Το παρακάτω κείμενο το βρήκαμε "τυχαία" σε μία περιπλάνησή μας στο Διαδίκτυο! Φυσικά τίποτα δεν είναι τυχαίο. Απλά μάθαμε στοιχεία για δύο σπουδαίους Ανθρώπους της εποχής μας που έζησαν πραγματικά με αγιότητα και έκαναν αφανώς το σπουδαίο έργο τους. Ο ένας γιατρός (γνωρίζω προσωπικά τον γιό του, επίσης ιατρό, αλλά δεν είχα ιδέα για τον αείμνηστο πατέρα του) και ο άλλος Επίσκοπος (ήξερα από πρώτο χέρι πληροφορίες για αυτόν που ομοιάζουν με συναξάρια αγίων, που μαθεύτηκαν μετά τον θάνατό του). Ανάσα παρηγοριάς το κείμενο που ακολουθεί! Λόγος να δοξάζεις τον Θεό που κρύβεται ανάμεσά μας και συνάμα τεράστιος έλεγχος για όσα εμείς (εγώ) δεν κάνουμε!
Γράφει ο Ηγούμενος της Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Βέροιας, Αρχιμ. Πορφύριος
Ο πατήρ Ιερώνυμος της Αναλήψεως στην Αθήνα, ο Σιμωνοπετρίτης ο Όσιος του Θεού, ήταν ιδιαίτερα ελεήμων. Είχε ένα συρτάρι όπου έβαζε ό,τι του έδιναν, και έβγαζε να δώσει ό,τι έπιανε το χέρι του, χωρίς να τα κυττάζει. Ήξερε όμως απόλυτα και τί έβαζε και τί έδινε.
Μία φορά, ο μακαρίτης ο Γερο Γελάσιος, ως Επίτροπος του Μοναστηριού, βρέθηκε στο Μετόχι και έβαλε τις φωνές στον Άγιο Γέροντα, γιατί τάχα είναι πολλές ελεημοσύνες που δίνει και ξοδεύει τα χρήματα του Μοναστηριού. Αλλοιώς σκεφτόταν ο ένας, αλλοιώς σκεφτόταν ο άλλος.
Και ο πατήρ, γεμάτος σθένος και θεϊκό ζήλο απάντησε: Από ελεημοσύνας προέρχονται και εις ελεημοσύνας υπάγουν.
Ο Γέρων Ιερώνυμος δεν ήταν μόνο ο ίδος άκρως ελεήμων. Είχε διδάξει και στους μαθητές και στις μαθήτριές του, που ήταν πολυάριθμοι, την χριστομίμητη αυτήν αρετή. Από όλους τους Αναληψιμιώτες ξεχώριζε, και στο ύψος και στο πλάτος της ελεημοσύνης, ο γιατρός ο Ζαμάνης. Ήταν και αυτός, αν καλοθυμάμαι, Μικρασιάτης, έμενε και κοντά στην Ανάληψη, και ακολουθούσε τον όσιο Γέροντα κατά γράμμα.
Μία από τις ευλογημένες συνήθειες του γιατρού Ιωάννη ήταν να εξαφανίζεται κάθε σαββατόβραδο.
Με το που τελείωνε ο αναστάσιμος εσπερινός, έπαιρνε το αυτοκίνητο και εξαφανιζόταν. Κανείς δεν γνώριζε πού πήγαινε και τί έκαμνε. Μόνον βέβαια ο Γέροντας τό ήξερε.
Ένα σαββατόβραδο, ο Κύριος Χαράλαμπος - άλλος θαυμάσιος άνθρωπος του Θεού, λεβέντης Ρουμελιώτης, με χαμόγελο μικρού παιδιού - λέει στον γιατρό:
- Γιατρέ, απόψε θα με πάρεις μαζί σου.
- Χαράλαμπε, μην έρχεσαι, δεν θα αντέξεις, θα το μετανοιώσεις.
- Όχι, θα έρθω.
- Ε, καλά, έλα. Αλλά να ξέρεις, θα στενοχωρηθείς.
Τελείωσε λοιπόν ο αναστάσιμος εσπερινός, και τα δυό πρωτοπαλλήκαρα της Αναλήψεως, κατέβηκαν από το Μετόχι. Το αυτοκίνητο του γιατρού ήταν γεμάτο μέχρι απάνω. Φάρμακα και τρόφιμα.
- Γιατρέ, τί είναι αυτά; Ρωτάει ο Χαράλαμπος.
- Σώπα, θα δεις. Λέει ο γιατρός.
Ξεκίνησαν και σε λίγο μπήκαν σε κάτι στενά δρομάκια, όσο που χωρούσε το αμάξι του γιατρού.
Σε λίγο σταματούν σε ένα χαμόσπιτο. Κατεβαίνει ο γιατρός, δεν λέει τίποτα στον κυρ Χαράλαμπο, αλλά εκείνος, θέλεις τρομαγμένος από την άγνωστη περιοχή θέλεις φοβισμένος από το ύφος του γιατρού, σιγά σιγά, κατέβηκε και τον ακολούθησε.
Μπήκαν μέσα. Οι γονείς, υπερήλικες, και δυό παιδιά, παλληκάρια, παράλυτα και τυφλά. Ο γιατρός έβαλε ποδιά, ζέστανε νερό και έπλυνε πρώτα τα παράλυτα παιδιά και ύστερα τους δύο γέρους. Και όταν τελείωσε, κατέβασε από το αμάξι φάρμακα και τα αναλογούντα τρόφιμα.
Ο Χαραλάμπης έπαθε σόκ από την όλη ατμόσφαιρα. Όταν τελείωσαν ξεκίνησαν, να φύγουν. Ο Χαραλάμπης αποσβολωμένος, δεν μιλούσε. Κάναν λίγον δρόμο με το αμάξι, σιωπηλοί, και ξανασταμάτησαν. Κατέβηκαν σε ένα άλλο χαμόσπιτο, όπου κατοικούσε μία γριά μητέρα μέ μία κωφάλαλη θυγατέρα. Τα ίδια και εδώ. Ο γιατρός τις έπλυνε, συμμάζεψε λίγο, έφερε φάρμακα και τρόφιμα και έφυγαν.
Μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο, ο Χαράλαμπος ξέσπασε σε λυγμούς.
- Γιατρέ, τί είναι αυτά; Κατάφερε να ξεστομίσει.
- Σώπα, Χαράλαμπε. Τώρα μόλις αρχίσαμε.
- Γιατρέ, δεν αντέχω.
- Χαράλαμπε, κάτσε μέσα στο αμάξι και μην κατεβαίνεις. Συμφώνησαν. Αλλά τα δρομολόγια του γιατρού δεν τελείωσαν. Ήταν νωρίς ακόμα.
Αυτή η δουλειά κράτησε μέχρι σχεδόν τα μεσάνυχτα. Πήγαιναν με το αυτοκίνητο, σταματούσαν. Κατέβαινε ο γιατρός, έκαμνε τα απαραίτητα, άφηνε φάρμακα και τρόφιμα και συνέχιζαν στους επόμενους αδελφούς του Χριστού. Ο Χαράλαμπος τρομοκρατήθηκε.
- Γιατρέ, τί κάνεις;
- Χαράλαμπε, μη μιλάς.
Και αυτό συνεχίζονταν όλα τα χρόνια, από το τέλος του Εσπερινού του Σαββάτου μέχρι σχεδόν τα μεσάνυχτα. Ο Γέρων Ιερώνυμος απεβίωσε οσιακά τον Γενάρη του 1959. Ο γιατρός εκοιμήθη αργότερα, συνεχίζοντας το μυστικό έργο του καλού Σαμαρίτη.
Στα Σαράντα, στο μνημόσυνο του γιατρού, όλη η φαμελιά του, είδαν το ίδιο όνειρο. Η σύζυγος, ο γιός, οι θυγατέρες και η αδελφή του, που απεβίωσε ως Ιερωνύμη Μοναχή πολύ αργότερα.
Ποιό ήταν το όνειρο;
Ήταν σε ένα φωτεινό μέρος, ένα στρωμμένο τραπέζι. Στην κορυφή καθόταν ο Χριστός και στα δεξιά του ο γιατρός. Οι υπόλοιπες θέσεις ήταν γεμάτες με τους ασθενείς που υπηρετούσε. Στην μέση στο τραπέζι αυτό, ένα πελώριο σταφύλι. Πήρε ο Χριστός την πιατέλλα με το σταφύλι, πήρε τρεις ρώγες, και την έδωσε στον γιατρό: Γιατρέ, πάρ το να το μοιράσεις, του είπε.
....................................................
....................................................
Πολύ αργότερα, καθόμασταν, μιά συντροφιά στην Ανάληψη, και ο Κυρ Χαράλαμπος, περασμένα ογδόντα πλέον, άφταστος στις διηγήσεις γιά τον άγιο γέροντά του, μας έλεγε το τί είχε τραβήξει, εκείνο το Σαββατόβραδο με τον Γιατρό. Και ύστερα μας είπε το όνειρο της οικογένειας.
Στις άκρες των ματιών του είχαν αρχίσει να γράφουν δρόμους σταγόνες τα δάκρυα. Κάποια στιγμή, με ρωτάει:
- Τον δεσπότη τον Βούλτσο τον έχεις ακουστά;
- Μπά, δεν τον ξέρω, απάντησα.
- Να, εδώ πιό κάτω είναι το σπίτι τους. Είναι και κουρεμένος, πρόσθεσε, και άρχισε να γελάει, με εκείνο το παιδιάστικο γέλιο. Έ, καπνίζει και κανένα τσιγαράκι. Άγιος άνθρωπος, όμως. Πρόσθεσε.
- Έλα, ρε παππού; τί λές;
- Ναί, ναι, άγιος άνθρωπος. Αυτός, ο πατέρας του ήταν ο Θωμάς ο Βούλτσος, τον έφτασα. Ήταν γραμματέας στον Δεσπότη, στον Χρυσόστομο, στην Σμύρνη. Αυτός είχε και το ευαγγέλιο του Δεσπότη, ποτισμένο δάκρυα. Ε, ο γιός του είναι ο Χρυσόστομος, ίδιο όνομα, στον Σμύρνης.
- Ε, και τί, επειδή ο πατέρας ήταν γραμματέας στον άγιο δέσποτα, είναι και ο γιός του άγιος; Σόϊ το βασίλειο; Τί είναι αυτά;
- Α, εσύ δεν τα ξέρεις. Συνέχισε ο μπαρμπαΧαράλαμπος. Ο δεσπότης ο Βούλτσος ξέρεις τί κάνει; - - - Πού να ξέρω, βρε παππού;
- Σε είπα, είναι κουρεμένος. Λοιπόν, βγάζει και τα ράσσα, κανένας δεν τον καταλαβαίνει. Πάει και ξεσκατίζει γέρους. Κανένας δεν τον ξέρει. Κανένας δεν τον καταλαβαίνει. Το βραδάκι, που έχει πέσει κι ο ήλιος. Σχεδόν κάθε βράδυ αυτή η δουλειά.
Ο λόγος του γερο Χαράλαμπου δεν σήκωνε αμφισβήτηση. Δεν τόλμησα να συνεχίσω τις αυθάδεις ερωτήσεις μου. Πάγωσα.
Πέθανε και ο δεσπότης. Στην κηδεία του πέρασε όλη η Νέα Σμύρνη και τον χαιρέτησε. Είχαν να το λεν οι εφημερίδες.
....................................................
....................................................
Ο Θεός να αναπαύσει τις μακάριες ψυχές των κρυφών εργατών του μυστικού του αμπελώνα. Αμήν.
Δόξα τω Θεώ. Γνωρίσαμε αγίους, κρυφούς, μυστικούς, άγνωστους αμθρώπους του Θεού.
Οι προσευχές τους να μας σκεπάζουν, γιατί ο δρόμος είναι μακρύς ακόμα και έχει άγνωστες στροφές και χαράδρες. Αδελφοί, να μην ξεθαρρεύουμε, είμαστε νέοι. Αμήν.
ΠΗΓΗ: http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/6156-o-giatros-o-zamanis-kai-o-despotis-o-boultsos
Υπήρξε και συνέχεια στο κείμενο αυτό, την οποία συμπλήρωσε ο συγγραφέας του, π. Πορφύριος:
Φίλος από τα παλαιά, μας ανέφερε ότι ο γιατρός ο Ζαμάνης ήταν από τα Κύθηρα, και η Μοναχή Ιερωνύμη, Ελένη Σιαφάκα, ήταν αδελφή της συζύγου του γιατρού. Ενώ άλλος φίλος μας μίλησε γιά τις οικογενειακές σχέσεις των δύο οικογενειών, της δικής τους και του μακαρίτη του γιατρού. Και άλλοι, τέλος, επιβεβαίωσαν τις ιστορίες γιά τον μακαριστό Ιεράρχη, τον Νέας Σμύρνης Χρυσόστομο τον Βούλτσο.
Το Σιμοπετρίτικο Μετόχι της Αναλήψεως, εκεί στον Βύρωνα ήταν και συνεχίζει να είναι εργαστήριο αρετής και αγιότητος. Είχε εξαιρετικούς πνευματικούς, που όργωναν την περιοχή αλλά και την Αθήνα. Ο Ματθαίος Καρπαθάκης, πριν το παλαιοημερολογίτικο, ο Πανάρετος Δουληγέρης. Και βέβαια ο όσιος του Θεού, ο πατήρ Ιερώνυμος, ο Προηγούμενος της κυριάρχου Αγιορειτικής Μονής της Σιμωνόπετρας. Δεν ήταν μόνον ο ίδιος υψηλής αρετής και αγιότητος, αλλά δίδασκε την γνήσια πνευματική ζωή και στα πνευματικά του τέκνα. Παλαίστρες ασκητικές τα δωμάτιά τους.
Όσοι τον έζησαν, είχαν να διηγούνται θαυμάσιες ιστορίες. Τον είχαν σε τέτοια ευλάβεια, που και τα νύχια του μάζευαν. Και όταν τους μάλλωνε γιά τις υπερβολές τους, απολογούνταν: Μα αυτά τα νύχια ακουμπούν τον Χριστό, έλεγαν.
Ο Γιαννάκης ο Λεβεντίδης, δεν ξέρω αν ζη ακόμα, ήταν ένα από τα παιδιά που αλάνα, γιά το παιγνίδι τους, είχαν την αυλή της Ανάληψης. Και τις Κυριακές ήταν τα παπαδάκια, που βοηθούσαν τον Γέροντα. Πολλές φορές, εκεί που έβγαιναν με τα κεριά στην Μικρή είσοδο, προσκυνούσαν, και συχνά κινδύνευαν να βάλουν φωτιά στα γένια του Γέροντα. Τί γινόταν; Μαζεύονταν στο καμπαναριό και οι άλλοι από μέσα έριχναν στους έξω λειτουργιές και νάμα, και γινόταν σκνίπα. Και φυσικά, στις εισόδους προσκυνούσαν μαζί με τα κεριά.
Ο παπούλης τους μάζεψε στοργικά, κλείδωσε το καμπαναριό, και μετά την Θεία Λειτουργία, τους έκαμνε ο ίδιος κατακλαστόν και καθόταν μαζί τους.
...............................................................
Λέγανε όλοι ότι ο Γέροντας πήγαινε σχεδόν πριν να φέξει, στην Εκκλησία. Και ο Γιαννάκης είχε την περιέργεια να δει τί κάνει από τόσο νωρίς. Ένα Σαββατόβραδο, λοιπόν, προφασίστηκε ότι θα πάει στην γιαγιά του, σε άλλη περιοχή, και πριν κλείσει η πόρτα του ναού, πήγε και κρύφτηκε σε ένα στασίδι. Την νύχτα τον πήρε ο ύπνος. Αλλά με το γκράνγκ της κλειδαριάς, το πρωΐ ξύπνησε. Βλέπει τον Γέροντα, έτσι μικρόσωμος, που ήταν, να κάνει τον σταυρό του και να παίρνει με την σειρά όλες τις εικόνες στον τοίχο, ξεκινώντας από τα νότια.
Και είχε αμέτρητες εικόνες η Ανάληψη. Όσες δεν τις έφτανε, τις ασπάζονταν με τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Ύστερα από ώρα - ήταν περασμένα και τα χρόνια – έφτασε μπροστά στην Ωραία Πύλη. Ήταν ένα μεγάλος, ολόσωμος Μέγας Αρχιερέας αντί γιά βήλο- κουρτίνα. Ο Γέροντας, στάθηκε απέναντι, και με φωνή που την άκουγε καθαρά ο Γιαννάκης, είπε: Ας ασπασθώμεν τώρα και την χείρα του Κυρίου μας.
Και τότε ο μικρός φίλος μας έφριξε. Ζωντάνεψε το χέρι του Χριστού, έφτασε μέχρι τον παπούλη και ο Γέροντας το φίλησε. Ο μικρός έβγαλε φωνή. Ο Γέροντας δεν ταράχτηκε. Όταν όμως τελείωσε το προσκύνημά του, πήγε στον μικρό Γιαννάκη, που έτρεμε και για αυτό που είδε και για να μην τον μαλώσει, και με την ήσυχη και πραεία φωνή, του λέει: Γιαννάκη, παιδί μου, να μην πεις σε κανέναν αυτό που είδες.
Πέρασαν τα χρόνια. Μαθεύτηκε το γεγονός. Ίσως να το είδαν και άλλοι σε άλλες περιπτώσεις. Αργότερα, ήλθε άλλος Οικονόμος – Διαχειριστής και Εφημέριος από το Μοναστήρι και έφερε το παραδοσιακό βήλο. Όσοι από τους μαθητές του Γέροντος ζούσαν, αναστατώθηκαν. Ήταν τόσο δεμένοι με εκείνον τον Μέγα Αρχιερέα. Και έτσι, έκαναν κορνίζα και τον τοποθέτησαν σε εμφανές σημείο, και να τον βλέπουν και να τον προσκυνούν.
Μία μέρα, τότε που μέναμε στην Ανάληψη, ο γνωστός Κυρ Χαράλαμπος, με παίρνει σχεδόν από το χέρι να δούμε μία φωτογραφία. Ήταν καθισμένοι οι ιερείς, με τον Μητροπολίτη Αιτωλοακαρνανίας Χριστοφόρο(;) στο κέντρο, και γύρω γύρω Ευρυτάνες.
Είχε λειτουργήσει εκεί ο δεσπότης, με άδεια φυσικά της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, γιατί ο Σύλλογος είχαν Μνημόσυνο. Ο πατήρ Ιερώνυμος καθόταν πολύ σοβαρός, με μία αδιόρατη θλίψη στα μάτια. Βλέπεις στα χέρια του παπά αυτές τις μαύρες βούλες; Στην φωτογραφία βγήκαν κόκκινες, στα αντίγραφα βγήκαν μαύρες.
Ε, σ’ εκείνη την Λειτουργία τον Γέροντα τον έπιασε αυτός από τον λαιμό να τον πνίξει και τον κόλλησε στο τέμπλο. Ο Γέροντας δεν έβγαλε άχνα. Και όμως ο παπάς λειτούργησε. Και ο Θεός έδειξε το θαύμα του. Στην φωτογραφία τα χέρια και τα δυό είχαν κόκκινες στάμπες.
Πόσα πέρασε ο Γέροντας; Βλέπεις η αγιότητα είναι βαρειά γιά τους άλλους. Δεν την θέλουν.
Καθόταν όλοι κάτω από το πεύκο, μπροστά στην πόρτα του Οικονομείου. Καλούσαν και τον Γέροντα, τα καλοκαίρια, γιά λίγη δροσιά. Αυτός δεν έβγαινε από το κελλί του. Γιά τον καλόγερο, έλεγε, δροσιά είναι το Κελλί του.
.........................................................................
Στην αγιοκατάταξη του Αγίου Πορφυρίου, ο Πατριαρχικός Αρχιερέας που προεξήρχε στην θεία λειτουργία, ανέφερε τους αγωνιστές τις ευσεβείας, που σιγά σιγά θα αναγραφούν στις αγιολογικές δέλτους της Αγίας Εκκλησίας μας. Μεταξύ άλλων, ανέφερε και τον Γέροντα Ιερώνυμο της Αναλήψεως, τον όσιο Σιμωνοπετρίτη μοναχό. Να έχουμε την αγία του ευχή και να τον παρακαλούμε γιά τα τυχόν σκάνδαλα στην Εκκλησία, αυτόν που πέρασε τόσα μαρτύρια και μάλιστα από συγγενή του, ανηψιό του, καλόγερο.
Ε, αδελφοί, θέλει κόπο η αγιωσύνη και υπομονή αμέτρητη, υπομονές καλύτερα.
ΠΗΓΗ: http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/6212-to-bilo-sto-agio-bima-tis-analipsis
Υπήρξε και συνέχεια στο κείμενο αυτό, την οποία συμπλήρωσε ο συγγραφέας του, π. Πορφύριος:
Φίλος από τα παλαιά, μας ανέφερε ότι ο γιατρός ο Ζαμάνης ήταν από τα Κύθηρα, και η Μοναχή Ιερωνύμη, Ελένη Σιαφάκα, ήταν αδελφή της συζύγου του γιατρού. Ενώ άλλος φίλος μας μίλησε γιά τις οικογενειακές σχέσεις των δύο οικογενειών, της δικής τους και του μακαρίτη του γιατρού. Και άλλοι, τέλος, επιβεβαίωσαν τις ιστορίες γιά τον μακαριστό Ιεράρχη, τον Νέας Σμύρνης Χρυσόστομο τον Βούλτσο.
Το Σιμοπετρίτικο Μετόχι της Αναλήψεως, εκεί στον Βύρωνα ήταν και συνεχίζει να είναι εργαστήριο αρετής και αγιότητος. Είχε εξαιρετικούς πνευματικούς, που όργωναν την περιοχή αλλά και την Αθήνα. Ο Ματθαίος Καρπαθάκης, πριν το παλαιοημερολογίτικο, ο Πανάρετος Δουληγέρης. Και βέβαια ο όσιος του Θεού, ο πατήρ Ιερώνυμος, ο Προηγούμενος της κυριάρχου Αγιορειτικής Μονής της Σιμωνόπετρας. Δεν ήταν μόνον ο ίδιος υψηλής αρετής και αγιότητος, αλλά δίδασκε την γνήσια πνευματική ζωή και στα πνευματικά του τέκνα. Παλαίστρες ασκητικές τα δωμάτιά τους.
Όσοι τον έζησαν, είχαν να διηγούνται θαυμάσιες ιστορίες. Τον είχαν σε τέτοια ευλάβεια, που και τα νύχια του μάζευαν. Και όταν τους μάλλωνε γιά τις υπερβολές τους, απολογούνταν: Μα αυτά τα νύχια ακουμπούν τον Χριστό, έλεγαν.
Ο Γιαννάκης ο Λεβεντίδης, δεν ξέρω αν ζη ακόμα, ήταν ένα από τα παιδιά που αλάνα, γιά το παιγνίδι τους, είχαν την αυλή της Ανάληψης. Και τις Κυριακές ήταν τα παπαδάκια, που βοηθούσαν τον Γέροντα. Πολλές φορές, εκεί που έβγαιναν με τα κεριά στην Μικρή είσοδο, προσκυνούσαν, και συχνά κινδύνευαν να βάλουν φωτιά στα γένια του Γέροντα. Τί γινόταν; Μαζεύονταν στο καμπαναριό και οι άλλοι από μέσα έριχναν στους έξω λειτουργιές και νάμα, και γινόταν σκνίπα. Και φυσικά, στις εισόδους προσκυνούσαν μαζί με τα κεριά.
Ο παπούλης τους μάζεψε στοργικά, κλείδωσε το καμπαναριό, και μετά την Θεία Λειτουργία, τους έκαμνε ο ίδιος κατακλαστόν και καθόταν μαζί τους.
...............................................................
Λέγανε όλοι ότι ο Γέροντας πήγαινε σχεδόν πριν να φέξει, στην Εκκλησία. Και ο Γιαννάκης είχε την περιέργεια να δει τί κάνει από τόσο νωρίς. Ένα Σαββατόβραδο, λοιπόν, προφασίστηκε ότι θα πάει στην γιαγιά του, σε άλλη περιοχή, και πριν κλείσει η πόρτα του ναού, πήγε και κρύφτηκε σε ένα στασίδι. Την νύχτα τον πήρε ο ύπνος. Αλλά με το γκράνγκ της κλειδαριάς, το πρωΐ ξύπνησε. Βλέπει τον Γέροντα, έτσι μικρόσωμος, που ήταν, να κάνει τον σταυρό του και να παίρνει με την σειρά όλες τις εικόνες στον τοίχο, ξεκινώντας από τα νότια.
Και είχε αμέτρητες εικόνες η Ανάληψη. Όσες δεν τις έφτανε, τις ασπάζονταν με τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Ύστερα από ώρα - ήταν περασμένα και τα χρόνια – έφτασε μπροστά στην Ωραία Πύλη. Ήταν ένα μεγάλος, ολόσωμος Μέγας Αρχιερέας αντί γιά βήλο- κουρτίνα. Ο Γέροντας, στάθηκε απέναντι, και με φωνή που την άκουγε καθαρά ο Γιαννάκης, είπε: Ας ασπασθώμεν τώρα και την χείρα του Κυρίου μας.
Και τότε ο μικρός φίλος μας έφριξε. Ζωντάνεψε το χέρι του Χριστού, έφτασε μέχρι τον παπούλη και ο Γέροντας το φίλησε. Ο μικρός έβγαλε φωνή. Ο Γέροντας δεν ταράχτηκε. Όταν όμως τελείωσε το προσκύνημά του, πήγε στον μικρό Γιαννάκη, που έτρεμε και για αυτό που είδε και για να μην τον μαλώσει, και με την ήσυχη και πραεία φωνή, του λέει: Γιαννάκη, παιδί μου, να μην πεις σε κανέναν αυτό που είδες.
Πέρασαν τα χρόνια. Μαθεύτηκε το γεγονός. Ίσως να το είδαν και άλλοι σε άλλες περιπτώσεις. Αργότερα, ήλθε άλλος Οικονόμος – Διαχειριστής και Εφημέριος από το Μοναστήρι και έφερε το παραδοσιακό βήλο. Όσοι από τους μαθητές του Γέροντος ζούσαν, αναστατώθηκαν. Ήταν τόσο δεμένοι με εκείνον τον Μέγα Αρχιερέα. Και έτσι, έκαναν κορνίζα και τον τοποθέτησαν σε εμφανές σημείο, και να τον βλέπουν και να τον προσκυνούν.
Μία μέρα, τότε που μέναμε στην Ανάληψη, ο γνωστός Κυρ Χαράλαμπος, με παίρνει σχεδόν από το χέρι να δούμε μία φωτογραφία. Ήταν καθισμένοι οι ιερείς, με τον Μητροπολίτη Αιτωλοακαρνανίας Χριστοφόρο(;) στο κέντρο, και γύρω γύρω Ευρυτάνες.
Είχε λειτουργήσει εκεί ο δεσπότης, με άδεια φυσικά της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, γιατί ο Σύλλογος είχαν Μνημόσυνο. Ο πατήρ Ιερώνυμος καθόταν πολύ σοβαρός, με μία αδιόρατη θλίψη στα μάτια. Βλέπεις στα χέρια του παπά αυτές τις μαύρες βούλες; Στην φωτογραφία βγήκαν κόκκινες, στα αντίγραφα βγήκαν μαύρες.
Ε, σ’ εκείνη την Λειτουργία τον Γέροντα τον έπιασε αυτός από τον λαιμό να τον πνίξει και τον κόλλησε στο τέμπλο. Ο Γέροντας δεν έβγαλε άχνα. Και όμως ο παπάς λειτούργησε. Και ο Θεός έδειξε το θαύμα του. Στην φωτογραφία τα χέρια και τα δυό είχαν κόκκινες στάμπες.
Πόσα πέρασε ο Γέροντας; Βλέπεις η αγιότητα είναι βαρειά γιά τους άλλους. Δεν την θέλουν.
Καθόταν όλοι κάτω από το πεύκο, μπροστά στην πόρτα του Οικονομείου. Καλούσαν και τον Γέροντα, τα καλοκαίρια, γιά λίγη δροσιά. Αυτός δεν έβγαινε από το κελλί του. Γιά τον καλόγερο, έλεγε, δροσιά είναι το Κελλί του.
.........................................................................
Στην αγιοκατάταξη του Αγίου Πορφυρίου, ο Πατριαρχικός Αρχιερέας που προεξήρχε στην θεία λειτουργία, ανέφερε τους αγωνιστές τις ευσεβείας, που σιγά σιγά θα αναγραφούν στις αγιολογικές δέλτους της Αγίας Εκκλησίας μας. Μεταξύ άλλων, ανέφερε και τον Γέροντα Ιερώνυμο της Αναλήψεως, τον όσιο Σιμωνοπετρίτη μοναχό. Να έχουμε την αγία του ευχή και να τον παρακαλούμε γιά τα τυχόν σκάνδαλα στην Εκκλησία, αυτόν που πέρασε τόσα μαρτύρια και μάλιστα από συγγενή του, ανηψιό του, καλόγερο.
Ε, αδελφοί, θέλει κόπο η αγιωσύνη και υπομονή αμέτρητη, υπομονές καλύτερα.
ΠΗΓΗ: http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/6212-to-bilo-sto-agio-bima-tis-analipsis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου