Του Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτη
Στα χίλια πεντακόσια εξήντα περίπου, -όταν σουλτάνος ήταν ό Σουλεϊμάν ό λεγόμενος μεγαλοπρεπής, ένα καράβι τούρκικο έπλεε στα μέρη της Κασσάνδρας, κατευθυνόμενο προς τη θαλάσσια περιοχή της Χαλκίδας. Μεταξύ του τούρκικου πληρώματος ήταν και ένας χριστιανός ναύτης σε περασμένη ηλικία πού κατείχε τη θέση του λοστρόμου μέσα στο καράβι, τον έλεγαν Δημητρό και καταγόταν από τα Μπουγάζια.
Το καράβι είχε πλώρη προς τη Σκιάθο με φουσκωμένα τα πανιά του από το σορόκο που φύσαγε. Ρόδιζε ή αυγή και ή σοροκάδα άρχισε να πέφτει, οπότε ό λοστρόμος Δημητρός έδωσε παράγγελμα να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα για να ρυμουλκήσουν το καράβι. Ξαφνικά, βλέπει ό γερο-Δημητρός να επιπλέει πάνω στα κύματα ένα μεγάλο εικόνισμα στο πλάι του καραβιού ευλαβής χριστιανός λοστρόμος δεν χάνει ώρα. Αμέσως μπαίνει σε μια φελούκα (μικρή βάρκα), σηκώνει από τη θάλασσα την Ιερή Εικόνα, 95 εκατοστά υψος και 65 πλάτος, γονατιστός κάνει το σταυρό του, προσκυνάει και ασπάζε¬ται με ευλάβεια τη Μητέρα του Θεού, την Παναγία. Ανεβάζει την Εικόνα στο καράβι καί, σαν δουλευτής στον καπετάνιο Μεχμέτ, την παραδίνει σ' αυτόν κι ό άσεβης την άφήνει ανάποδα στην κάμαρη, στη πρύμνη Από τη στιγμή που ανεβάστηκε ή ιερή Εικόνα στο καράβι, σηκώθηκε ένας δυνατός αέρας γρέγος και τραμουντάνα. Τριζοβολούνε τ' άλμπουρα, τα πανιά κολπώνονται, το καράβι σχίζει με ταχύτητα τα πέλαγα, ή πλώρη σηκώνει αφρούς και ή πρύμνη αφήνει άσπρες λωρίδες. Οί γλάροι φτεροκοπούν και διαγράφουν «αίνους στο γαλάζιο τον ουρανού», τα δελφίνια παίζουν στα κύματα και οι ναύτες, χωρίς να ξέρουν το γιατί, αφήνουν ευφρόσυ-νους αμανέδες ν' ακουσθούν μέσα στα πέλαγα. Ή Θεοτόκος Μαρία, με αόρατη αγγελική συνοδεία και υμνωδία, συνεκάλεσε την άλογη και έλλογη κτίση σε δοξολογία του Τριαδικού Θεού, με τον τρόπο του κάθε κτίσμα, κατά αναλογία με τη γνώση ή την άγνοια του, ό λοστρόμος με τον ευσεβή ψαλμό στο στόμα και οι ", δυστυχείς ασεβείς ναύτες με ο,τι θεωρούσαν ότι ευχαριστεί το Θεό τους. Το Ιστιοφόρο έπλεε στον προορισμό του με τους ανύποπτους ναύτες για το ποιο ήταν το θέλημα της Παναγίας. Παρέκαμψε τις νήσους Σποράδες, πέρασε στον Ευβοϊκό κόλπο και έβαλε πλώρη για την Χαλκίδα. Όμως, μόλις βρέθηκε το καράβι κάτω από την τοποθεσία που είναι τώρα ή Λίμνη, ή θάλασσα τελείως αφύσικα γαλήνεψε απότομα κι έπεσε σε τέλεια άπνοια. Το ιστιοφόρο ακινητοποιήθηκε. Όποτε ό Τούρκος καπετάνιος δίνει εντολή να ρίχτουν πάλι οι βάρκες για να ρυμουλκήσουν το καράβι. Και όταν έφθασε υστέρα από ώρες κάτω από το αγριωπό βουνό της Ευβοίας Καντήλι, που οι απότομοι βράχοι του κατεβαίνουν από την πλευρά αυτή μέχρι βαθιά στη θάλασσα, ξέσπασε ξαφνική καταιγίδα, τελείως και αυτή αφύσικη. Σηκώνονται απειλητικά κύματα και κόντρα άνε¬μος, που σπρώχνουν το σκάφος με κατεβασμένα πανιά κάτω από τη Λίμνη, ενώ ό καπετάνιος και οι ναύτες έχουν περιέλθει σε απόγνωση. Και εδώ «βουλή Θεού ετελείτο», όπως λέγει ό υμνητής των θαλασσίων περιπετειών Όμηρος. Πράγματι, ενώ το ιστιοφόρο βρισκόταν κάτω από τη Λίμνη, ή τρικυμία σταματάει και ή θάλασσα γαληνεύει, παρά τους φυσικούς νόμους. 'Αλλά τη θέληση της Θεοτόκου, πού εκδηλωνόταν με τα φυσικά στοιχεία, για να βγάλουν την ιερή Εικόνα Της εκεί, δεν την κατάλαβαν ακόμα. Γι' αυτό νέα απόπειρα να κατευθυνθεί το καράβι στον αρχικό προορισμό του πάλι απέτυχε. Γιατί στο ίδιο σημείο, στο Καντήλι, νέα καταιγίδα ξεσπάει πιο απειλητική από την προηγούμενη και μη θέλοντας το καράβι παρασύρεται πάλι στη Λίμνη. Ό ευλαβέστατος γέρο-Δημητρός, ό λοστρόμος, επί τέλους φωτίστηκε. Κατάλαβε τη γλώσσα με την οποία μιλούσε ή Θεοτόκος. Παρουσιάζεται λοιπόν στον Τούρκο καπετάνιο και του εκθέτει την πεποίθηση του, ότι δεν θα απαλλαγούν από τους κινδύνους, αν δεν αφήσουν την Εικόνα εκεί. Όποτε ό ασεβής Μεχμέτ συγκατατίθεται και ειδοποιούν το χωριό, πού ήταν τότε λίγα χιλιόμετρα από την παραλία στα Καστριά. Κατέβηκαν για να παραλάβουν την ιερή Εικόνα ιερείς πλαισιούμενοι από πολύ λαό, με εξαπτέρυγα, Σταυρούς και λαμπάδες, οι προύχοντες του χωριού και γέροντες ευλαβείς, στους οποίους ο ευσεβής λοστρόμος Δημητρός παρέδωσε την Εικόνα της αχράντου και αειπαρθένου Θεοτόκου, σαν ατίμητο θησαυρό για το χωριό τους ,πού τη δέχτηκαν με περισσή χαρά και κατάνυξη. Και για να φανεί τρανότερα το θαύμα της Παναγίας, μόλις αποτέθηκε στη στεριά ή θεία Εικόνα, ή θάλασσα αμέσως ηρέμησε και ακολούθησε ένα φρέσκο μαϊστράλι, πού πήρε κατάπρυμνα το ιστιοφόρο με κολπωμένα τα πανιά του κατ ευθείαν για τον προορισμό του. Και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και οι σκοτισμένοι Μωα-μεθανοί εδόξασαν τι Δέσποινα του κόσμου και Κυρία Θεοτόκο για τα θαυμάσια Της. Κι ενώ το καράβι έσχιζε με ούριον άνεμο τη θάλασσα, οι άρχοντες του χωριού συνόδευαν την Ιερή Εικόνα της Θεομήτορος φερόμενη από ιερείς, προπορευόμενων των εξαπτερύγων, των λαβάρων, των φανών και του αγίου Ευαγγελίου, πού κρατούσε ιερεύς. Όταν έφθασαν στον ιερό Ναό της Μητέρας της Θεοτόκου αγίας Άννας, πού ήταν κοντά σ' ένα άλσος από γέρικες δρυς, πλατάνια, κυπαρίσσια και υψηλόκορμα πεύκα, απόθεσαν σ' ένα προσκυνητάρι την ιερή Εικόνα, έψαλλαν Παράκληση και Δοξολογία και προσκύνησε όλος ό λαός, ευχαριστώντας γονυκλινώς τη χάρη Της για τη θεία δωρεά. Την επομένη, όμως, ημέρα, όταν μαζί με τους Ιερείς οι χριστιανοί άνοιξαν τον ιερό Ναό για να προσευχηθούν, παρετήρησαν με φρίκη και τρόμο ότι η Εικόνα της Παναγίας είχε εξαφανιστεί κατά τη νύχτα. Αναστατώθηκε όλο το χωριό και όλοι οι χριστιανοί βγήκαν στα βουνά και στους λόγγους ψάχνοντας τρεις μέρες και τρεις νύχτες παντού, σε εξωκκλήσια να τη βρούνε, αλλά πουθενά ή Εικόνα. Όμως, ένας τσοπάνος —φαίνεται πώς θα ήτανε καθαρός χριστιανός- πού είχε το μαντρί του στους βράχους, ανατολικά επάνω από τη Λίμνη, είδε τη νύχτα ένα φως κάτω στην πεδιάδα και το πρωί κατέβηκε και είδε τρομαγμένος την αγία Εικόνα στο μέσον των βράχων, εκεί πού είναι σήμερα χτισμένος ό Καθεδρικός Ναός της Λίμνης, κι εμπρός της μια καντήλα να φέγγει. 'Αμέσως έστειλε μήνυμα στο χωριό, ότι ή σεπτή Εικόνα βρίσκεται στη Λίμνη, και όλο το χωριό με το ιερατείο κατέβηκαν και την παρέλαβαν με πολλή ευλάβεια και την μετέφεραν και την απόθεσαν πάλι στο Ναό της αγίας Άννας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου