Όταν τον ρωτούσαν, αν υπερηφανεύεται
μετά από τόσες τιμές, απαντούσε: «Τι να υπερηφανευθώ, όταν ξέρω ποιός είμαι;
Και όταν σκεφθώ πόσα κιλά αίμα έχυσε ο Χριστός για μένα, πάει να μου φύγει το
μυαλό».
Για το πλήθος των ανθρώπων που ερχόταν
να τον δει, πίστευε: «Παρ' όλο που είμαι ένα κολοκύθι, ο κόσμος ο πολύ
διψασμένος έρχεται με λαχτάρα να δροσιστεί, επειδή περιμένει να βρει καρπούζι».
Στεναχωριόταν επειδή είχε γίνει παντού
γνωστός. Είπε εμπιστευτικά σε κάποιον: «Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι το όνομά
μου. Το μεγαλύτερο κακό μου το έχουν κάνει οι γνωστοί μου και οι φίλοι μου και
όχι οι εχθροί μου. Αν ήξερα από την αρχή την εξέλιξή μου, θα πήγαινα στα
Ιεροσόλυμα, θα γινόμουν κρυφά μοναχός, θα φορούσα ένα μαύρο παλτό και ένα
σκούφο, θα είχα μαλλιά και γένια. Κανείς δεν θα 'ξερε ότι είμαι μοναχός, και θα
κινούμουν αθόρυβα».
Δεν πίστευε στους επαίνους, ούτε
γλυκαινόταν από τη ψεύτικη δόξα των ανθρώπων, γι 'αυτό και δεν βλάφτηκε. Έλεγε:
«Με τα έργα μου βλασφημείται το όνομα του Θεού, αλλά δεν το κάνω εν ψυχρώ, γι’ αυτό
πιστεύω ότι θα με ελεήσει ο Χριστός».
Χαιρόταν να βλέπει άλλους να προάγονται,
να γίνονται ιερείς, πνευματικοί, ηγούμενοι, επίσκοποι. Τους βοηθούσε και τους
προέτρεπε, όταν έβλεπε ότι είναι άξιοι. Δεν υπήρχε ίχνος ζήλειας ή φθόνου ή
αισθήματος μειονεκτικότητας στην καρδιά του. Ήθελε όλους να τους βλέπει πιο
πάνω από αυτόν και βοηθούσε τους νέους μοναχούς να κάνουν προκοπή. Ευχόταν: «Εγώ
να γίνω φυτόχωμα, για να αναπτυχθεί και να καρποφορήσει ένας νέος μοναχός».
Χαιρετούσε πρώτος, φιλούσε το χέρι των
ιερέων βάζοντας μετάνοια, ας ήταν και νεώτεροί του. Σε ηγουμένους και
επισκόπους συνήθως έβαζε στρωτή μετάνοια. Ο ίδιος απέφευγε να δίνει το χέρι του
να το ασπασθούν. «Το μεγάλο μου παράπονο είναι που δεν με άφηνε να του φιλώ το
χέρι. Εκείνος με κατασπαζόταν», έλεγε ο γιατρός που τον χειρούργησε.
Στην επικοινωνία μαζί του δεν ένιωθες
διαφορά, δεν σε άφηνε να αισθάνεσαι κατώτερος, γιατί ο ίδιος δεν αισθανόταν ότι
στέκεται ψηλότερα, αλλά έβλεπε τους άλλους ανωτέρους του.
Την γνησιότητα της ταπεινοφροσύνης την
δοκιμάζουν οι ατιμίες, οι ονειδισμοί, οι συκοφαντίες και οι αδικίες. Υπέστη
πολλά ο Γέροντας από μοναχό που εκτόξευσε εναντίον του κατηγορίες ανυπόστατες.
Δεν απολογήθηκε, ούτε υπεράσπισε τον εαυτό του, μόνο ευχόταν με πόνο ψυχής για
την μετάνοια του αδελφού. Μαθαίνοντας ότι τις δημοσίευσε σ' ένα υβριστικό
βιβλίο εναντίον του είπε: «Αυτό είναι βιβλίο, όχι σαν το άλλο» (βιβλίο κάποιου που τον επαινούσε). Κάποιος
ηγούμενος που διάβασε τις κατηγορίες είπε ότι αυτές είναι τιμητικά παράσημα για
τον Γέροντα.
Έγραφε: «Μακάριοι όσοι χαίρονται, όταν
τους κατηγορούν αδίκως, παρά όταν τους επαινούν δικαίως για τον ενάρετο βίο
τους. Εδώ είναι τα σημάδια της αγιότητος» (επιστολές, σ.214-5). Γι’ αυτό
χαιρόταν όταν άκουγε κατηγορίες εναντίον του και από κάποια αφορμή έλεγε σε
κάποιον: «Να με δυσφημείς. Μπορείς να με δυσφημείς;»
Κάποιος άλλος μοναχός όταν συναντούσε
επισκέπτες στον δρόμο, τους έλεγε: «Τι πάτε σ' αυτόν τον Παίσιο;» Και αράδιαζε κατηγορίες. Ο Γέροντας τα μάθαινε,
αλλά δεν στεναχωριόταν, δεν ζητούσε εξηγήσεις. Αυτά του άρεσαν περισσότερο από
τους επαίνους. («Της ταπεινώσεως η τελειότης εστί το φέρειν μετά χαράς τας
ψευδείς κατηγορίας», Αβ.Ισαάκ Λόγος ΝΣΤ΄ σ.233). Μάλιστα έστελνε ευλογίες στον
κατήγορό του. Αλλά ενώ δεχόταν συκοφαντίες απαθώς, την υποκρισία δεν την
ανέχθηκε, όπως και ο Κύριος μαστίγωσε την υποκρισία των Φαρισαίων με τα «ουαί»,
που δεν τα είπε για άλλους αμαρτωλούς. Κάποτε που συναντήθηκαν στον δρόμο και
πήγε ο κατήγορος να του βάλει μετάνοια, προσποιούμενος ψεύτικη ευλάβεια και αποκαλώντας
τον «Γέροντα μου, άγιε», ο Γέροντας του είπε: «Άλλη φορά να είσαι πιο
ειλικρινής».
Από το βιβλίο: Bίος Γέροντος Παισίου του Αγιορείτου, του Ιερομονάχου Ισαάκ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου