Ένα μικρό αλλά σοφό παραμύθι από το βιβλίο της Στέλλας Πετρίκη Τραγγανίδα "Παλιά Παραμύθια από τη Θεσσαλία". Ευχαριστούμε τη συγγραφέα για την αποστολή του.
Ήταν κάποτε ένας φτωχός ψαράς, που είχε πολλά παιδιά. Δεν μπορούσε όμως ο καημένος να τα θρέψει με το ψάρεμα, γι΄αυτό κι ήταν πολύ στενοχωρημένος. Κάθε βράδυ που γύριζε σπίτι του, αναστέναζε και μονολογούσε.
-Αχ τί θα κάνω; Τί ατυχία είναι αυτή που με δέρνει!
Ο βασιλιάς της χώρας, που αγαπούσε τους υπηκόους του, είχε μια συνήθεια. Τα βράδια ντύνονταν φτωχικά και κυκλοφορούσε ανάμεσα στον απλό λαό. Γύριζε στα σοκάκια για να ακούει με τα ίδια του τα αυτιά τα παράπονα των ανθρώπων. Ένα βράδυ πέρασε κι από τη φτωχική γειτονιά του ψαρά. Κι εκεί άκουσε τον κακόμοιρο τον ψαρά να βαρυγκομάει.
-Τί έχεις, καλέ μου άνθρωπε και είσαι τόσο δυστυχισμένος; τον ρώτησε.
-Πώς να μην είμαι; Τα παιδιά μου πεινάνε κι εγώ δεν είμαι παρά ένας φτωχός ψαράς. Με τί να τα ζήσω;
Τότε ο βασιλιάς του λέει:
-Μη στενοχωριέσαι. Άκουσα ότι ο βασιλιάς μας, που είναι τόσο καλός, ό,τι ψάρια πιάνεις στα αγοράζει με χρυσό.
Την άλλη μέρα κατέβηκε ο ψαράς στη θάλασσα να ψαρέψει. Τραβάει τα δίχτυα του και τα βρίσκει πάλι άδεια. Κάνει να τα παρατήσει κάτω και τί βλέπει! Ένα ανθρώπινο μάτι! Του φάνηκε πολύ περίεργο. Τί να το κάνει το μάτι? Θυμήθηκε τότε τα λόγια του ανθρώπου που είχε συναντήσει το προηγούμενο βράδυ. Ντρεπόταν όμως να πάει στο βασιλιά ένα μάτι. Το σκέφτηκε από εδώ, το σκέφτηκε από εκεί, στο τέλος το πήρε απόφαση να το πάει στο παλάτι. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε να χάσει και τίποτα.
-Βασιλιά μου πολυχρονεμένε, άκουσα ότι αγοράζεις τα ψάρια που πιάνουν οι φτωχοί ψαράδες με χρυσό. Εγώ όμως είμαι πολύ άτυχος. Ψάρεψα όλο κι όλο αυτό το μάτι, είπε κατακόκκινος από ντροπή ο φτωχός ψαράς.
-Πραγματικά είσαι άτυχος, είπε ο βασιλιάς. Αλλά δεν πειράζει. Αφού αυτό έπιασες, αυτό θα ζυγίσουμε.
Και διέταξε να ζυγίσουν το μάτι και να του δώσουν το βάρος του σε χρυσάφι. Βάζουν οι υπηρέτες το μάτι στο ένα μέρος της ζυγαριάς, βάζουν κι ένα χρυσό φλουρί από την άλλη μεριά. Βλέπουν έκπληκτοι τη ζυγαριά να γέρνει από τη μεριά που ήταν το μάτι.
-Βάλτε κι άλλο φλουρί, διέταξε ο βασιλιάς.
Μα και πάλι η ζυγαριά έγερνε προς το μάτι. Όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Όσα φλουριά κι αν έβαζαν στη ζυγαριά, το μάτι ήταν πιο βαρύ.
-Τί παράξενο πράγμα και τούτο! θαύμασε ο βασιλιάς.
Μήνυσε τότε όλους τους σοφούς να έρθουν στο παλάτι να εξηγήσουν αυτό το περίεργο φαινόμενο. Ήρθαν οι σοφοί, σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν, μα δεν μπορούσαν να βρουν καμιά λογική εξήγηση. Τότε εμφανίστηκε στο παλάτι ένας γέρος και είπε στο βασιλιά πως αυτός μπορεί να λύσει αυτό το μυστήριο.
Ο βασιλιάς τον άφησε να δοκιμάσει. Τότε ο γέρος παίρνει λίγο χώμα, το ρίχνει πάνω από το ανθρώπινο μάτι και το σκεπάζει. Απότομα η ζυγαριά με τα φλουριά πήγε κάτω και το μάτι πετάχτηκε επάνω.
-Μα πώς έγινε αυτό; ρωτάει ο βασιλιάς.
-Είναι απλό, βασιλιά μου, εξήγησε ο γέρος. Ο άνθρωπος είναι άπληστος. Το μάτι του είναι τόσο λαίμαργο για το χρήμα, που ένα πράγμα μόνο μπορεί να το σταματήσει, το χώμα που το σκεπάζει σαν πεθάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου