Ένα πολύ διδακτικό ιστορικό ντοκουμέντο είναι η επιστολή του Στρατηγού Μακρτυγιάννη προς τον Βασιλιά Όθωνα, με την οποία του ζητάει να κοπεί ο μισθός που του έδινε το κράτος για να δοθεί σε άλλους πιο φτωχούς αγωνιστές της Επανάστασης. Το τι συνέβη μετά την επιστολή του το περιγράφει ο ίδιος ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του.
Ἐπιστολὴ πρὸς Βασιλέα
(1834)
(Ἐκ τῆς ἐφημερίδος «Ἐθνική», ἀριθ. 22/ 23.12.1834)
Βασιλεῦ !
Ὡς ἕνας καὶ ἐγὼ ἀγωνιστὴς εἰς τὰ περασμένα δεινὰ τῆς πατρίδος μου, ἐγνώρισα εἰς πολλὰ μέρη ἀνδρείους στρατιωτικοὺς καὶ τιμίους πολίτας, ὁποὺ ἐθυσίαζον καὶ τὴν κατάστασίν τους καὶ τὴν ἰδίαν ζωήν τους μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν διὰ νὰ ἰδοῦν μίαν ἡμέραν τὴν πατρίδα τους ἐλευθέραν. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐσκοτώθηκαν εἰς τὸν πόλεμον∙ ἄλλοι ἔμειναν αἰχμάλωτοι καὶ ἄλλοι ἐπληγώθησαν, καὶ τώρα μετὰ τὴν ἐλευθέρωσιν τῆς πατρίδος τοὺς βλέπω νὰ περιπατοῦν εἰς τοὺς δρόμους γυμνοὶ καὶ ξυπόλυτοι∙ βλέπω χήρας καὶ ὀρφα νὰ νὰ ζητοῦν ἔλεος διὰ νὰ παρηγορήσουν τὴν πείναν τους, καὶ μὲ τὰ δάκρυα εἰς τὰ μάτια νὰ περιφέρωνται καὶ νὰ προξενοῦν ἐντροπὴν εἰς τὴν ἀχάριστον πατρίδα, διὰ τὴν ὁποίαν ἔχασαν τοὺς ἄνδρας των, ἔχασαν τοὺς γονεῖς των. Ἐκεῖνοι, ὁποὺ τοὺς γνωρίζουν καὶ ἠμποροῦν νὰ πληροφορήσουν τὴν Κυβέρνησιν, κρύπτουν τὴν ἀλήθειαν καὶ φροντίζουν μόνον νὰ δώσουν τὰς ἀνταμοιβὰς εἰς τοὺς δούλους καὶ κόλακάς των, εἰς ἀνθρώπους ἀναξίους, εἰς τοὺς ὁποίους ἡ πατρὶς δὲν γνωρίζει κανένα χρέος. Εἰς μὲν τοὺς καλοὺς καὶ δυστυχεῖς ἀγωνιστὰς λέγουν ὅτι ἡ πατρὶς εἶναι πτωχή, εἰς δὲ τοὺς κόλακάς των τὴν ἀποδεικνύουν πλουσίαν. Ἐὰν εἶναι πτωχή, καθὼς καὶ εἶναι βέβαια, ἔπρεπε νὰ εἶναι πτωχὴ εἰς ὅλους, καὶ ὄχι μόνον διὰ ἐκείνους, ὁποὺ ἐδοκίμασαν τόσους ἀγώνας, καὶ ἦλθαν εἰς ἐλεεινὴν κατάστασιν διὰ τὴν ἐλευθερίαν της.
Ἡ τοιαύτη ἀδικία κάμνει σήμερον πολλοὺς Ἕλληνας νὰ ἀγανακτοῦν ἐναντίον τῆς πατρίδος, καὶ νὰ βλέπουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡς ἐχθρὸν χειρότερον ἀπὸ τὸν Τοῦρκον. Ἐγὼ ὅμως, Ὑψηλὴ Ἀντιβασιλεία,δὲν εἶμαι ἄδικος, ἀλλὰ ὡς εὐαίσθητος εἰς τὴν δυστυχίαν τόσων ἀγωνιστῶν, παρακινοῦμαι νὰ φανερώσω τὴν ἀδικίαν πρὸς τὴν κυβέρνησίν μου, τὴν ὁποίαν μετὰ Θεὸν σέβομαι καὶ τιμῶ καὶ ἀγαπῶ, καθὼς χρεωστεῖ νὰ κάμνῃ κάθε ἄνθρωπος ἀφωσιωμένος εἰς τὴν πατρίδα του. Ἂν ἡ πατρίς μας εἶναι πτωχή, διατὶ ἡμεῖς μερικοὶ Ἕλληνες νὰ παίρνωμεν ἀπὸ χίλιες δραχμὲς καὶ κάτω τὸν μήνα, οἱ δὲ συνάδελφοί μας νὰ ψωμοζητοῦν καὶ νὰ περιπατοῦν γυμνοὶ καὶ ξυπόλυτοι; Διὰ τὴν τιμὴν καὶ ὑπόληψιν καὶ τῆς πατρίδος καὶ τοῦ Βασιλέως μου κρίνω δίκαιον νὰ κόψωμεν ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν μισθόν μας, διὰ νὰ δοθῇ καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς δυστυχεῖς. Ἐγώ, ὅταν ἐπληγώθην εἰς τοὺς Μύλους τοῦ Ναυπλίου,ἔλαβα δῶρον ἀπὸ τὴν πατρίδα μου, τὸ ὁποῖον εἶναι περίπου ἑκατὸν πενήντα δραχμὰς τὸν μήνα∙ τώρα
λαμβάνω πολὺ περισσότερον μηνιαῖον μισθόν, δηλ. σχεδὸν τριακοσίας ἑβδομήκοντα δραχμάς.
Ὅθεν ἐγὼ πρῶτος παρακαλῶ τὴν Ἀντιβασιλείαν νὰ διατάξῃ νὰ κοπῇ αὐτὸς ὁ μισθός μου ὅλος, ἕως ὅτου ἡ Κυβέρνησις νὰ λάβῃ καιρὸν νὰ εὐθετήσῃ τὰ πράγματα καὶ νὰ τὰ θεραπεύσῃ κατὰ τὸ καλύτερον, καὶ νὰ μὲ δοθοῦν πάλιν κατὰ μήνα αἱ ἑκατὸν πενήντα δρχ. ἐκεῖναι,καθὼς ἐξ ἀρχῆς μ' ἔκρινεν ἄξιον ἡ πατρίς μου∙ ὁ δὲ μισθός μου ἂς δοθῆ εἰς ἄλλους δυστυχεῖς συναγωνιστάς μου, τῶν ὁποίων ἡ γύμνωσις καὶ ἀπελπισία, μὰ τὴν πατρίδα μου καὶ μὰ τὸν Βασιλέα μου, δὲν μ'ἀφήνει νὰ κοιμηθῶ ἡσύχως ὅλην τὴν νύκτα. Ἂν δὲν εἶχα τόσην φαμιλίαν, ἂν δὲν ἤμουν ἀσθενὴς τὸν περισσότερον καιρόν, καὶ ἂν δὲν εἶχα ἱκανὰ χρέη, δὲν ἤθελα νὰ δώσω καὶ αὐτὸ τὸ ὀλίγον βάρος εἰς τὴν πατρίδα μου. Δὲν εἶναι ἀμφιβολία, ὅτι ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἔχουν καλὰ αἰσθήματα καὶ μεγάλην ἀγάπην εἰς τὸν Βασιλέα μας∙ ἐπιθυμῶ ὅμως νὰ μὴ ὑπάρχῃ κανένας,
ὁποὺ νὰ νομίζῃ, ὅτι ἔχει δίκαια παράπονα εἰς τὴν ἀθωότητά του καὶ εἰς τὴν καλωσύνην του∙ ἐπιθυμῶ νὰ
εἶναι ὅλοι εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὴν πατρίδα, καὶ νὰ μὴ εἶναι εἰς ἄλλους πτωχὴ ἡ πατρὶς καὶ εἰς ἄλλους πλουσία∙ ἀλλὰ νὰ ἀνταμείψη ὅλους ἐκείνους, ὁποὺ ἔπαθαν διὰ τὴν ἐλευθερίαν της. Παρακαλῶ μὲ τὸ ἀνῆκον σέβας τὴν Ἀντιβασιλείαν, ἀφοῦ διατάξῃ ἀπὸ τὸ παρὸν τὴν παῦσιν τοῦ μισθοῦ μου, νὰ διατάξῃ νὰ μὲ δίδεται τὸ παλαιὸν τῆς πατρίδος σιτηρέσιον.
Ἐν Ἀθήναις τῇ 15 Δεκεμβρίου 1834
Ἰωάννης Μακρυγιάννης
Ἀκολουθεῖ ἡ ἐκ τῶν ὑστέρων ὑπὸ τοῦ ἰδίου Στρατηγοῦ
καταγραφὴ τῆς ἀνωτέρω πράξεως εἰς τὰ Ἀπομνημονεύματά του:
Οἱ πεινασμένοι ἀγωνιστὲς. Σχέδιο Μακρυγιάννη
Ὅταν ἦρθε ἡ Κυβέρνηση ἐδῶ {σημ. ἐννοεῖ τὴν Ἀθήνα},ἦρθαν καὶ πολλοὶ ἀγωνισταὶ πεθαμένοι τῆς πείνας καὶ κατεξοχὴ ἀξιωματικοί. Εἶδαν ὁποὺ ἔφκιασα αὐτὸ τὸ σπίτι,ἔλπιζαν ὅτι μὄδωσε κανένας πλούτη, ἄρχισαν καὶ μοῦ γύρευαν ἄλλος εἴκοσι τάλαρα, ἄλλος δέκα κι᾿ ἄλλος ἀπάνου κι᾿ ἄλλος κάτου. Τέλος πάντων κι᾿ ἐγὼ καταχρεωνόμουν καὶ τοὺς ἀνθρώπους δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς εὐκαριστήσω σὲ ὅλη τὴν αἴτησὶν τους∙ τοὺς ἔδινα ὅ,τι μποροῦσα κι᾿ ἀντὶς νὰ τοὺς ἔχω φίλους, τοὺς ἔπιανα ὀχτρούς. Εἶχα κι᾿ ἕνα μήνα ὁποὺ ἄρχισα νὰ παίρνω μιστὸν τοῦ βαθμοῦ μου, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι∙ ἔπαιρνα τρακόσες ἑξήντα δραχμές. Εἶδα αὐτό, καὶ πέθαιναν καὶ οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰ παλιοκλήσια, ὁπλαρχηγοὶ κι᾿ ἄλλοι, κι᾿ ἀπὸ τὴν πείνα κι᾿ ἀπὸ τὸ κρύον, τότε στοχάστηκα: Οἱ ἀγωνισταὶ νὰ πεθαίνουν τῆς πείνας, κι᾿ ἐμεῖς νὰ πλερωνόμαστε ὀλίγοι ἄνθρωποι; Ἐμεῖς οἱ ὀλίγοι φέραμεν τὴν λευτεριά; Νὰ κόψωμεν κι᾿ ἐμεῖς τὸν μιστόν μας, εἴτε νὰ πάρουν καὶ οἱ ἀδελφοί μας συναγωνισταί! Εἰδὲ ξίκι νὰ γένη καὶ σ' ἐμᾶς!
Τότε φκιάνω μίαν ἀναφορὰ καὶ λέγω∙
«Ἐπειδήτις ὅσοι ἀγωνίστηκαν πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν ταλαιπωρίαν, καθὼς καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων καὶ παιδιά τους, τὸν μιστὸν ὁποὺ μοῦ δίνετε διατάξετε νὰ μοῦ κοπῆ ὅλος καὶ νὰ τὸν δίνετε εἰς τοὺς ἀγωνιστὰς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ τῶν σκοτωμένων. Κι᾿ ἐγώ, ἐπειδήτις καὶ χρωστῶ ξένα χρήματα κι᾿ ἔχω καὶ φαμελιὰ μεγάλη, διατάξετε νὰ μοῦ δοθῆ τὸ μικρὸν δῶρον ὁποὺ ἀποφάσισαν ὅλες οἱ Κυβέρνησες ὅταν πληγώθηκα εἰς τοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοῦ,ὁποὺ εἶναι ὥς ἑκατὸν ἑξήντα πέντε δραχμές, νὰ ζήσω κι᾿ ἐγὼ μὲ τὴν φαμελιά μου ὅσο ἡ Κυβέρνηση νὰ δικιώση ὅλους τους ἀγωνιστάς, καὶ μεράστε τοὺς τὸν μιστόν μου τῶν δυστυχισμένων ἀγωνιστῶν». Ἔδωσα τὴν ἀναφορά μου εἰς τὴν Ἀντιβασιλεία καὶ τὄβαλα καὶ εἰς τὸν τύπον νὰ παρακινηθοῦν κι᾿ ἄλλοι.
Τὸ ἀποτέλεσμα ποῖον ἦτο;
Μᾶς τὸ λέει εἰς τὴν συνέχειαν ὁ Στρατηγός:
Ὁ Μακρυγιάννης ἀνακρίνεται γιὰ τὸ σχέδιό του
Τότε πάγει ὁ Κωλέτης καὶ λέγει τῆς Ἀντιβασιλείας∙«Αὐτὸς ὁποὔκαμεν αὐτὸ μαζώνει ὅλους τοὺς ἀδικημένους καὶ θὰ κάμη ἀπανάστασίν» — κὶ ἄν μοὖρθε παρόμοια ἰδέα,νἄχω τὴν κατάρα τῆς πατρίδος! Καὶ δίνει γνώμη νὰ μὲ πιάσουν νὰ μὲ στείλουν εἰς τὸ Παλαμήδι νὰ μὲ φυλακώσουνε. Ἔρχεται ὁ διοικητὴς ὁ Ἀξιώτης, ὁ φρούραρχος, ὁ γκενερὰλ Πίζας μ' ἀνακρένουν πῶς τὄκαμα αὐτὸ καὶ ποιὸς μὲδιάταξε. Τοὺς λέγω κι᾿ ἐγώ∙ «Τὸ κεφάλι μου μὲ διάταξε,ὅταν ἦταν τὰ μεσάνυχτα, ὁπού ἠταν πολλὰ ἥσυχα, καὶ τὄκαμα. Ἐκλείστηκα ἐδῶ εἰς τὸ κάστρο μ' ἑκατὸν εἴκοσι ὀχτὼ ἀνθρώπους καὶ γλίτωσαν σαράντα μόνον κι᾿ αὐτῆνοι καταπληγωμένοι. Ἦρθα εἰς τὸν Φαληρέα μὲ περίτου ἀπὸ ὀχτακόσους καὶ σκοτώθηκαν οἱ μισοί. Ἐκεῖ ὁποὺ δυστυχοῦν
οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ ἐκεινῶν ἂς δυστυχήσουνε καὶ τὰ δικά μου!»
Σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὸν ἀγαθὸν Βασιλέα καὶ τὸν βάσταξα ἀπάνου ἀπὸ μίαν ὥρα. Τοῦ ξηήθηκα πῶς 50 σηκώσαμεν ντουφέκι τῶν Τούρκων καὶ πόσο μας ὠφέλησαν καὶ πόσο μᾶς ζημίωσαν οἱ δικοί μας πολιτικοὶ καὶ νὰ ἰδῆ τὴν κατάστασιν τοῦ κράτους του, ἂν θέλη μίαν ἡμέρα νὰ βασιλέψη. «Κι᾿ ἐγὼ λυποῦμαι τοὺς δυστυχεῖς καὶ διὰ τὴν ἡσυχίαν τοῦ κράτους σου, ὁπου εἶναι ἡ πατρίδα μου, ἔκοψα τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὰ παιδιά μου νὰ τὸ δώσω τῶν φτωχῶν ἀγωνιστῶν».
Τότε πῆρε τὴν εὐκαρίστησιν καὶ μοῦ εἶπε νὰ πάγω νὰ τὰ εἰπῶ καὶ τῆς Ἀντιβασιλείας αὐτά. Καὶ πῆγα καὶ τὰ εἶπα. Καὶ διάταξαν κι᾿ ἔγινε μιὰ ξεκονόμηση εἰς τοὺς ἀγωνιστὰς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ τῶν σκοτωμένων. Μοῦ εἶπαν νὰ τὰ πάρω νὰ τὰ μεράσω ἐγώ, δὲν θέλησα∙ εἶπα νὰ τὰ μεράση ὁ Δεσπότης καὶ οἱ παπάδες. Κὶ᾿ ἔτζι ἔγινε. Κι᾿ ὁ Βασιλέας σηκώθη τὴν αὐγὴ καὶ πῆγε εἰς τὸ συβούλιον τῆς Ἀντιβασιλείας, ὁποὺ δὲν ματάειχε πάγει. Καὶ μὲ γλίτωσε ὁ Βασιλέας ἀπό τοὺς ἀπατεῶνες, ὁποῦ θὰ μ' ἔχαναν ἀδίκως διὰ νὰ θέλω νὰ κάμω καλό.
Τέτοιοι ἀνθρωποφάγοι εἴμαστε ἐμεῖς, καὶ διὰ κεῖνο ἤμαστε σκλάβοι τόσους αἰῶνες εἰς τοὺς Τούρκους— κι᾿ ἐμεῖς παιδιὰ αὐτηνῶν εἴμαστε καὶ τὴν ἀρετὴ τοὺς ἔχομεν. Ἐμεῖς νὰ ζοῦμεν καλὰ καὶ οἱ ἄλλοι ἄς χαθοῦνε —κι᾿ ὅποιος τοὺς βοηθήση νὰ τὸν χάσουμεν κι᾿ ἐκεῖνον!
(1834)
(Ἐκ τῆς ἐφημερίδος «Ἐθνική», ἀριθ. 22/ 23.12.1834)
Βασιλεῦ !
Ὡς ἕνας καὶ ἐγὼ ἀγωνιστὴς εἰς τὰ περασμένα δεινὰ τῆς πατρίδος μου, ἐγνώρισα εἰς πολλὰ μέρη ἀνδρείους στρατιωτικοὺς καὶ τιμίους πολίτας, ὁποὺ ἐθυσίαζον καὶ τὴν κατάστασίν τους καὶ τὴν ἰδίαν ζωήν τους μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν διὰ νὰ ἰδοῦν μίαν ἡμέραν τὴν πατρίδα τους ἐλευθέραν. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐσκοτώθηκαν εἰς τὸν πόλεμον∙ ἄλλοι ἔμειναν αἰχμάλωτοι καὶ ἄλλοι ἐπληγώθησαν, καὶ τώρα μετὰ τὴν ἐλευθέρωσιν τῆς πατρίδος τοὺς βλέπω νὰ περιπατοῦν εἰς τοὺς δρόμους γυμνοὶ καὶ ξυπόλυτοι∙ βλέπω χήρας καὶ ὀρφα νὰ νὰ ζητοῦν ἔλεος διὰ νὰ παρηγορήσουν τὴν πείναν τους, καὶ μὲ τὰ δάκρυα εἰς τὰ μάτια νὰ περιφέρωνται καὶ νὰ προξενοῦν ἐντροπὴν εἰς τὴν ἀχάριστον πατρίδα, διὰ τὴν ὁποίαν ἔχασαν τοὺς ἄνδρας των, ἔχασαν τοὺς γονεῖς των. Ἐκεῖνοι, ὁποὺ τοὺς γνωρίζουν καὶ ἠμποροῦν νὰ πληροφορήσουν τὴν Κυβέρνησιν, κρύπτουν τὴν ἀλήθειαν καὶ φροντίζουν μόνον νὰ δώσουν τὰς ἀνταμοιβὰς εἰς τοὺς δούλους καὶ κόλακάς των, εἰς ἀνθρώπους ἀναξίους, εἰς τοὺς ὁποίους ἡ πατρὶς δὲν γνωρίζει κανένα χρέος. Εἰς μὲν τοὺς καλοὺς καὶ δυστυχεῖς ἀγωνιστὰς λέγουν ὅτι ἡ πατρὶς εἶναι πτωχή, εἰς δὲ τοὺς κόλακάς των τὴν ἀποδεικνύουν πλουσίαν. Ἐὰν εἶναι πτωχή, καθὼς καὶ εἶναι βέβαια, ἔπρεπε νὰ εἶναι πτωχὴ εἰς ὅλους, καὶ ὄχι μόνον διὰ ἐκείνους, ὁποὺ ἐδοκίμασαν τόσους ἀγώνας, καὶ ἦλθαν εἰς ἐλεεινὴν κατάστασιν διὰ τὴν ἐλευθερίαν της.
Ἡ τοιαύτη ἀδικία κάμνει σήμερον πολλοὺς Ἕλληνας νὰ ἀγανακτοῦν ἐναντίον τῆς πατρίδος, καὶ νὰ βλέπουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡς ἐχθρὸν χειρότερον ἀπὸ τὸν Τοῦρκον. Ἐγὼ ὅμως, Ὑψηλὴ Ἀντιβασιλεία,δὲν εἶμαι ἄδικος, ἀλλὰ ὡς εὐαίσθητος εἰς τὴν δυστυχίαν τόσων ἀγωνιστῶν, παρακινοῦμαι νὰ φανερώσω τὴν ἀδικίαν πρὸς τὴν κυβέρνησίν μου, τὴν ὁποίαν μετὰ Θεὸν σέβομαι καὶ τιμῶ καὶ ἀγαπῶ, καθὼς χρεωστεῖ νὰ κάμνῃ κάθε ἄνθρωπος ἀφωσιωμένος εἰς τὴν πατρίδα του. Ἂν ἡ πατρίς μας εἶναι πτωχή, διατὶ ἡμεῖς μερικοὶ Ἕλληνες νὰ παίρνωμεν ἀπὸ χίλιες δραχμὲς καὶ κάτω τὸν μήνα, οἱ δὲ συνάδελφοί μας νὰ ψωμοζητοῦν καὶ νὰ περιπατοῦν γυμνοὶ καὶ ξυπόλυτοι; Διὰ τὴν τιμὴν καὶ ὑπόληψιν καὶ τῆς πατρίδος καὶ τοῦ Βασιλέως μου κρίνω δίκαιον νὰ κόψωμεν ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν μισθόν μας, διὰ νὰ δοθῇ καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς δυστυχεῖς. Ἐγώ, ὅταν ἐπληγώθην εἰς τοὺς Μύλους τοῦ Ναυπλίου,ἔλαβα δῶρον ἀπὸ τὴν πατρίδα μου, τὸ ὁποῖον εἶναι περίπου ἑκατὸν πενήντα δραχμὰς τὸν μήνα∙ τώρα
λαμβάνω πολὺ περισσότερον μηνιαῖον μισθόν, δηλ. σχεδὸν τριακοσίας ἑβδομήκοντα δραχμάς.
Ὅθεν ἐγὼ πρῶτος παρακαλῶ τὴν Ἀντιβασιλείαν νὰ διατάξῃ νὰ κοπῇ αὐτὸς ὁ μισθός μου ὅλος, ἕως ὅτου ἡ Κυβέρνησις νὰ λάβῃ καιρὸν νὰ εὐθετήσῃ τὰ πράγματα καὶ νὰ τὰ θεραπεύσῃ κατὰ τὸ καλύτερον, καὶ νὰ μὲ δοθοῦν πάλιν κατὰ μήνα αἱ ἑκατὸν πενήντα δρχ. ἐκεῖναι,καθὼς ἐξ ἀρχῆς μ' ἔκρινεν ἄξιον ἡ πατρίς μου∙ ὁ δὲ μισθός μου ἂς δοθῆ εἰς ἄλλους δυστυχεῖς συναγωνιστάς μου, τῶν ὁποίων ἡ γύμνωσις καὶ ἀπελπισία, μὰ τὴν πατρίδα μου καὶ μὰ τὸν Βασιλέα μου, δὲν μ'ἀφήνει νὰ κοιμηθῶ ἡσύχως ὅλην τὴν νύκτα. Ἂν δὲν εἶχα τόσην φαμιλίαν, ἂν δὲν ἤμουν ἀσθενὴς τὸν περισσότερον καιρόν, καὶ ἂν δὲν εἶχα ἱκανὰ χρέη, δὲν ἤθελα νὰ δώσω καὶ αὐτὸ τὸ ὀλίγον βάρος εἰς τὴν πατρίδα μου. Δὲν εἶναι ἀμφιβολία, ὅτι ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἔχουν καλὰ αἰσθήματα καὶ μεγάλην ἀγάπην εἰς τὸν Βασιλέα μας∙ ἐπιθυμῶ ὅμως νὰ μὴ ὑπάρχῃ κανένας,
ὁποὺ νὰ νομίζῃ, ὅτι ἔχει δίκαια παράπονα εἰς τὴν ἀθωότητά του καὶ εἰς τὴν καλωσύνην του∙ ἐπιθυμῶ νὰ
εἶναι ὅλοι εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὴν πατρίδα, καὶ νὰ μὴ εἶναι εἰς ἄλλους πτωχὴ ἡ πατρὶς καὶ εἰς ἄλλους πλουσία∙ ἀλλὰ νὰ ἀνταμείψη ὅλους ἐκείνους, ὁποὺ ἔπαθαν διὰ τὴν ἐλευθερίαν της. Παρακαλῶ μὲ τὸ ἀνῆκον σέβας τὴν Ἀντιβασιλείαν, ἀφοῦ διατάξῃ ἀπὸ τὸ παρὸν τὴν παῦσιν τοῦ μισθοῦ μου, νὰ διατάξῃ νὰ μὲ δίδεται τὸ παλαιὸν τῆς πατρίδος σιτηρέσιον.
Ἐν Ἀθήναις τῇ 15 Δεκεμβρίου 1834
Ἰωάννης Μακρυγιάννης
Ἀκολουθεῖ ἡ ἐκ τῶν ὑστέρων ὑπὸ τοῦ ἰδίου Στρατηγοῦ
καταγραφὴ τῆς ἀνωτέρω πράξεως εἰς τὰ Ἀπομνημονεύματά του:
Οἱ πεινασμένοι ἀγωνιστὲς. Σχέδιο Μακρυγιάννη
Ὅταν ἦρθε ἡ Κυβέρνηση ἐδῶ {σημ. ἐννοεῖ τὴν Ἀθήνα},ἦρθαν καὶ πολλοὶ ἀγωνισταὶ πεθαμένοι τῆς πείνας καὶ κατεξοχὴ ἀξιωματικοί. Εἶδαν ὁποὺ ἔφκιασα αὐτὸ τὸ σπίτι,ἔλπιζαν ὅτι μὄδωσε κανένας πλούτη, ἄρχισαν καὶ μοῦ γύρευαν ἄλλος εἴκοσι τάλαρα, ἄλλος δέκα κι᾿ ἄλλος ἀπάνου κι᾿ ἄλλος κάτου. Τέλος πάντων κι᾿ ἐγὼ καταχρεωνόμουν καὶ τοὺς ἀνθρώπους δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς εὐκαριστήσω σὲ ὅλη τὴν αἴτησὶν τους∙ τοὺς ἔδινα ὅ,τι μποροῦσα κι᾿ ἀντὶς νὰ τοὺς ἔχω φίλους, τοὺς ἔπιανα ὀχτρούς. Εἶχα κι᾿ ἕνα μήνα ὁποὺ ἄρχισα νὰ παίρνω μιστὸν τοῦ βαθμοῦ μου, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι∙ ἔπαιρνα τρακόσες ἑξήντα δραχμές. Εἶδα αὐτό, καὶ πέθαιναν καὶ οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰ παλιοκλήσια, ὁπλαρχηγοὶ κι᾿ ἄλλοι, κι᾿ ἀπὸ τὴν πείνα κι᾿ ἀπὸ τὸ κρύον, τότε στοχάστηκα: Οἱ ἀγωνισταὶ νὰ πεθαίνουν τῆς πείνας, κι᾿ ἐμεῖς νὰ πλερωνόμαστε ὀλίγοι ἄνθρωποι; Ἐμεῖς οἱ ὀλίγοι φέραμεν τὴν λευτεριά; Νὰ κόψωμεν κι᾿ ἐμεῖς τὸν μιστόν μας, εἴτε νὰ πάρουν καὶ οἱ ἀδελφοί μας συναγωνισταί! Εἰδὲ ξίκι νὰ γένη καὶ σ' ἐμᾶς!
Τότε φκιάνω μίαν ἀναφορὰ καὶ λέγω∙
«Ἐπειδήτις ὅσοι ἀγωνίστηκαν πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν ταλαιπωρίαν, καθὼς καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων καὶ παιδιά τους, τὸν μιστὸν ὁποὺ μοῦ δίνετε διατάξετε νὰ μοῦ κοπῆ ὅλος καὶ νὰ τὸν δίνετε εἰς τοὺς ἀγωνιστὰς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ τῶν σκοτωμένων. Κι᾿ ἐγώ, ἐπειδήτις καὶ χρωστῶ ξένα χρήματα κι᾿ ἔχω καὶ φαμελιὰ μεγάλη, διατάξετε νὰ μοῦ δοθῆ τὸ μικρὸν δῶρον ὁποὺ ἀποφάσισαν ὅλες οἱ Κυβέρνησες ὅταν πληγώθηκα εἰς τοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοῦ,ὁποὺ εἶναι ὥς ἑκατὸν ἑξήντα πέντε δραχμές, νὰ ζήσω κι᾿ ἐγὼ μὲ τὴν φαμελιά μου ὅσο ἡ Κυβέρνηση νὰ δικιώση ὅλους τους ἀγωνιστάς, καὶ μεράστε τοὺς τὸν μιστόν μου τῶν δυστυχισμένων ἀγωνιστῶν». Ἔδωσα τὴν ἀναφορά μου εἰς τὴν Ἀντιβασιλεία καὶ τὄβαλα καὶ εἰς τὸν τύπον νὰ παρακινηθοῦν κι᾿ ἄλλοι.
Τὸ ἀποτέλεσμα ποῖον ἦτο;
Μᾶς τὸ λέει εἰς τὴν συνέχειαν ὁ Στρατηγός:
Ὁ Μακρυγιάννης ἀνακρίνεται γιὰ τὸ σχέδιό του
Τότε πάγει ὁ Κωλέτης καὶ λέγει τῆς Ἀντιβασιλείας∙«Αὐτὸς ὁποὔκαμεν αὐτὸ μαζώνει ὅλους τοὺς ἀδικημένους καὶ θὰ κάμη ἀπανάστασίν» — κὶ ἄν μοὖρθε παρόμοια ἰδέα,νἄχω τὴν κατάρα τῆς πατρίδος! Καὶ δίνει γνώμη νὰ μὲ πιάσουν νὰ μὲ στείλουν εἰς τὸ Παλαμήδι νὰ μὲ φυλακώσουνε. Ἔρχεται ὁ διοικητὴς ὁ Ἀξιώτης, ὁ φρούραρχος, ὁ γκενερὰλ Πίζας μ' ἀνακρένουν πῶς τὄκαμα αὐτὸ καὶ ποιὸς μὲδιάταξε. Τοὺς λέγω κι᾿ ἐγώ∙ «Τὸ κεφάλι μου μὲ διάταξε,ὅταν ἦταν τὰ μεσάνυχτα, ὁπού ἠταν πολλὰ ἥσυχα, καὶ τὄκαμα. Ἐκλείστηκα ἐδῶ εἰς τὸ κάστρο μ' ἑκατὸν εἴκοσι ὀχτὼ ἀνθρώπους καὶ γλίτωσαν σαράντα μόνον κι᾿ αὐτῆνοι καταπληγωμένοι. Ἦρθα εἰς τὸν Φαληρέα μὲ περίτου ἀπὸ ὀχτακόσους καὶ σκοτώθηκαν οἱ μισοί. Ἐκεῖ ὁποὺ δυστυχοῦν
οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ ἐκεινῶν ἂς δυστυχήσουνε καὶ τὰ δικά μου!»
Σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὸν ἀγαθὸν Βασιλέα καὶ τὸν βάσταξα ἀπάνου ἀπὸ μίαν ὥρα. Τοῦ ξηήθηκα πῶς 50 σηκώσαμεν ντουφέκι τῶν Τούρκων καὶ πόσο μας ὠφέλησαν καὶ πόσο μᾶς ζημίωσαν οἱ δικοί μας πολιτικοὶ καὶ νὰ ἰδῆ τὴν κατάστασιν τοῦ κράτους του, ἂν θέλη μίαν ἡμέρα νὰ βασιλέψη. «Κι᾿ ἐγὼ λυποῦμαι τοὺς δυστυχεῖς καὶ διὰ τὴν ἡσυχίαν τοῦ κράτους σου, ὁπου εἶναι ἡ πατρίδα μου, ἔκοψα τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὰ παιδιά μου νὰ τὸ δώσω τῶν φτωχῶν ἀγωνιστῶν».
Τότε πῆρε τὴν εὐκαρίστησιν καὶ μοῦ εἶπε νὰ πάγω νὰ τὰ εἰπῶ καὶ τῆς Ἀντιβασιλείας αὐτά. Καὶ πῆγα καὶ τὰ εἶπα. Καὶ διάταξαν κι᾿ ἔγινε μιὰ ξεκονόμηση εἰς τοὺς ἀγωνιστὰς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ τῶν σκοτωμένων. Μοῦ εἶπαν νὰ τὰ πάρω νὰ τὰ μεράσω ἐγώ, δὲν θέλησα∙ εἶπα νὰ τὰ μεράση ὁ Δεσπότης καὶ οἱ παπάδες. Κὶ᾿ ἔτζι ἔγινε. Κι᾿ ὁ Βασιλέας σηκώθη τὴν αὐγὴ καὶ πῆγε εἰς τὸ συβούλιον τῆς Ἀντιβασιλείας, ὁποὺ δὲν ματάειχε πάγει. Καὶ μὲ γλίτωσε ὁ Βασιλέας ἀπό τοὺς ἀπατεῶνες, ὁποῦ θὰ μ' ἔχαναν ἀδίκως διὰ νὰ θέλω νὰ κάμω καλό.
Τέτοιοι ἀνθρωποφάγοι εἴμαστε ἐμεῖς, καὶ διὰ κεῖνο ἤμαστε σκλάβοι τόσους αἰῶνες εἰς τοὺς Τούρκους— κι᾿ ἐμεῖς παιδιὰ αὐτηνῶν εἴμαστε καὶ τὴν ἀρετὴ τοὺς ἔχομεν. Ἐμεῖς νὰ ζοῦμεν καλὰ καὶ οἱ ἄλλοι ἄς χαθοῦνε —κι᾿ ὅποιος τοὺς βοηθήση νὰ τὸν χάσουμεν κι᾿ ἐκεῖνον!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου