Ο Θεός εθαυματούργησε το 1821
25η Μαρτίου. Ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ φυσικὴ κατάληξη τῆς θαυμαστῆς Γεννήσεώς της καί τῆς παραμονῆς της στὸ Ναό.
Μὲ τὴ δοκιμασία τοῦ διαλόγου της κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ μὲ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ἐκαθαρίσθη ἀποφασιστικῶς καὶ τελείως, ὁπότε καὶ ὁλοκληρώθηκε ὁ ἁγιασμός της. Ἀπαλλαγμένη πλέον ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, μὲ τὸ ὁποῖο βαρυνόταν καὶ αὐτὴ ὡς ἀπόγονος τῶν πρωτοπλάστων, ἔγινε τὸ «ἔμψυχον παλάτιον» τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τοῦ νέου Ἀδάμ, ἀπὸ τὴν Θεοτόκο, ἔχουμε ἐπανασυνδεθεῖ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ πήραμε νὰ βαδίζουμε τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν κατὰ χάριν θέωση, ἡ ὁποία εἶχε ἀποκλεισθεῖ μὲ τὴν παρακοή μας στὸν Παράδεισο.
Ἤδη ἀναπνέουμε τὸν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Ρωμ. η΄ 21). Ἡ Παναγία διακόνησε ταπεινὰ καὶ ὁλοπρόθυμα στὸ ἔργο τῆς ἀπολυτρώσεώς μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο. Διότι δάνεισε τὴ σάρκα της στὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ὁ ἐλευθερωτὴς καὶ λυτρωτής μας. Ἐγκαινιάζοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γιὰ μᾶς, τοὺς πρώην σκλάβους τῆς ἁμαρτίας, τὴ νέα ἐν Χριστῷ ζωή·ζωὴ ἀληθινῆς ἐλευθερίας.
Γι’ αὐτό, ἐνῶ ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ συμπίπτει μὲ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ εἶναι περίοδος πνευμα τικοῦ πένθους καὶ κατανύξεως γιὰ τοὺς Χριστιανούς, τὴν γιορτάζουμε πανηγυρικά. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ δὲν τελοῦμε τὴ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων ἀλλὰ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστό μου. Τὴν ἴδια ἡμέ ρα δια κόπτουμε μερικῶς τὴ νηστεία καταλύοντας ψάρι, ἀκόμη κι ἂν ἡ ἑορτὴ πέ σει μέσα στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα.
Χαρᾶς εὐαγγέλια λοιπὸν κατὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ ἑορτή. «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον» ψάλλουμε οἱ ὅπου γῆς Ὀρθόδοξοι ἀγαλλόμενοι.Οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι ὅμως ἔχουμε καὶ ἕναν πρόσθετο λόγο χαρᾶς καὶ πανηγυρισμοῦ. Διότι τὴν 25η Μαρτίου ἔγινε ἡ ἐπίσημη κήρυξη τῆς μεγάλης Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821· τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα τῶν σκλαβωμένων ραγιάδων ἀπὸ τὸν βαρὺ ζυγὸ τῶν Ἀγαρηνῶν. Τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ οἱ Ἕλληνες, ἀφοῦ ἐπικαλέσθηκαν τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, βροντοφώναξαν τὸ «ἐλευθερία ἢ θάνατος». Καὶ ρίχτηκαν στὸν ἄνισο ἀγώνα μέ σύνθημα, «πρῶτα ὑπὲρ πί στεως καὶ ὕστερα ὑπὲρ πατρίδος».
Τὰ κοινωνικὰ μεγέθη ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἦταν πολλά. Ὁ ἱστορικὸς Ἰωάννης Φιλήμων γράφει ὅτι τὴν ἐπανάσταση ἔκαμαν «οἱ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ... ὅλοι οἱ ἐκκλησιαστικῶς προϊστάμενοι, ὅλοι οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντες, ὅλοι οἱ ἐμπορικῶς διαπρέποντες, ὅλοι οἱ ἐν ξέναις ὑπηρεσίαις καὶ τόποις διατελοῦντες». Καὶ ἐπιλέγει: «Ἰδοὺ ὁ ἀείζωος καὶ ἀναλλοίω τος Ἑλληνισμός, θρησκευτικῶς τε καὶ ἐθνικῶς θεωρούμενος».
Μεταξὺ ὅμως αὐ τῶν ὁ κλῆρος – ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς – ἀλλὰ καὶ μοναχοὶ ἀποτελοῦν, σύμφωνα μὲ τὶς ἱστορικὲς πηγές, κοινωνικὸ μέγεθος τοῦ μεγάλου ἀγώνα ἰδιάζουσας σημασίας. Ἡ παρουσία τοῦ κλήρου καὶ τῶν μοναχῶν καὶ ἡ συμμετοχή τους σ’ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ἐθνεγερσίας ἦταν ἐνεργητική, εὐεργετικὴ καὶ πρωτοποριακὴ σὲ θυσίες ὑλικὲς καὶ αἵματος. Συνέβαλαν οὐσιαστικὰ τόσο κατὰ τὴν προπαρασκευή – προετοιμασία τοῦ λαοῦ, διατήρηση τῆς πίστεως, καλλιέργεια Ὀρθοδόξου ἤθους καὶ ὁμολογίας, συμμετοχὴ στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία – ὅσο καὶ κατὰ τὴν ἔναρξη καὶ συνέχιση τοῦ ἀγώνα. Καὶ ἡ προσφορὰ αὐτὴ ἦταν θυσιαστική.
Γι’ αὐτὸ ἡ προκήρυξη τῆς προσωρινῆς κυβερνήσεως μὲ ἡμερομη νία 18 Ἰουνίου 1822 ἔγραφε: «Ὁ ἅγιος Πατριάρχης μας καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἐπίσκοποι οἱ θανόντες μὲ τὸ μαρτύριον τῆς ἀγχόνης, θ’ ἀπευθύνουν εἰς τὴν Θείαν Τριάδα διαπύρους προσευχὰς διὰ νὰ εὐλογήσῃ τὰ ἔργα μας, καὶ νὰ εὐημερήσουν τὰ ὅπλα μας ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ ἁγίου Σταυροῦ».
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἐφετινὴ ἑορτὴ τῆς 25ης Μαρτίου ἀπέχει μόλις τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ τὸν ἐπίσημο ἑορτασμὸ τῆς ἐπετείου τῆς ἡρωικῆς ἐξόδου τοῦ Μεσολογγίου, ἀναφέρουμε ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὶς ἐπικὲς ἐκεῖνες μέρες. Πρόκειται γιὰ τὴ συμμετοχὴ στὸν ἀγώνα τοῦ Μεσολογγίτη ἱερέα Παπα- παναγιώτη, ποὺ θὰ ἦταν ἄ γνωστη, ἂν δὲν ἐπισκεπτόταν τὸ Μεσολόγγι ὁ βασιλιὰς Ὄθων. Ἐκεῖ ὁ Καπετὰν Μακρὴς τοῦ διηγήθηκε: «Ἄκου σε, Μεγαλειότατε! Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κλεισμοῦ στὸ Μεσολόγγι, ὁ παπᾶς αὐτὸς ἡ μόνη δουλειὰ ποὺ ἔκανε, ἤτανε καθὼς ἐπιάνετο τὸ τουφέκι, καὶ ἤτανε αὐτὸ καθημερινό, εἴτε μέρα ἤτανε εἴτε νύχτα, ἔτρεχε στὴν Ἐκκλησία, ἔπαιρνε τὸ δισκοπότηρο στὰ χέρια του καὶ ξεσκούφωτος μὲ τὸ φαναράκι του ἐπήγαινε ἀπὸ τάπια (προμαχώνα) σὲ τάπια καὶ μεταλάβαινε τοὺς ψυχομαχοῦντες καὶ τοὺς παρηγοροῦσε μὲ καλὰ λόγια καὶ ἐγκαρδίωνε τοὺς ἄλλους νὰ πολεμοῦν μὲ ὄρεξιν καὶ μὲ ψυχὴν διὰ νὰ ἔχουν τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. Σοῦ ὁρκίζομαι στὴν πίστιν μου, Μεγαλειότατε! ὅτι δὲν πέρασε ἡμέρα εἴτε νύχτα νὰ μὴν τὸν ἰδῶ εἰς τὴν τάπια μου ἐπάνω στὸ τουφέκι, καθὼς νὰ φέρνει γύρα ὅλες ταῖς τάπιες καὶ μέσα στὴ χώρα μας καὶ βόλι ἢ μπάλλα δὲν τὸν πείραξε· τότε δὲν εἶναι ἅγιος παπᾶς αὐτός;»
Οἱ τιτανομάχοι τοῦ ’21 ὁμολόγησαν ἐπανειλημμένα ὅτι πηγὴ καὶ ἐγγυητὴς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀγώνα τους ἦταν ὁ ἅγιος Θεός. Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τὴ συνόψισε ὁ κυβερνήτης Ἰωάννης Καποδίστριας τὸ 1829 ἀπευθυνόμενος «πρὸς τὴν Δ΄ Ἐθνικὴν τῶν Ἑλλήνων Συνέλευσιν», λέγοντας: «Ἂς δοξάσωμεν ὁλοψύχως τὸν Ὕψιστον Θεόν! Ἂς εὐλογήσωμεν τὸ Ἅγιον Αὐτοῦ ὄνομα... Ἡ εὐσπλαγχνία του διὰ θαυμάτων ἔσωσε τὴν Ἑλλάδα· ἂς εἴμεθα ἄρα ἐνδομύχως πεπεισμένοι, ὅτι δὲν ἐθαυματούργησε ματαίως».Αὐτὰ λέγουν πολλὰ τόσο στοὺς σημερινοὺς πολιτικούς μας ὅσο καὶ στὸ λαό μας. Ὁ Θεὸς «δὲν ἐθαυματούργησε ματαίως» τὸ 1821.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στις 15 Μαρτίου 2010 στο περιοδικό Ο ΣΩΤΗΡ, τεύχος 1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου