ἀπό τό βιβλίο «ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ», ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, (Ἔαρ τῆς ἐρήμου)
Κάποιος γέροντας ἀρρώστησε καί δέν μποροῦσε νά φάει τίποτε.
Μιά μέρα ζήτησε ἀπό τόν ὑποτακτικό του νά πιεῖ κάτι ζεστό. Ἐκεῖνος πῆγε νά τοῦ ζεστάνει λίγο ἀραιωμένο μέλι. Ὅμως κατά λάθος, ἀντί νά χρησιμοποιήσει τό βάζο μέ τό μέλι, χρησιμοποίησε ἕνα διπλανό βάζο πού περιεῖχε λάδι ἀπό λιναρόσπορο, καί αὐτό χαλασμένο ἀπό τήν πολυκαιρία.
Μιά μέρα ζήτησε ἀπό τόν ὑποτακτικό του νά πιεῖ κάτι ζεστό. Ἐκεῖνος πῆγε νά τοῦ ζεστάνει λίγο ἀραιωμένο μέλι. Ὅμως κατά λάθος, ἀντί νά χρησιμοποιήσει τό βάζο μέ τό μέλι, χρησιμοποίησε ἕνα διπλανό βάζο πού περιεῖχε λάδι ἀπό λιναρόσπορο, καί αὐτό χαλασμένο ἀπό τήν πολυκαιρία.
Τό ζέστανε λοιπόν καί τό ἔφερε. Ὁ ἄρρωστος τό γεύτηκε, μά δέν εἶπε τίποτε. Τό ἄφησε ἤρεμα. Ὁ ὑποτακτικός τόν ἀνάγκασε νά ξαναπιεῖ. Ὁ γέροντας, πιέζοντας τόν ἑαυτό του, ξανάπιε λίγο. Κι ὅταν ὁ ὑποτακτικός τοῦ ἔδωκε γιά τρίτη φορά νά πιεῖ, ἐκεῖνος πλέον ἀρνήθηκε:
- Δέν ἀντέχω καί δέν θέλω ἄλλο,παιδί μου.
Ὁ ὑποτακτικός γιά νά τόν πείσει, τοῦ λέει:
- Γέροντα, εἶναι καλό. Νά κοίταξε, πίνω κι ἐγώ μαζί σου.
Καθώς ὅμως γεύτηκε καί κατάλαβε τί εἶχε κάνει, ἔπεσε μέ τό πρόσωπο στή γῆ λέγοντας:
- Ἀλλοίμονό μου, γέροντα, πάει, σέ σκότωσα! Κι ἐσύ, δίχως νά μιλήσεις καθόλου, ἔριξες τήν ἁμαρτία πάνω μου...
Καί τότε τοῦ λέει ὁ ἄρρωστος:
- Μή θλίβεσαι, παιδί μου. Ἄν ὁ Θεός ἤθελε νά πιῶ μέλι, τότε σίγουρα θά εἶχες βάλει μέλι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου