεται καὶ εἶναι πρακτικὴ ἀρετή, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννᾶται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ κάθαρση δηλαδή, πού προκύπτει ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέσα μας.
Πῶς ὅμως φθάνουμε σταδιακὰ στὴν ἁμαρτία καὶ στὴν ἀκαθαρσία τῶν παθῶν; Ἀνθρωπολογικῶς, ἡ ἁμαρτία ἔχει τὴν ἀφετηρία της στὸν νοῦ, καὶ εἰδικότερα στὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, κάθε συγκατάθεση τοῦ λογισμοῦ μας σὲ κάποια ἀπαγορευμένη ἐπιθυμία, ὡς ἐνήδονη συγκατάθεση, εἶναι ἁμαρτία. Ἡ συγκατάθεση στὸν πονηρὸ λογισμὸ σκοτίζει τὸν νοῦ. Ὅταν ἡ διαδικασία αὐτὴ τῆς συγκαταθέσεως χρονίζει, ὑποκινεῖται ἐκεῖνο πού ὀνομάζεται πάθος. Ἀπὸ τὴν ὑποκίνηση αὐτὴ τοῦ πάθους φθάνει κανεὶς σιγὰ-σιγὰ στὴν ἐνεργὸ πράξη τῆς ἁμαρτίας. Γι' αὐτὸν τὸν λόγο, εἶναι ἀποφασιστικῆς σημασίας ἡ ἀπόρριψη τῶν πονηρῶν λογισμῶν στὴν ἀφετηρία τους.
Ὁ πόλεμος κατὰ τῶν λογισμῶν εἶναι δύσκολος, ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ ἀσώματη πάλη. Ὅμως στὸν ἀγώνα αὐτὸ κατὰ τῶν λογισμῶν ὁ νοῦς ἰσχυροποιεῖται μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, καὶ ἔτσι μπορεῖ νὰ ὑπερισχύει ἔναντι τῶν λογισμῶν. Σὲ τελευταία ἀνάλυση ὅμως, ἡ νίκη κατὰ τῶν πονηρῶν καὶ ἀκαθάρτων λογισμῶν εἶναι δῶρο τῆς θείας Χάριτος.
Οἱ πονηροὶ λογισμοὶ ἀποτελοῦν θανατηφόρο δηλητήριο τῆς καρδιᾶς, καὶ γεννῶνται στὴν ψυχή, κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο Ἐδέσσης, ἀπὸ τὸν στολισμὸ τῶν ἐνδυμάτων (τὴν κενοδοξία), τὸν χορτασμὸ τῆς γαστρὸς (τὴν φιληδονία) καὶ τὶς βλαβερὲς συναναστροφές. Ὑποκινοῦνται δὲ οἱ λογισμοὶ αὐτοί, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, ἐξαιτίας τῶν παθῶν. Τὰ πλέον γενικὰ πάθη εἶναι τρία: Ἡ φιληδονία, ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ φιλοδοξία. Ἀπὸ τὰ πάθη αὐτὰ γεννιέται πλῆθος παθῶν καὶ εἴδη ποικιλόμορφης κακίας. Ὅποιος νικᾶ τὰ τρία γενικὰ πάθη -πού εἶναι οἱ ἀρχηγοὶ καὶ οἱ ἡγεμόνες- νικᾶ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα πάθη. Ἀφετηριακῶς, ἡ αἰχμαλωσία μας ἀπὸ τὰ πάθη ὀφείλεται στὸν ἀποπροσανατολισμὸ τοῦ νοῦ μας ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως ἀντίστοιχα ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ αὐτὰ ἀρχίζει μὲ τὸν ἐπαναπροσανατολισμὸ τοῦ νοῦ μας πρὸς τὸν Θεό, πράγμα πού ἐκφράζεται ἄμεσα καὶ πρακτικὰ μὲ τὴν ἔναρξη τῆς προσευχῆς.
Πάντως τά σωματικὰ πάθη ἐλαττώνονται σαφῶς καὶ φθίνουν μέσω τῶν κακοπαθειῶν τοῦ σώματος, ἐνῶ τὰ ψυχικὰ -πού εἶναι καὶ κρυφὰ- ἀφανίζονται μὲ τὴν παθοκτόνο ταπεινοφροσύνη, τὴν πραότητα καὶ τὴν ἀγάπη. Ἡ κάθαρση τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς νοεῖται εἰδικότερα ὡς κάθαρση τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, τοῦ θυμοειδοῦς καὶ τοῦ λογιστικοῦ. Οἱ τρεῖς αὐτὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς καθαρίζονται ὡς ἑξῆς: Ἡ ἐμπαθὴς ἐπιθυμία ἀφανίζεται μὲ τὴν ἐγκράτεια, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη. Ὁ θυμὸς καταπραΰνεται μὲ τὴν ἀγάπη, ἐνῶ ὁ λογισμός, πού περιπλανᾶται ρεμβόμενος, συμμαζεύεται ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ γενικότερα. Ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς, κατὰ τὸν μέγα θεωρητικό τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἀρχίζει ἀπὸ τὸ ἐπιθυμητικό, προχωρεῖ στὸ θυμικὸ καὶ ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν κάθαρση τοῦ λογισμικοῦ.
Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ νὰ γνωρίζουμε, ὅτι ὅσα πράττουμε ἐμπαθῶς δὲν ἐξαντλοῦνται στὶς πράξεις μας, ἀλλά συναρτῶνται βαθύτερα μὲ τὴν ψυχοσωματικὴ ἑνότητά μας. Εἰδικότερα, οἱ μνῆμες τῶν κακῶν ἐνεργειῶν μας κυριεύουν ἐμπαθῶς τὴν ψυχή μας. Καί, ἐνόσω ἡ ψυχὴ κινεῖται ἐμπαθῶς, κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ὅταν ὅμως ὁ πιστὸς βρίσκεται ταπεινὰ σὲ συνεχῆ προσευχή, ὑποτάσσοντας τὸ θέλημά του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν ἁμαρτάνει. Μάλιστα, διὰ τῆς ἀδιαλήπτου προσευχῆς, γίνεται ὁ ἀφανισμὸς τῆς πρακτικῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν ἀκαθάρτων παθῶν. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πάντως, μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι μέσω τῆς προσευχῆς μποροῦμε νὰ καθαιροῦμε τοὺς πονηροὺς καὶ ὑπερήφανους λογισμοὺς καὶ τὰ ὀχυρώματα τοῦ πονηροῦ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ τὰ ὑποτάσσουμε ὅλα στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ: "Λογισμοὺς καθαιροῦντες", μᾶς λέει, "καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ".
Μετὰ τὴν κάθαρση τῶν παθῶν, καὶ τὴ συνεχῆ ἐκζήτηση τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθεῖ ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ καὶ ἡ χαρισματικὴ ἐνοίκηση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ, σύμφωνα μὲ τὴ ρητὴ διαβεβαίωση τοῦ Χριστοῦ: "ἐλευσόμεθα (ἐνν. μετὰ τοῦ Πατρὸς) καὶ μονὴν παρ'αὐτῷ ποιησόμεθα". Κατὰ συνέπεια, εἶναι πολὺ σαφεῖς οἱ προϋποθέσεις τῆς ἐνεργοῦ παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς βασιλείας (κυριαρχίας) Του στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν.
Στὴ χαρισματικὴ αὐτὴ κατάσταση ὑπάρχει καθαρότητα λογισμῶν, θεοπτία καὶ θεογνωσία. Συγκεκριμένα, τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ ἀκολουθεῖ ἡ θεία ἔλλαμψη, καὶ ἡ ἑνότητα μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς φωτοειδοῦς ἀκτίστου Χάριτος. Γιατί, βέβαια, εἶναι πατερικὸ ἀξίωμα ἡ ρήση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, πώς "ἀκαθάρτῳ νοΐ Θεὸς οὐχ ἥνωται". Ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἑνώνεται μὲ ὁ,τιδήποτε ἀκάθαρτο.
Καὶ στὴν κατάσταση ὅμως τῆς καθαρότητας τοῦ νοῦ καὶ τῆς ἐνεργοῦ παρουσίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖται κόπος γιὰ τὴ φύλαξη τοῦ νοῦ ἀπὸ κάθε λογισμό. Ὁ κόπος αὐτὸς προκύπτει ἀπὸ τὴν προσοχή, τὴ νήψη δηλαδὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς τοῦ πιστοῦ. Ἡ νήψη αὐτή, ὡς πνευματικὴ ἐγρήγορση ἐκφράζεται πρακτικῶς διὰ τῆς συνεχοῦς εὐχῆς. Ἔτσι, θεμέλιο ἀλλά καὶ ὀροφὴ τῆς νήψεως τοῦ πιστοῦ ἀποτελεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ καθαρὴ καὶ νήφουσα καρδιὰ τοῦ πιστοῦ γίνεται δεκτικὴ ἄκτιστων φωτοφανειῶν καὶ θεοφανειῶν, σὲ διάφορες διαβαθμίσεις. Καὶ ἀπὸ αὐτή τὴν "ἐν πάσῃ αἰσθήσει" θεοπτία προκύπτει ἡ ἀσφαλὴς θεογνωσία καὶ ἡ ἀπλανὴς θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἄλλωστε, κατανοεῖται, γιατί οἱ νηπτικοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν τὴ φύλαξη τοῦ νοῦ φωτοτόκο καὶ τὴν καθαρὴ καὶ νήφουσα καρδιὰ ὡς γεννήτρια τῆς θεοπτίας καὶ τῆς θεογνωσίας.
Πῶς συνδέεται ὅμως ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς μὲ τὴν Ἱεραποστολὴ καί, εἰδικότερα, πῶς γίνεται ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς νὰ ἀποτελεῖ προϋπόθεση τῆς Ἱεραποστολῆς;
Εἴπαμε ἤδη, ὅτι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀρχίζει ἐμπόνως καὶ ὑπὸ σαφεῖς προϋποθέσεις. Οὐσιαστικὰ ὅμως γίνεται ἀκτίστως, διὰ τῆς ἐνεργείας καὶ Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νὰ ὑπογραμμίσουμε ἐδῶ ἀκόμη, ὅτι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ὡς κατάσταση ἁγιοπνευματική, ξεκινᾶ μὲν στὴν παρούσα ζωή, ἀλλά προσδιορίζει ποιοτικῶς τὸ αἰώνιο μέλλον τῶν πιστῶν. Μάλιστα ἡ καθαρότητα αὐτὴ παρέχει οὐσιαστικὰ τὸν ὑπαρξιακὸ ἐκεῖνο χῶρο στοὺς πιστούς, πού στὸ ἑξῆς κινεῖται δυναμικὰ καὶ αὐξητικὰ στὴν κατεύθυνση τῆς ἄληκτης καὶ κυρίως τῆς αἰωνίως διευρυνόμενης καὶ "βαθυνόμενης" χαρισματικῆς θεώσεώς τους. Ἔτσι, ἄλλωστε, ἑρμηνεύεται καὶ ἡ ἀδιάλειπτη δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ δοξασμένα μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, καθὼς βιώνουν συνεχεῖς εὐχάριστες ἐκπλήξεις ἀπὸ τὴ συνεχῆ ποιοτικὴ καὶ ποσοτικὴ ἀναβάθμιση τῆς ἄκτιστης καὶ χαρισματικῆς "ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν" μεταμορφώσεώς τους. Εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅτι τὴν ἄκτιστη καὶ βιωματικὴ αὐτὴ μεγαλοδωρεὰ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καταθέτουν διεθνῶς μόνον οἱ ἅγιοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, πιστοποιώντας καὶ μὲ τὸν ἐμπειρικὸ αὐτὸν τρόπο, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μία καὶ μόνη ἐπὶ γῆς Ἐκκλησία, νοούμενη ὡς τὸ μυστηριακὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ μόνο σ' αὐτήν πραγματοποιοῦνται ὅλα τὰ ἐπηγγελμένα γιὰ τὸν νέο λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Τὴν ἁγιοπνευματική κατάσταση τῆς καθαρότητας τῆς καρδιᾶς ἐγκαινίασε ἱστορικὰ ὁ Χριστὸς -σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή Του- τὴν Πεντηκοστὴ ἡμέρα ἀπό τῆς Ἀναστάσεώς Του, στὶς καρδιὲς τῶν φοβισμένων μαθητῶν Του. Μόνον ὅταν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἔλαβαν τὴν ἐξ ὕψους δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μόνον δηλαδὴ ὅταν καθαρίστηκαν πλήρως, ὅταν φωτίστηκαν καὶ θεώθηκαν ἀκτίστως, μόνον τότε ἔγιναν πρακτικῶς ἱκανοὶ γιὰ τὴν Ἱερὰ Ἀποστολή τους, νὰ κηρύξουν δηλαδὴ τὴν ὑπέρτατη Ἀλήθεια γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὸ θέλημά Του, ὥστε νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος, πού θὰ πιστέψει, πού θὰ ἐνταχθεῖ καὶ θὰ παραμείνει ζωντανὸς στὸ μυστηριακὸ σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ μόνον τότε ἔγιναν ἀληθινοὶ Ἀπόστολοι τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ μόνον τότε ἡ Ἱερὰ Ἀποστολὴ τους εἶχε -σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου- τὴν ἀμέριστη συνεργία τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος βεβαίωνε μὲ τὰ ἀκολουθοῦντα θαύματα τὴν ἁγιοπνευματική ἀλήθεια τῶν λόγων τους, οἱ ὁποῖοι λόγοι γίνονταν ἠχητικοὶ φορεῖς τῆς ἐνεργοῦ θείας Χάριτός τους πρὸς τοὺς ἀκροομένους πιστούς.
Εἶναι προφανές, ὅτι ἡ ἁγιοπνευματική ζωὴ καὶ ἡ ἱεραποστολικὴ δράση τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων συνιστοῦν τὸ ἁγιοπνευματικό μέτρο τῆς Ἱεραποστολῆς γιὰ κάθε ἐποχή, ἑπομένως καὶ γιὰ τὴ δική μας. Τὸ ἀνυπέρβλητο ὅμως καὶ αἰώνιο πρότυπο τοῦ Ἀποστόλου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ἡ ἐνυπόστατη Ἀλήθεια, ἡ ἐνυπόστατη Ζωὴ καί τό ἐνυπόστατο Φῶς.
Ὁ Χριστός, ὡς ὁ πρῶτος Ἀπόστολος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μᾶς δίδαξε πρακτικὰ μὲ τὸ παράδειγμά Του, ὅτι δὲν ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ κάνει τὸ θέλημά Του, ἀλλό, ὅπως ὁ Ἴδιος μᾶς διαβεβαίωσε, ἦλθε γιὰ νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Αὐτὸ τὸ θέλημα ὑπηρετώντας σ' ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωὴ Του ὁδηγήθηκε μέχρι τὸν ἐπονείδιστο σταυρικὸ θάνατό Του γιὰ χάρη μας, καὶ ἔτσι δόξασε τὸν Θεὸ Πατέρα. Ὡς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐμεῖς καλούμαστε, πρωτίστως, νὰ μὴ κάνουμε τὸ θέλημά μας, ἀλλά τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ τὸ κάνουμε συγκεκριμένα, ὅταν τηροῦμε ἀπαρέγκλιτα τὶς ἐντολές του.
Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν εἶναι ἡ ἱερὰ ἀποστολή, πού ὅλοι ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι λάβαμε, πρωτίστως, γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους, καὶ στὴ συνέχεια γιὰ τοὺς ἄλλους, τοὺς "ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ". Καὶ τοῦτο, γιατί ὁ Χριστὸς δέχεται τὴν προσφορὰ τῆς Ἱεραποστολῆς μας ὡς προσφορὰ πρὸς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό Του, σύμφωνα μὲ τὴ διαβεβαίωσή Του: "Ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἐνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε" (Μθ. 25,40).
Στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία, μετὰ τοὺς Μακαρισμούς, ὁ Χριστὸς χαρακτήρισε τοὺς μαθητές του ὡς "τὸ φῶς τοῦ κόσμου" (Μθ. 5,14) καὶ τοὺς συνέστησε συναφῶς τὰ ἑξῆς σημαντικά: "οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάζωσιν τὸν Πατέρα ὑμῶν Τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς" (Μθ. 5,16). Ποιὰ εἶναι ὅμως ἡ βαθύτερη σημασία αὐτῶν τῶν λόγων; Ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τῆς λέξεως "δόξα", ἐννοοῦμε τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια καὶ λαμπρότητα τῆς θεότητάς Του, ἡ ὁποία καὶ μόνο αὐτὴ εἶναι προσιτὴ καὶ μεθεκτὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι, ὁ κτιστὸς ἄνθρωπος, καθεαυτόν, δὲν μπορεῖ νὰ δοξάζει τὸν Θεὸ κυριολεκτικὰ μὲ τίποτε ἀπὸ τὸ κτιστὸ εἶναι του καὶ ἀπὸ τὶς κτιστὲς ἐνέργειές του, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ καθεαυτὸ καλὰ ἔργα του. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ εἶναι κυριολεκτικὰ αὐτοδόξαστος, δοξάζεται μόνο ἀπὸ τὴν ἄκτιστη δόξα του. Οὔτε ἐπεφημούμενος μεγαλύνεται οὔτε ὑβριζόμενος ἐλαττοῦται. Παραμένει οὐσιαστικὰ ἀπροσδεής. Πῶς ὅμως λέει ὁ Χριστός, ὅτι τὰ καλὰ ἔργα μας θὰ δοξάσουν τὸν Θεὸ Πατέρα;
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ Θεὸς πράγματι καὶ κυριολεκτικὰ δοξάζεται καὶ ἀπὸ τὰ κτιστὰ ὄντα, ἀλλά μόνον "ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ", καὶ εἰδικότερα "ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ" δι' αὐτῶν. Νὰ διευκρινίσουμε τὰ λεγόμενα συνοπτικῶς. Ὅταν ἐμεῖς, τηρώντας ὅλες τὶς ἐντολές, φθάσουμε στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, γινόμαστε ἀγώγιμοι στὴ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἐνεργοποιεῖται δηλαδὴ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ἁγίου Χρίσματός μας. Τότε ἐνεργεῖ ἄμεσα ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς δι' ἡμῶν, πράγμα πού ἔχει ὡς συνέπεια νὰ δοξάζεται ὁ Θεός, ὡς ὁ πραγματικῶς ἐν ἡμῖν ἐνεργῶν.
Οἱ Μακαρισμοὶ λοιπὸν τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν πατερικὴ ἑρμηνεία τους, δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετοι. Προϋποθέτουν ὁπωσδήποτε τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ἁγιοπνευματική ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στὸ παραπάνω χωρίο σημειώνει, ὅτι "ὁ Χριστὸς ἄναψε τὸ νοερὸ φῶς (ἐνν. στὴν Ἐκκλησία του), τὸ νὰ μείνει ὅμως καιόμενο αὐτὸ ἐντὸς μας ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὴ συνεργία μας". Νὰ μείνουμε ὅμως λίγο ἀκόμη στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία. Πῶς μποροῦμε λόγου χάρη νὰ ἀγαποῦμε τοὺς ἐχθρούς μας, ὥστε νὰ ὁμοιάσουμε μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα μας, ὅπως μᾶς συνιστᾶ ὁ Χριστός; Ἡ δική μας κτιστὴ ἀγαθότητα καὶ ἀγάπη δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὀντολογικῶς καθ' ὁμοίωσιν τῆς ἀκτίστου ἀγαθότητας καὶ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγαθότητα καὶ ἡ ἀγάπη μας γίνεται καὶ εἶναι καθ' ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, μόνον ὅταν ἐμπλουτιστεῖ χαρισματικῶς μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς ἀγαθότητας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ ἀρχίζει νὰ γίνεται μὲ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς μας, γιατί μόνον τότε ἀποκτοῦμε ἐνεργοποιημένες τὶς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις, γιὰ νὰ μιλᾶ ὁ Χριστὸς ἀμέσως καὶ ἀκτίστως στὶς καρδιὲς ὅσων μᾶς ἀκοῦνε, ἤ ὅσων δέχονται τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης μας.
Τότε, ἄλλωστε, παρέχεται μὲ φυσικότητα, ἱλαρότητα καὶ ταπεινοφροσύνη ἡ προσφορά μας πρὸς τὸν πλησίον, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου βλέπουμε νοερῶς ὡς ἀποδέκτη τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Τότε, ἐνδύοντας τὸν Χριστό, ἐπενδύουμε πνευματικῶς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, καὶ προσφέροντας ἀγαπητικῶς τὰ ὑλικὰ ἀγαθά μας στὶς βιοτικὲς ἀνάγκες τοῦ συνανθρώπου μας, οἰκοδομοῦμε τὸ πνευματικὸ σπίτι μας στὸν οὐρανό. Τότε κατανοοῦμε βιωματικῶς, ὅτι τὸ ἀληθινὸ συμφέρον μας βρίσκεται στὸ συμφέρον τοῦ πλησίον μας καὶ δικαιώνουμε στὴν πράξη τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, πού μέσα σ'αὐτό τὸ πνεῦμα μᾶς συνιστᾶ: "μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητήτω, ἀλλά τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος" (Α'Κορ. 10,24).
Σεβασμιώτατοι,
Ἐπιχείρησα μιὰ ἐλάχιστη ἁγιοπνευματική προσέγγιση τοῦ θέματός μου. Ἐπιτρέψτε μου νὰ ὁλοκληρώσω τὴν εἰσήγησή μου στὴν ἴδια κατεύθυνση μὲ δύο ἐνδεικτικὰ παραδείγματα ἀπὸ δύο συγχρόνους μας χαρισματούχους, πού βρίσκονται ἤδη στὸν οὐρανό.
Καὶ ἀπό τούς δύο διδάχθηκα ἐμπειρικῶς, ὅτι ὁ ἀποτελεσματικότερος τρόπος Ἱεραποστολῆς εἶναι ἐκεῖνος, πού γίνεται μὲ "ὄχημα" τὴν ἔμπονη καὶ θερμὴ προσευχή.
Τὸ πρῶτο παράδειγμα συνδέεται μὲ τὸν ἱερομόναχο π. Ἐφραὶμ τὸν Κατουνακιώτη. Μιὰ μέρα, σὲ ἐρώτηση συνομιλητῶν του: Τί εἶναι "εὐωδία Χριστοῦ", καὶ τί σημαίνει ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: "Χριστοῦ εὐωδία ἐσμεν" (Β' Κορ. 2, 15), ὁ γέροντας Ἐφραὶμ δὲν ἀπάντησε. Μόνο ἔσκυψε τὸ κεφάλι στὸ στῆθος του καὶ σιωποῦσε. Σὲ λίγο ἀλλεπάλληλα κύματα ἄρρητης εὐωδίας, πού ἐκπέμπονταν ἀπὸ τὸ στῆθος του, περιέλουσαν τοὺς συνομιλητές του, οἱ ὁποῖοι ἄφωνοι καὶ ἔκπληκτοι ἀπελάμβαναν τὴν πρωτοφανῆ γι'αὐτούς πνευματικὴ αὐτὴ ἐμπειρία συνοδευόμενη ἀπὸ ἀκατάσχετα δάκρυα χαρᾶς, βαθύτατης ψυχοσωματικῆς γαλήνης καὶ κυρίως πνευματικῆς γλυκύτητας, πού ἔφθανε μέχρι μυελοῦ τῶν ὀστῶν. Οἱ συνομιλητές του, ὅταν κάπως συνῆλθαν, ἀπεχώρησαν χωρὶς ἄλλη συζήτηση καὶ χωρὶς καμία ἀπολύτως ἀπορία στὸ τεθὲν ἐρώτημά τους. Ἔλαβαν κατὰ μοναδικὸ γι' αὐτοὺς τρόπο τὴν ἀπάντηση μὲ ἀπόλυτη πληρότητα, ὄχι λεκτικὰ ἄλλα βιωματικά, καὶ κυρίως ἄκρως ὑπαρξιακά. Στὴν πραγματικότητα, ἡ διαβεβαίωση γιὰ τὴ γνησιότητα αὐτῆς τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως δόθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, μὲ τὰ ἀδιάψευστα τεκμήρια, πού ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς ὑποσχέθηκε, δηλαδὴ τὴν πνευματικὴ ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν μας καὶ τὴν ἀνέκφραστη παρηγοριὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (βλ. Μθ. 11,29). Προσωπικὰ φρονῶ, ὄχι ἀβάσιμα, ὅτι ὁ π. Ἐφραὶμ ζήτησε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ πληροφορήσει ὁ Ἴδιος τούς συνομιλητές του, ὅπως Αὐτὸς γνωρίζει.
Τὸ ἄλλο παράδειγμα σχετίζεται μὲ τὸν μακαριστὸ γέροντα Παΐσιο τὸν Ἁγιορείτη. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ πού ἐπισκεφθήκαμε τρεῖς φίλοι συμφοιτητὲς τὸν π. Παΐσιο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Φαίνεται πώς κάποιος ἀπό τούς τρεῖς μας σκέφτονταν νὰ γίνει ἱεραπόστολος στὴν Ἀφρική. Ὁ π. Παΐσιος χωρὶς νὰ ἐρωτηθεῖ ἀπό μᾶς, ἄρχισε νὰ μᾶς διηγεῖται τὴ συζήτηση πού εἶχε μὲ ἕναν νεαρὸ ὑποψήφιο γιὰ Ἱεραποστολή. Μᾶς εἶπε, ὅτι ρώτησε τὸν ὑποψήφιο ἱεραπόστολο, πῶς προετοιμάζεται γιὰ τὴ μελλοντικὴ ἱεραποστολική δράση του. Ἡ ἀπάντηση τοῦ νεαροῦ ἦταν μᾶλλον εὐφάνταστη. Ἔκανε, λέει, καθημερινῶς ντοὺς διαδοχικὰ μὲ πολὺ ζεστὸ νερὸ καὶ ἀμέσως μετὰ μὲ κρύο, ὥστε νὰ ἐθισθεῖ τὸ σῶμα του στὶς κλιματολογικὲς συνθῆκες τῆς Ἀφρικῆς, ἐπειδὴ ἐκεῖ-κατὰ τὶς πληροφορίες του- κάνει πολὺ ζέστη τὴν ἡμέρα καὶ πολὺ κρύο τὴ νύχτα. Ἀκόμη, εἶπε, ὅτι σκεφτόταν νὰ μάθει καὶ τὴν τοπικὴ γλώσσα τῶν ἰθαγενῶν της χώρας, πού θὰ ἐπισκεπτόταν ὡς ἱεραπόστολος.
Τότε ὁ π. Παΐσιος τοῦ εἶπε γελώντας: Τί λές, βρὲ παιδί μου, ἔτσι θὰ κάνεις ἱεραποστολὴ σὲ ἀνθρώπους, πού δὲν γνωρίζουν τὸν Θεὸ καὶ πού ἔχουν ἐκχωρήσει τὸν ἑαυτό τους στὸν πονηρό; Αὐτοί, παιδάκι μου, θὰ σοῦ παρουσιάσουν τὸν μάγο, πού τοὺς κατευθύνει θρησκευτικῶς, καὶ θὰ σοῦ ζητήσουν νὰ πείσεις πρῶτα αὐτόν. Πῶς ὅμως νὰ τὸν πείσεις μὲ τέτοιου εἴδους προετοιμασία πού κάνεις; Αὐτὸς εἶναι φανερὰ ἐνεργούμενος ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, τὰ ὁποῖα ἔχουν μεγάλη ἐξουσία ἐπάνω του.
Ἂν ὅμως φροντίσεις νωρίτερα γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς σου, ὥστε νὰ ἐνεργοποιηθεῖ ἡ παντοδύναμη Χάρη τοῦ Ἁγίου Χρίσματός σου, δὲ θὰ φοβηθεῖς τὴν ἐξουσία τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἀλλά ζητώντας ταπεινὰ νὰ ἐνεργήσει ὁ Θεός, θὰ προστάξεις στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ διαβόλου καὶ θὰ ἐλευθερώσεις τὸν μάγο ἀπὸ τὴν κατοχὴ τοῦ πονηροῦ. Τότε, ὁ μάγος θὰ ἀναγνωρίσει τὴ συντριπτικὴ ὑπεροχὴ τοῦ Θεοῦ σου, ἔναντι τοῦ διαβόλου, καὶ θὰ ζητήσει νὰ γίνει καὶ ὁ ἴδιος χριστιανὸς. Τότε, θὰ ἀναλάβει αὐτὸς τὴν κατήχηση καὶ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν ἰθαγενῶν κατὰ τὸν καλύτερο καὶ οἰκειότερο σ'αὐτούς τρόπο.
Ἀσφαλῶς, δὲν θὰ μᾶς πάρει ὁ χρόνος, ἐὰν ἐπεκταθοῦμε καὶ σὲ ἄλλα παραδείγματα, πού σχετίζονται μὲ τὸν π. Πορφύριο καὶ σᾶς εἶναι λίγο-πολὺ γνωστὰ .
Κλείνοντας τὴν Ὁμιλία μου, θέλω νὰ πῶ μόνο τοῦτο ἀκόμη: Ὅταν μέσα στὸν πιστὸ εἶναι ἐνεργῶς παρούσα ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε ἡ πνευματικὴ θέρμη πού γεύεται "ἐν πάσῃ αἰσθήσει", ἡ ἀναφαίρετη χαρά του, ἡ εἰρήνη τῶν λογισμῶν του, καὶ κυρίως ἡ ἄρρητη ψυχοσωματικὴ γλυκύτητα πού τὸν διακατέχουν, δὲν περιορίζονται ἐντός του. Ἀντίθετα, ξεχειλίζουν τρόπον τινὰ ἀπὸ τὴν ὕπαρξή του καὶ διαχέονται εὐεργετικῶς μὲ ὁμόκεντρους κύκλους στὸν περιβάλλοντα χῶρο του. Ὅλα αὐτὰ γίνονται ἀναπόφευκτα ἀντιληπτά, ὡς "προδιδόμενα" ἀπὸ τὴ ζῶσα ἐντός του θεία Χάρη, ἀνάλογα πάντοτε μὲ τὴν πνευματικὴ δεκτικότητα τοῦ καθενός, πού τὸν προσεγγίζει.
Ὅταν συμβαίνει νὰ βρισκόμαστε καὶ ἐμεῖς βιωματικῶς στὴν κατάσταση αὐτή, ἔχουμε βαθειὰ καὶ ταπεινὰ τὴν αἴσθηση, ὅτι χρωστοῦμε ὄχι μόνο τὴν ὑλικὴ ἄλλα καὶ τὴν πνευματικὴ προσφορὰ πρὸς τὸν πλησίον, ὡς ἀντίδωρο εὐχαριστίας γιὰ τὶς πλούσιες δωρεὲς τοῦ Χριστοῦ πρὸς ἐμᾶς. Καὶ κυρίως γιὰ τὴ σωτηριώδη Οἰκονομία Του, μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴ δουλεία μας στὸν πονηρὸ καὶ μᾶς δώρησε τὴν ἄκτιστη θεοποιὸ Χάρη Του, διὰ τῆς ὁποίας καθαριζόμαστε, φωτιζόμαστε καὶ κοινωνοῦμε ἄμεσα μὲ τὸν Τρισυπόστατο Θεό μας. Τέλος, τὸν εὐχαριστοῦμε ἀπείρως γιὰ τὴ δωρεὰ τῆς ἀκτίστου βασιλείας Του στὶς καρδιές μας καὶ κατεξοχὴν γιὰ τὴ φιλανθρωπία Του νὰ προγευόμαστε αὐτὴ τὴ βασιλεία Του ἐδῶ καὶ τώρα, ὡς ἐγγύηση τῆς πλήρους γεύσεώς της στὴ μέλλουσα αἰώνια ζωή.

Eὐχαριστοῦμε θερμά τόν καθηγητή τῆς Δογματικῆς στή Θεολογική Σχολή τοῦ Α.Π.Θ., κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης του κειμένου τῆς ὁμιλίας του.

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
ΠΗΓΗ: http://hristospanagia3.blogspot.gr/2012/09/blog-post_1041.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: