Κείμενο του Δημήτρη Νατσιού, Δασκάλου από το Κιλκίς
«Ἕνα ἔθνος ἔχει τὸ δίκαιον παντοντε νὰ μετασχηματίση καὶ νὰ μεταλλάξη τὴν νομοθεσίαν του. Μίας γενεᾶς πρόσωπα δὲν ἠμποροῦν νὰ καθυποτάξουν εἰς τοὺς νόμους των τὰ πρόσωπα ὁποῦ θέλουν γεννηθῆ κατόπι τους». Ρήγας Φερραῖος "Νέα Πολιτικὴ Διοίκησις" ἄρθρο 28
Δηλαδή, μᾶς κανοναρχεῖ ὁ «πρωτομάρτυρας» τῆς λευτεριᾶς μας, οἱ ἔχοντες τὰ «ὀφίκια τῆς πατρίδος», βουλευτὲς καὶ κυβερνῆτες δὲν ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ὑπογράψουν μὲ «χέρια καὶ ποδάρια» νόμους - μνημόνια μὲ τὰ ὁποῖα καθυποτάσσονται γενεές, ἀγέννητων, Ἑλλήνων. Στρώθηκα καὶ μελέτησα τὰ πρῶτα, τὰ γενέθλια συντάγματα τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας.
Ποιὰ πατρίδα ὁραματίστηκαν οἱ «ματοκυλισμένοι» (Μακρυγιάννης) πρόγονοί μας; Γιατί 1.000.000 περίπου ἡρωικοὶ ραγιάδες -ἀπὸ τὰ 3.000.000 πού ζοῦσαν, ὅπως ὑπολογίστηκε τότε στὴν Ἐπικράτεια- ἔδωσαν τὴν ζωή τους;
«Ἡ ἀνάγνωση τῶν συνταγματικῶν κειμένων καὶ τῆς ἱστορίας τους, δὲν εἶναι ἕνα τυπικὸ καθῆκον ἀπέναντι στὴν συνταγματική μας ἱστορία, ἀλλὰ ἕνα οὐσιαστικὸ χρέος ἀπέναντι στὴν νεοελληνική μας ἱστορία, ποὺ τὶς ἐπιπτώσεις της ἀντιμετωπίζουμε ἄμεσα καὶ στὶς μέρες μας.
Ὅπως ἡ Ἀθήνα δὲν χτίστηκε σὲ μία μέρα, ἔτσι καὶ ἡ σημερινὴ θέση τοῦ Νεοέλληνα δὲν μπορεῖ νὰ στοιχειοθετηθεῖ καὶ ἑρμηνευτεῖ σωστὰ χωρὶς τὴν συστηματικὴ καὶ πολύχρονη...
ἴσως ἔρευνα τῶν ἱστορικῶν μας πηγῶν», γράφει ὁ Ἀλ. Σβῶλος στὸ βιβλίο του «Ἡ Συνταγματικὴ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος». (Ἔκδ. «Στοχαστής», Ἀθήνα 1972, σελ. 13).
Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὰ τρία πρῶτα Συντάγματα ψηφίστηκαν ἐν μέσω τῆς Ἐπανάστασης.
Τὸ πρῶτο πολίτευμα τῆς ἀγωνιζομένης Ἑλλάδας προῆλθε ἀπὸ τὴν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου στὶς 20 Δεκεμβρίου 1821. Τὸ Σύνταγμα τῆς Ἐπιδαύρου ὑπεβλήθη σὲ ἀναθεώρηση ἀπὸ τὴν Β΄ Ἐθνοσυνέλευση, ἡ ὁποία συνῆλθε στὸ Ἄστρος στὶς 29 Μαρτίου τοῦ 1823.
"Τὸ πολίτευμα τοῦτο", γράφει ὁ Σβῶλος, στὸ προαναφερθὲν πόνημά του, "διὰ νὰ μὴ διεγείρη, ὡς δημοκρατικόν, τὴν δυσπιστίαν τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας ὠνομάσθη Προσωρινόν».
Τὸ τρίτο Σύνταγμα – τὸ τελειότερο τῶν Συνταγμάτων τῆς Ἐπαναστάσεως - ψηφίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας κατὰ τὸν Μάιο τοῦ 1827. (Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐξέλεξε ὁμοφώνως τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια «Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδος»). Βαρυσήμαντη, μεγαλοπρεπὴς καὶ ἐπικὴ εἶναι ἡ, ταυτόχρονη πρὸς τὸ Σύνταγμα, διακήρυξη τῆς Ἐπιδαύρου.
Τὴν παραθέτω:
«Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος. Τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος, τὸ ὑπὸ τὴν φρικώδη ὀθωμανικὴ δυναστείαν, μὴ δυνάμενον νὰ φέρη τὸν βαρύτατον καὶ ἀπαραδειγμάτιστον ζυγὸν τῆς τυραννίας, καὶ ἀποσεῖσαν αὐτὸν μὲ μεγάλας θυσίας, κηρύττη σήμερον διὰ τῶν νομίμων παραστατῶν του, τὴν Ἐθνικὴν συνηγμένων Συνέλευσιν, ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, τὴν Πολιτικὴν αὐτοῦ ὕπαρξιν καὶ ἀνεξαρτησίαν».
Σημαντικότατο εἶναι τὸ προοίμιον τοῦ Συντάγματός μας. (Οἶμος στὰ ἀρχαῖα εἶναι ὁ δρόμος. Προοίμιο εἶναι ἡ εἰσαγωγή, ἡ εἴσοδος).
Γράφει ὁ σεβαστὸς πρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου Ε.Τ. κ. Βασίλειος Νικόπουλος στὴν μελέτη του γιὰ τὸ «προοίμιον καὶ τὴ νομική του ἀξιολόγηση»:
«Εἶναι ἐμφανὲς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανικὴ Πίστις, ἡ ὁποία ὡς ὑπερτάτη Ἀξία ἐνέπνευσε τὸν ἱερὸν ἀπελευθερωτικὸν ἀγώνα, κατηύγαζεν καὶ τὸ φρόνημα τῶν συντακτῶν τοῦ Προσωρινοῦ Πολιτεύματος τῆς Ἑλλάδος. Ἐνδεικτικόν τῆς εὐλαβείας καὶ τῆς ζώσης, Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως τῶν μελῶν τῆς Α΄ἐν Ἐπιδαύρω Ἐθνικῆς Συνελεύσεως μελῶν τῆς Α΄ἐν Ἐπιδαύρω Ἐθνικῆς Συνελεύσεως τῶν Ἑλλήνων, εἶναι ὅτι ἡ ἔναρξις τῶν ἐργασιῶν της ἐκηρύχθη ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου Ταλαντίου Νεοφύτου καὶ πρώτου τῶν μελῶν αὐτῆς, ἀφοῦ προηγουμένως μὲ συμμετοχὴ ὅλων, ἐτελέσθη ὑπ’ αὐτοῦ ἡ Θεία Λειτουργία» («Ἐκδόσεις τῶν φίλων του Λαοῦ», σελ. 9-10).
Τί ὡραῖο! Στὴν πιὸ μεγάλη του στιγμὴ τὸ Ἔθνος, «λειτουργιέται», κηρύττει «τὴν πολιτικὴν του ὕπαρξιν» δι’ εὐχῶν τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
(Θυμήθηκα αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς. «-Τί θὰ κάνεις, Γέροντα, ἂν ἀκούσεις ὅτι κηρύχτηκε πόλεμος; Τὸν ρώτησαν.
-Θὰ κάνω μία Θεία Λειτουργία", ἀπάντησε. Ἄντε νὰ καταλάβουν ὅλοι οἱ τωρινοὶ ἀλιβάνιστοι τοῦ κοινοβουλίου τὸν λόγο τοῦ ἁγίου!).
Σημαντικὸ εἶναι τὸ β΄ ἄρθρο. Ὅταν ἀναζητήθηκε ἡ συνισταμένη καὶ ἡ κοινὴ βάση ποὺ θὰ προσδιόριζε τὸν Ἕλληνα, τὴν ἐθνική, δηλαδή, ὀνοματοδοσία τῶν ἐπαναστατῶν, εὐθὺς ἐξαρχῆς ὁρίστηκε: «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικράτειας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσὶν Ἕλληνες, καὶ ἀπολαμβάνουν ἄνευ τινὸς διαφορᾶς ὅλων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων».
Εἶναι ἀκράδαντη καὶ ἑδραία ἡ πίστη τῶν ἀγωνιστῶν στὴν εὐεγερτικὴ ἐπέμβαση τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν νεκρανάσταση τοῦ Γένους.
«Τὸν Χριστὸν φοβόμαστε καὶ αὐτὴν ἡ θρησκεία μας λευτέρωσεν καὶ βγήκαμε στὴν κοινωνία τοῦ κόσμου» βροντοφωνάζει ἡ ἄγρυπνη συνείδηση τοῦ Ἔθνους, ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης:
«Γιὰ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερίαν γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν τὴν ἁγίαν γι’ αὐτὰ τὰ δύο πολεμῶ», ἔψελνε κλαίγοντας ὁ λαός. «Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτην τὴν φορὰ τοὺς Ἕλληνας διὰ να εμψυχωθοῦν» παρακαλᾶ ὁ Κολοκοτρώνης τὴν Παναγία σὲ μία ἐκκλησία εἰς τον δρόμο στὸ Χρυσοβίτσι.
«.... ἂς ρωτήσουμε τὴν καρδιά μας καὶ ὅ,τι μᾶς ἀπαντηχαίνει ἂς τὸ βάλωμε γλήγορα σὲ πράξιν καὶ ἂς εἴμεθα, ἀδέλφια, βέβαιοι πὼς ὁ Χριστός μας ὁ πολυαγαπημένος θὰ βάλη τὸ χέρι ἀπάνω μας», γράφει τὸ λιοντάρι τῆς Γραβιᾶς, ὁ Ὀδ. Ἀνδροῦτσος, στὴν περίφημη ἐπιστολὴ του στοὺς Γαλαξιδιῶτες. (Κάρπου Παπαδόπουλου, «Ὀδ. Ἀνδροῦτσος, ἔκδ. «Βεργίνα», σελ. 98). Ἂς τὸ καταλάβουν οἱ ποικιλώνυμοι ἐκκλησιομάχοι. Οἱ πρόγονοι ἔχυσαν τὸ αἷμα τους, γιατί ἤθελαν ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ νὰ δοξάζεται σὲ τοῦτο τὸν τόπο. Κι ἂν σήμερα κατρακυλήσαμε καὶ γίναμε παλιοψάθα τῆς οἰκουμένης εἶναι γιατί λησμονήσαμε τὴν ἱερὴ ἐντολή τους.
«Νὰ μὴν γίνεται λόγος κατὰ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας» διαβάζουμε στὸ ἰδρυτικό τοῦ νέου κράτους μας Σύνταγμα. (Δὲν περνάει μέρα ποὺ νὰ μὴ βγαίνει κάποιο ἐπωνυματοφόρο νούμερο καὶ νὰ μὴν κουνάει τὸ δάχτυλο στὴν Ὀρθόδοξη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία).
Τὸ γιατί μᾶς τὸ περιγράφει ἐκφραστικότατα ὁ ἱστορικὸς Ζαμπέλιος: «Οἱ ἀλλοεθνεῖς, ἴνα μᾶς ἀναγνωρίσωσιν, ἠρώτων ποῦ εἶναι ἡ πατρίς μας καὶ ἠμεῖς κοσμικῶς ἀπάτριδες εἰς μόνη ἀπάντησιν ἐστρέφομεν τὸ βλέμμα πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν. Οὗτοι μὲν μᾶς ἔλεγον ὅτι ἄλλο Ἐκκλησία καὶ ἄλλο Πατρίς. Ἠμεῖς δὲ οὐδὲ ἠξεύρομεν οὐδὲ δυνάμεθα νὰ τὰ διακρίνωμεν, ἡ μία μετὰ τῆς ἄλλης ἤσαν ἀδιασπάστως ἐντός τῆς ἡμετέρας καρδίας συνηρμοσμένα».
Ὁ δῆθεν ἐξευρωπαϊσμὸς μας προκάλεσε καὶ τὸν διασπασμό, ἐντός τῆς ἡμετέρας καρδίας, τῶν δύο τούτων τζιβαϊρικῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν μᾶς βρίσκει τὸ κακὸ σπεύδουμε νὰ ἀδειάσουμε τὰ ράφια τῶν Super Market, ἀντὶ νὰ τρέχουμε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας, τῆς Ἐκκλησίας, στὴν Θεία Λειτουργία.
Δι’ αὐτὰ πολεμήσαμε» ἔλεγε ὁ γερο - Μακρυγιάννης σὲ «κάτι στρατιῶτες» ποὺ θὰ πουλοῦσαν δύο ἀγάλματα περίφημα, «κάτι Εὐρωπαίων».
Πόσα ἐρωτηματικὰ χωράει σήμερα αὐτὴ ἡ φράση; Δι’ αὐτὰ πολέμησαν; Γιὰ τὰ μνημόνια, τὸ ξεπούλημα τῆς δημόσιας περιουσίας, τὴν οἰκονομικὴ ἐξαθλίωση, τὴν ἀσυδοσία τῶν ἀσύλων, τὸν ἐκβαρβαρισμὸ τῆς παιδείας....
Μήπως, ἐρωτῶ, ἀκυρώθηκε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ Εἰκοσιένα; Ἂν συμφωνοῦμε, τί κάνουμε;
«Ἕνα ἔθνος ἔχει τὸ δίκαιον παντοντε νὰ μετασχηματίση καὶ νὰ μεταλλάξη τὴν νομοθεσίαν του. Μίας γενεᾶς πρόσωπα δὲν ἠμποροῦν νὰ καθυποτάξουν εἰς τοὺς νόμους των τὰ πρόσωπα ὁποῦ θέλουν γεννηθῆ κατόπι τους». Ρήγας Φερραῖος "Νέα Πολιτικὴ Διοίκησις" ἄρθρο 28
Δηλαδή, μᾶς κανοναρχεῖ ὁ «πρωτομάρτυρας» τῆς λευτεριᾶς μας, οἱ ἔχοντες τὰ «ὀφίκια τῆς πατρίδος», βουλευτὲς καὶ κυβερνῆτες δὲν ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ὑπογράψουν μὲ «χέρια καὶ ποδάρια» νόμους - μνημόνια μὲ τὰ ὁποῖα καθυποτάσσονται γενεές, ἀγέννητων, Ἑλλήνων. Στρώθηκα καὶ μελέτησα τὰ πρῶτα, τὰ γενέθλια συντάγματα τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας.
Ποιὰ πατρίδα ὁραματίστηκαν οἱ «ματοκυλισμένοι» (Μακρυγιάννης) πρόγονοί μας; Γιατί 1.000.000 περίπου ἡρωικοὶ ραγιάδες -ἀπὸ τὰ 3.000.000 πού ζοῦσαν, ὅπως ὑπολογίστηκε τότε στὴν Ἐπικράτεια- ἔδωσαν τὴν ζωή τους;
«Ἡ ἀνάγνωση τῶν συνταγματικῶν κειμένων καὶ τῆς ἱστορίας τους, δὲν εἶναι ἕνα τυπικὸ καθῆκον ἀπέναντι στὴν συνταγματική μας ἱστορία, ἀλλὰ ἕνα οὐσιαστικὸ χρέος ἀπέναντι στὴν νεοελληνική μας ἱστορία, ποὺ τὶς ἐπιπτώσεις της ἀντιμετωπίζουμε ἄμεσα καὶ στὶς μέρες μας.
Ὅπως ἡ Ἀθήνα δὲν χτίστηκε σὲ μία μέρα, ἔτσι καὶ ἡ σημερινὴ θέση τοῦ Νεοέλληνα δὲν μπορεῖ νὰ στοιχειοθετηθεῖ καὶ ἑρμηνευτεῖ σωστὰ χωρὶς τὴν συστηματικὴ καὶ πολύχρονη...
ἴσως ἔρευνα τῶν ἱστορικῶν μας πηγῶν», γράφει ὁ Ἀλ. Σβῶλος στὸ βιβλίο του «Ἡ Συνταγματικὴ ἱστορία τῆς Ἑλλάδος». (Ἔκδ. «Στοχαστής», Ἀθήνα 1972, σελ. 13).
Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὰ τρία πρῶτα Συντάγματα ψηφίστηκαν ἐν μέσω τῆς Ἐπανάστασης.
Τὸ πρῶτο πολίτευμα τῆς ἀγωνιζομένης Ἑλλάδας προῆλθε ἀπὸ τὴν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου στὶς 20 Δεκεμβρίου 1821. Τὸ Σύνταγμα τῆς Ἐπιδαύρου ὑπεβλήθη σὲ ἀναθεώρηση ἀπὸ τὴν Β΄ Ἐθνοσυνέλευση, ἡ ὁποία συνῆλθε στὸ Ἄστρος στὶς 29 Μαρτίου τοῦ 1823.
"Τὸ πολίτευμα τοῦτο", γράφει ὁ Σβῶλος, στὸ προαναφερθὲν πόνημά του, "διὰ νὰ μὴ διεγείρη, ὡς δημοκρατικόν, τὴν δυσπιστίαν τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας ὠνομάσθη Προσωρινόν».
Τὸ τρίτο Σύνταγμα – τὸ τελειότερο τῶν Συνταγμάτων τῆς Ἐπαναστάσεως - ψηφίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας κατὰ τὸν Μάιο τοῦ 1827. (Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐξέλεξε ὁμοφώνως τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια «Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδος»). Βαρυσήμαντη, μεγαλοπρεπὴς καὶ ἐπικὴ εἶναι ἡ, ταυτόχρονη πρὸς τὸ Σύνταγμα, διακήρυξη τῆς Ἐπιδαύρου.
Τὴν παραθέτω:
«Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος. Τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος, τὸ ὑπὸ τὴν φρικώδη ὀθωμανικὴ δυναστείαν, μὴ δυνάμενον νὰ φέρη τὸν βαρύτατον καὶ ἀπαραδειγμάτιστον ζυγὸν τῆς τυραννίας, καὶ ἀποσεῖσαν αὐτὸν μὲ μεγάλας θυσίας, κηρύττη σήμερον διὰ τῶν νομίμων παραστατῶν του, τὴν Ἐθνικὴν συνηγμένων Συνέλευσιν, ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, τὴν Πολιτικὴν αὐτοῦ ὕπαρξιν καὶ ἀνεξαρτησίαν».
Σημαντικότατο εἶναι τὸ προοίμιον τοῦ Συντάγματός μας. (Οἶμος στὰ ἀρχαῖα εἶναι ὁ δρόμος. Προοίμιο εἶναι ἡ εἰσαγωγή, ἡ εἴσοδος).
Γράφει ὁ σεβαστὸς πρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου Ε.Τ. κ. Βασίλειος Νικόπουλος στὴν μελέτη του γιὰ τὸ «προοίμιον καὶ τὴ νομική του ἀξιολόγηση»:
«Εἶναι ἐμφανὲς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Χριστιανικὴ Πίστις, ἡ ὁποία ὡς ὑπερτάτη Ἀξία ἐνέπνευσε τὸν ἱερὸν ἀπελευθερωτικὸν ἀγώνα, κατηύγαζεν καὶ τὸ φρόνημα τῶν συντακτῶν τοῦ Προσωρινοῦ Πολιτεύματος τῆς Ἑλλάδος. Ἐνδεικτικόν τῆς εὐλαβείας καὶ τῆς ζώσης, Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως τῶν μελῶν τῆς Α΄ἐν Ἐπιδαύρω Ἐθνικῆς Συνελεύσεως μελῶν τῆς Α΄ἐν Ἐπιδαύρω Ἐθνικῆς Συνελεύσεως τῶν Ἑλλήνων, εἶναι ὅτι ἡ ἔναρξις τῶν ἐργασιῶν της ἐκηρύχθη ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου Ταλαντίου Νεοφύτου καὶ πρώτου τῶν μελῶν αὐτῆς, ἀφοῦ προηγουμένως μὲ συμμετοχὴ ὅλων, ἐτελέσθη ὑπ’ αὐτοῦ ἡ Θεία Λειτουργία» («Ἐκδόσεις τῶν φίλων του Λαοῦ», σελ. 9-10).
Τί ὡραῖο! Στὴν πιὸ μεγάλη του στιγμὴ τὸ Ἔθνος, «λειτουργιέται», κηρύττει «τὴν πολιτικὴν του ὕπαρξιν» δι’ εὐχῶν τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
(Θυμήθηκα αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς. «-Τί θὰ κάνεις, Γέροντα, ἂν ἀκούσεις ὅτι κηρύχτηκε πόλεμος; Τὸν ρώτησαν.
-Θὰ κάνω μία Θεία Λειτουργία", ἀπάντησε. Ἄντε νὰ καταλάβουν ὅλοι οἱ τωρινοὶ ἀλιβάνιστοι τοῦ κοινοβουλίου τὸν λόγο τοῦ ἁγίου!).
Σημαντικὸ εἶναι τὸ β΄ ἄρθρο. Ὅταν ἀναζητήθηκε ἡ συνισταμένη καὶ ἡ κοινὴ βάση ποὺ θὰ προσδιόριζε τὸν Ἕλληνα, τὴν ἐθνική, δηλαδή, ὀνοματοδοσία τῶν ἐπαναστατῶν, εὐθὺς ἐξαρχῆς ὁρίστηκε: «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικράτειας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσὶν Ἕλληνες, καὶ ἀπολαμβάνουν ἄνευ τινὸς διαφορᾶς ὅλων τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων».
Εἶναι ἀκράδαντη καὶ ἑδραία ἡ πίστη τῶν ἀγωνιστῶν στὴν εὐεγερτικὴ ἐπέμβαση τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν νεκρανάσταση τοῦ Γένους.
«Τὸν Χριστὸν φοβόμαστε καὶ αὐτὴν ἡ θρησκεία μας λευτέρωσεν καὶ βγήκαμε στὴν κοινωνία τοῦ κόσμου» βροντοφωνάζει ἡ ἄγρυπνη συνείδηση τοῦ Ἔθνους, ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης:
«Γιὰ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερίαν γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν τὴν ἁγίαν γι’ αὐτὰ τὰ δύο πολεμῶ», ἔψελνε κλαίγοντας ὁ λαός. «Παναγία μου, βοήθησε καὶ τούτην τὴν φορὰ τοὺς Ἕλληνας διὰ να εμψυχωθοῦν» παρακαλᾶ ὁ Κολοκοτρώνης τὴν Παναγία σὲ μία ἐκκλησία εἰς τον δρόμο στὸ Χρυσοβίτσι.
«.... ἂς ρωτήσουμε τὴν καρδιά μας καὶ ὅ,τι μᾶς ἀπαντηχαίνει ἂς τὸ βάλωμε γλήγορα σὲ πράξιν καὶ ἂς εἴμεθα, ἀδέλφια, βέβαιοι πὼς ὁ Χριστός μας ὁ πολυαγαπημένος θὰ βάλη τὸ χέρι ἀπάνω μας», γράφει τὸ λιοντάρι τῆς Γραβιᾶς, ὁ Ὀδ. Ἀνδροῦτσος, στὴν περίφημη ἐπιστολὴ του στοὺς Γαλαξιδιῶτες. (Κάρπου Παπαδόπουλου, «Ὀδ. Ἀνδροῦτσος, ἔκδ. «Βεργίνα», σελ. 98). Ἂς τὸ καταλάβουν οἱ ποικιλώνυμοι ἐκκλησιομάχοι. Οἱ πρόγονοι ἔχυσαν τὸ αἷμα τους, γιατί ἤθελαν ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ νὰ δοξάζεται σὲ τοῦτο τὸν τόπο. Κι ἂν σήμερα κατρακυλήσαμε καὶ γίναμε παλιοψάθα τῆς οἰκουμένης εἶναι γιατί λησμονήσαμε τὴν ἱερὴ ἐντολή τους.
«Νὰ μὴν γίνεται λόγος κατὰ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας» διαβάζουμε στὸ ἰδρυτικό τοῦ νέου κράτους μας Σύνταγμα. (Δὲν περνάει μέρα ποὺ νὰ μὴ βγαίνει κάποιο ἐπωνυματοφόρο νούμερο καὶ νὰ μὴν κουνάει τὸ δάχτυλο στὴν Ὀρθόδοξη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία).
Τὸ γιατί μᾶς τὸ περιγράφει ἐκφραστικότατα ὁ ἱστορικὸς Ζαμπέλιος: «Οἱ ἀλλοεθνεῖς, ἴνα μᾶς ἀναγνωρίσωσιν, ἠρώτων ποῦ εἶναι ἡ πατρίς μας καὶ ἠμεῖς κοσμικῶς ἀπάτριδες εἰς μόνη ἀπάντησιν ἐστρέφομεν τὸ βλέμμα πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν. Οὗτοι μὲν μᾶς ἔλεγον ὅτι ἄλλο Ἐκκλησία καὶ ἄλλο Πατρίς. Ἠμεῖς δὲ οὐδὲ ἠξεύρομεν οὐδὲ δυνάμεθα νὰ τὰ διακρίνωμεν, ἡ μία μετὰ τῆς ἄλλης ἤσαν ἀδιασπάστως ἐντός τῆς ἡμετέρας καρδίας συνηρμοσμένα».
Ὁ δῆθεν ἐξευρωπαϊσμὸς μας προκάλεσε καὶ τὸν διασπασμό, ἐντός τῆς ἡμετέρας καρδίας, τῶν δύο τούτων τζιβαϊρικῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν μᾶς βρίσκει τὸ κακὸ σπεύδουμε νὰ ἀδειάσουμε τὰ ράφια τῶν Super Market, ἀντὶ νὰ τρέχουμε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας, τῆς Ἐκκλησίας, στὴν Θεία Λειτουργία.
Δι’ αὐτὰ πολεμήσαμε» ἔλεγε ὁ γερο - Μακρυγιάννης σὲ «κάτι στρατιῶτες» ποὺ θὰ πουλοῦσαν δύο ἀγάλματα περίφημα, «κάτι Εὐρωπαίων».
Πόσα ἐρωτηματικὰ χωράει σήμερα αὐτὴ ἡ φράση; Δι’ αὐτὰ πολέμησαν; Γιὰ τὰ μνημόνια, τὸ ξεπούλημα τῆς δημόσιας περιουσίας, τὴν οἰκονομικὴ ἐξαθλίωση, τὴν ἀσυδοσία τῶν ἀσύλων, τὸν ἐκβαρβαρισμὸ τῆς παιδείας....
Μήπως, ἐρωτῶ, ἀκυρώθηκε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ Εἰκοσιένα; Ἂν συμφωνοῦμε, τί κάνουμε;
1 σχόλιο:
ΠΡΟΣΟΧΉ
Τά πράγματα είναι πάρα πολύ άσχημα.
Αγρυπνείτε, έχουν τρομερά σχέδια.
Δέν καταλαβαίνει τίποτα ο κόσμος. Κοιμάται!
Προβαίνουν απροκάλυπτα πλέον σέ οτιδήποτε.
Σέ λίγο θά ανοίξουν καί τά γκουλάγκ, αν προλάβουν.!!!
Δημοσίευση σχολίου