Όλοι έχουμε παρακολουθήσει συζητήσεις όπου ο συντονιστής κάνει μια συγκεκριμένη ερώτηση, αλλά ο πολιτικός ξεγλιστράει απαντώντας για διαφορετικό θέμα. Είναι μια συνήθης τακτική των πολιτικών αλλά είναι αμφίβολο αν την αντιλαμβανόμαστε πάντα.
Ο Brett O’Donnell είναι σύμβουλος δημοσίων συζητήσεων (debate) και εκπαιδεύει τους Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους στην Αμερική. Έχει συνεργαστεί με τον Τζορτζ Μπους και τον Τζον Μακέιν, ενώ για λίγο καιρό βοήθησε φέτος και τον Mitt Romney. Είναι εξειδικευμένος σε τρόπους αποφυγής δύσκολων ερωτήσεων.
Ας δούμε ένα απλό παράδειγμα, από το αμερικάνικο debate του 2004, μεταξύ του Μπους και του γερουσιαστή Τζον Κέρι.
O συντονιστής, Bob Schieffer του CBS News, ζήτησε την άποψη του προέδρου Μπους σχετικά με την απώλεια θέσεων εργασίας. Ο Schieffer αναρωτήθηκε τι θα έλεγε ο Μπους σε κάποιον που έχει χάσει τη δουλειά του.
Ο Μπους ξεκίνησε την απάντηση του με την υπόσχεση ότι θα «συνεχίσει να αναπτύσσεται η οικονομία μας» και, στη συνέχεια, διακριτικά, άλλαξε πορεία. Ξαφνικά, ο Μπους άρχισε να μιλάει για τα προβλήματα στο εκπαιδευτικό σύστημα. «Πήγα στην Ουάσιγκτον για να λύσω τα προβλήματα», εξήγησε. «Και είδα ότι υπάρχει πρόβλημα στο δημόσιο εκπαιδευτικό μας σύστημα.»
Σε δύο ή τρεις προτάσεις, ο Μπους είχε μετακινηθεί από την ερώτηση σχετικά με την έλλειψη θέσεων εργασίας, και απαντούσε σε ένα άσχετο θέμα σχετικά με την εκπαίδευση. Αυτός είναι ο ορισμός της “υπεκφυγής’.
Ίσως σας φανεί υπερβολικό, αλλά αυτή την τακτική ακολουθούν οι πολιτικοί στο 60-70% του χρόνου μιας πολιτικής συζήτησης.
Το ερώτημα είναι αν μπορούν οι τηλεθεατές να αντιληφθούν αυτή την τακτική. Την απάντηση την δίνει ο Τοντ Ρότζερς, ψυχολόγος συμπεριφοράς στο Kennedy School του Χάρβαρντ. >Τον εξόργιζε η τακτική των υπεκφυγών που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι άλλοι δεν αισθάνονταν το ίδιο.
Γι” αυτό αποφάσισε να κάνει μια μελέτη για να διαπιστώσει τι συμβαίνει. Έτσι, ηχογράφησε ένα συντονιστή συζήτησης που έθετε ερωτήματα σε υποψήφιους.
Στο πρώτο ερώτημα, ο συντονιστής ζήτησε τη γνώμη των υποψηφίων για την υγειονομική περίθαλψη στην Αμερική, και ο πολιτικός έδωσε πράγματι μια απάντηση σχετική με την υγειονομική περίθαλψη – εξηγώντας γιατί οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά τη απαιτούμενη υγειονομική φροντίδα.
Ο Rogers χρησιμοποίησε αυτή την απάντηση που έδωσε ο υποψήφιος, και την χρησιμοποίησε ως απάντηση σε ένα εντελώς διαφορετικό ερώτημα που έθεσε ο συντονιστής, και αφορούσε το πρόβλημα της παράνομης χρήσης ναρκωτικών.
Οπότε, η προηγούμενη ομάδα ανθρώπων είδε έναν υποψήφιο να απαντάει σε μια ερώτηση υγειονομικής περίθαλψης με μια απάντηση σχετική με την υγειονομική περίθαλψη, ενώ η δεύτερη ομάδα παρακολούθησε μια ερώτηση σχετικά με την παράνομη ναρκωτικών χρήση να απαντάται με μια απάντηση σχετική με την υγειονομική περίθαλψη. Ουσιαστικά, η δεύτερη ομάδα παρακολούθησε μια μικρή “υπεκφυγή’, αφού σε μια ερώτηση για την χρήση ναρκωτικών δόθηκε απάντηση για την υγειονομική φροντίδα.
Τέλος, υπήρχε μια τρίτη ομάδα ανθρώπων που παρακολούθησε τον συντονιστή να θέτει μια ερώτηση σχετικά με την τρομοκρατία, η οποία απαντήθηκε πάλι με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή και πάλι με την ίδια ακριβώς απάντηση της υγειονομικής περίθαλψης. Αυτή τη φορά υπήρχε πολύ μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στην ερώτηση και την απάντηση.
Στο τέλος ζητήθηκαν τα εξής από τις τρεις διαφορετικές ομάδες ανθρώπων:
- Να θυμηθούν ποια ερώτηση έκανε ο συντονιστής της συζήτησης.
- Να κρίνουν πόσο ειλικρινής, αγαπητός και αξιόπιστος ήταν αυτός που απάντησε.
Αυτό που διαπίστωσε ήταν:
Όταν ένας πολιτικός απαντούσε στην ερώτηση που αφορούσε την υγειονομική περίθαλψη, δίνοντας την σχετική απάντηση για την υγειονομική περίθαλψης, τότε οι τηλεθεατές μπορούσαν να θυμηθούν την ερώτηση και έκριναν τον πολιτικό ως αγαπητό, ειλικρινή και αξιόπιστο.
Όταν ο πολιτικός ξεγλιστρούσε λίγο και απαντούσε στην ερώτηση σχετικά με τα παράνομα ναρκωτικά, με την απάντηση σχετικά με την υγειονομική περίθαλψη, οι θεατές δεν μπορούσαν να θυμηθούν την ερώτηση, αλλά δεν έκριναν καθόλου αρνητικά τον πολιτικό. Μάλιστα τον θεώρησαν εξίσου ειλικρινή, αξιόπιστο και αγαπητό, όσο αυτόν που απάντησε ευθέως στο ερώτημα.
Μόνο όταν ο πολιτικός απαντούσε στην ερώτηση της τρομοκρατίας με απάντηση για την υγειονομική περίθαλψη, τότε οι θεατές το παρατηρούσαν και το καταλόγιζαν αρνητικά στον πολιτικό.
Αυτό οδήγησε τον Rogers στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις μικρές υπεκφυγές. Τα καταφέρνουμε μόνο όταν είναι τρανταχτές.
Ο Rogers πιστεύει ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δίνουμε περιορισμένη προσοχή στην ουσία της συζήτησης. Τις περισσότερες φορές όταν παρακολουθούμε συζητήσεις, δίνουμε μεγαλύτερη βαρύτητα στην κοινωνική αξιολόγηση: Μας αρέσει αυτό το άτομο; Θα μπορούσαμε να τον εμπιστευτούμε; Ενώ την ουσία της συζήτησης την παρακολουθούμε επιφανειακά.
Μόνο όταν ο ομιλητής εμφανίζεται εξαιρετικά αναντίστοιχος ως προς την ερώτηση, τότε μόνο ενεργοποιούνται τα αντανακλαστικά μας, και εστιάζουμε την περιορισμένη μας προσοχή για να εκτιμήσουμε σε τι βαθμό υπεκφεύγει της ερώτησης.
Αυτός είναι ο λόγος που οι πολιτικοί μπορούν να παρακάμπτουν με ευκολία τις ερωτήσεις κατά το 70% του χρόνου μιας συζήτησης.
ΠΗΓΗ: http://www.antikleidi.com/2012/11/27/how-politicians-get-away-the-question/#more-35026
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου