Λάβαμε αυτό το υπέροχο σύντομο κείμενο, μία έκθεση ενός μικρού μαθητή. Αναφέρεται σε άλλες εποχές... Τότε που οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα ασταμάτητα και κανένας δεν διαμαρτύρονταν. Τότε που η Εκκλησία ήταν μέσα στο πρόγραμμά μας και δεν μας άγχωνε τι ώρα θα τελειώσουν οι ακολουθίες. Τότε που δεν κινδυνεύαμε να χαρακτηριστούμε εθνικιστές και οπισθοδρομικοί γιατί κρατάμε παραδόσεις. Τότε που δεν υπήρχαν τόσοι νεοφερμένοι αλλόθρησκοι στην Πατρίδα μας και που σίγουρα δεν διαφέντευαν την ίδια Πατρίδα τόσοι νεόκοποι πολιτικοί των σαλονιών και των γυμναστηρίων, προοδευτικοί του στείρου αθεϊσμού, υποστηρικτές κάθε εκπεφρασμένης μειονοτικής τάσεις ή απόχρωσης...
Που είναι άραγε εκείνη η Πατρίδα μας; Κι αν την αναπολούμε τόσοι πολλοί (γιατί σίγουρα δεν είμαστε μειονότητα) γιατί δεν κάνουμε κάτι να την επαναφέρουμε, να την αναστήσουμε αυτή την τιμημένη χώρα;
Την ΕΛΛΑΔΑ που είχε πάντα ταυτότητα, ήθος και φιλότιμο!
Έκθεση του μαθητή της Δ΄ Δημοτικού .....Ν.Σ. Θέμα :Το Πάσχα στο χωριό μου …
Την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, ντύνομαι παπαδάκι με τα άλλα τα παιδιά και βγαίνουμε με τις λαμπάδες σε όλα τα ευαγγέλια και στα δώδεκα. Ο θείος μου μόλις ακούγεται το σήμερα κρεμάται επί ξύλου ,δακρύζει και σκουπίζει τα μάτια του . Μετά τα Δώδεκα Ευαγγέλια, ο κόσμος μένει όλο το βράδυ στην εκκλησία του χωριού μου ,για να ξενυχτήσει τον Χριστό.
Μόλις ξημερώσει η Μεγάλη Παρασκευή, βγαίνουν τα κορίτσια με μεγάλα κοφίνια , για να μαζέψουν λουλούδια για τον Επιτάφιο. Τα αγόρια χωριζόμαστε σε ομάδες και ανεβαίνουμε στο καμπαναριό για το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας ,πέντε χτυπήματα η μικρή ένα η μεγάλη ,χωρίς σταματημό ως το απόγευμα που γίνεται η αποκαθήλωση και το τύλιγμα του Χριστού με το σεντόνι . Μόλις στολίσουμε τον επιτάφιο , αρχίζουμε να τραγουδούμε όλοι μαζί του Χριστού το τραγούδι :
Καλό ΄ναι και άγιος ο Θεός, καλό ΄ναι και ας το λέμε. Όποιος το λέει σώζεται, όποιος το ακούει αγιάζει, κι όποιος το καλοαφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει. Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο Εκεί δεντρί δε φύτρωνε, δεντρί ξεφανερώθει Το δέντρο ήταν ο Χριστός, η ρίζα η Παναγία Και τα περικοκλάδια του οι Δώδεκα Αποστόλοι Τα φύλλα οπου πέφτανε ήταν οι Μαρτυράδες Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του χριστού τα Πάθη. Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της, την προσευχή της έκανε για το μονογενή της. Φωνή της ήρθε εξ ουρανού και από αρχαγγέλου στόμα: «Σώνει , Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες , Το γιο σου τον επιάσανε και στα καρφιά τον πάνε. Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα φονιά τον πάνε Και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί τον τυραννάνε» Η Παναγιά σαν τ΄ άκουσε πέφτει, λιποθυμάει, Σταμνιά νερό της ρίξανε, δύο κανάτια μόσχο, τέσσερα το ροδόσταμο ώσπου να συνεφέρει. Και μόλις εσυνέφερε, Ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί, φωτιά να πάει να πέσει, Ζητά μαχαίρι να σφαγεί για το Μονογενή της. Πήρε τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι, το μονοπάτι την έβγαλε στου ουρανού την πόρτα. Κοιτάει ζερβά, κοιτάει δεξιά, κανένα δε γνωρίζει, Κοιτάει δεξιότερα, βλέπει τον Αϊ- Γιάννη: «Αϊ- Γιάννη Πρόδρομε και Βαφτιστή του γιού μου, μην είδες τον ιόκα μου και σε διδάσκαλό σου; «Βλέπεις εκείνον το φτωχό τον παραπονεμένο, όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι; Αυτός είναι ο ιόκας σου και ο διδάσκαλός μου. «Καρφιά, καρφιά, φτιάξτε καρφιά, φτιάξτε τρία σπιρούνια…» Κι εκείνος ο παράνομος πιάνει και φτιάχνει πέντε, τα δυο να μπουν στα χέρια του και τα άλλα δυο στα πόδια, το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μες στην καρδιά του. Η Παναγιά πλησίαζε, γλυκά τον ερωτούσε: «Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;» «Τι να σου πω, μανούλα μου, διάφορο δεν έχει. Μόνο το Μέγα Σάββατο, κοντά στο μεσονύχτι, που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες.» Καλά ΄ναι κι Άγιος ο Θεός, καλό ΄ναι κι ας το λέμε.
Το βράδυ αργά γυρίζουμε τον επιτάφιο σε όλες τις ρούγες του χωριού και στα παράθυρα είναι αναμμένα θυμιατά και μυρίζει όμορφα λιβάνι .Όλοι σηκώνουν από λίγο τον επιτάφιο και μόλις ξαναφτάσουμε στην εκκλησία τον γυρίζουμε τρείς φορές γύρω γύρω και όλοι περνάμε από κάτω του για το καλό . Το Μεγάλο Σάββατο όλη την μέρα δεν τρώμε τίποτα σχεδόν γιατί ο πατέρας μου λέει ότι είναι το μόνο Σάββατο του χρόνου που δεν τρώμε ούτε λάδι .Το βράδυ φοράμε τα καλά μας, παίρνουμε τις λαμπάδες μας και πηγαίνουμε στην εκκλησία για την Ανάσταση. Στην αρχή η εκκλησία είναι γεμάτη αλλά μετά το Χριστός Ανέστη μένουμε λίγοι και περιμένουμε ως το τέλος να κοινωνήσουμε και να φωνάξουμε το Επικράνθη που έγραψε ο Αη Γιάννης ο Χρυσόστομος .Μετά αργά την νύχτα φιλιόμαστε όλοι και φεύγουμε με το άγιο φώς να το πάμε σπίτι να σταυρώσουμε την πόρτα .Εκεί τρώμε μαγειρίτσα και τσουγκρίζουμε αυγά . Την άλλη μέρα κρεμάμε στην εκκλησία τον Ιούδα που τον καίμε γιατί πρόδωσε τον Χριστό μας για τριάντα αργύρια ,και πάμε το απόγευμα στην αγάπη και ξανανάβουμε τις λαμπάδες. Το Πάσχα λαχταρώ να το περνάω στο χωριό μου και πάντα στενοχωριέμαι όταν τελειώνει .
ΠΗΓΗ: http://e-parembasis.blogspot.com/2011/04/blog-post_5066.htmlαπό το http://sotiriapsixis.blogspot.com/2009/04/blog-post_04.html όπου έγινε η αρχική δημοσίευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου