Κατά το έτος 1906-1907 υπηρετών εις τας τάξεις του στρατού εν Αθήναις, είχον συγκάτοικον τον αείμνηστον Νικόλαον Μητρόπουλον, ανεψιόν του αειμνήστου Μητροπολίτου Πατρών κυρού Ιεροθέου, όστις ημέραν τινά ενώ ητοιμαζόμην δια το μυστήριον της Ιεράς Εξομολογήσεως μοί λέγει, (ως ποτέ ο Φίλιππος είπεν εις τον Ναθαναήλ δια τον Χριστόν) ελθέ μετ' εμού, να υπάγωμεν, να εξομολογηθής εις ένα Πνευματικόν ενάρετον, Άγιον, εις τον οποίον εξομολογούμαι και εγώ, να τον γνωρίσης, πολύ θα ωφεληθής. Επήγαμε και τόσον πολύ ηυχαριστήθην και ωφελήθην, ώστε από τότε και ύστερον μετέβαινον συχνά και εξωμολογούμην, άλλοτε με τον φίλον μου, και άλλοτε μόνος μου, πολλάκις δε μοί έλεγεν ο αείμνηστος, να πηγαίνω δια να με συμβουλεύη, νουθετή και διδάσκη, πως να αποφεύγω τους κρημνούς της αμαρτίας και πως να αποκτήσω τας αρετάς.
Εγώ δε επειδή έβλεπον, ότι από τας νουθεσίας, συμβουλάς και την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του ωφελούμην, αντί να πηγαίνω εις περιπάτους, θέατρα, διασκεδάσεις που με εκάλουν τινές φίλοι μου, επροτίμουν και επήγαινα εις τον Πνευματικόν μου Πατέρα με περισσοτέραν προθυμίαν από εκείνην που έχουν οι φιλόκοσμοι, να τρέχουν εις τους χορούς και διασκεδάσεις.
Αφού επλησίαζεν ο καιρός, να αποστρατευθώ, απεφασίσαμεν με τον ανωτέρω φίλον μου, να ασπασθώμεν και οι δύο τον μοναχικόν βίον. Εφανέρωσα εις τον Πνευματικόν μου τον σκοπόν μου, και εζήτησα την συμβουλήν του. O δε μοί είπεν⋅ «καλώς εσκέφθης, την αγαθήν μερίδα εξέλεξας, αλλ' εις ποίαν μονήν έχεις σκοπόν να υπάγης;». Εγώ τω είπον⋅ δεν έχω ωρισμένως αποφασίσει εισέτι⋅ μοί λέγει «εάν θα υπάγης εις μονήν τινα των εν Ελλάδι, να προτιμήσης, να υπάγης εις την νήσον Πάρον εις την ιεράν μονήν Λογγοβάρδας, εις την οποίαν έχω υπάγει και εγώ, ότε ήμην διάκονος και γραμματεύς της εν Χίω ιεράς Νέας Μονής και με έστειλεν η Ν. Μονή εις το εν Πάρω αυτής μετόχιον, επεσκέφθην επανειλημμένως την ιεράν μονήν Λογγοβάρδας και παρέμεινα αρκετάς ημέρας. Παρηκολούθησα και είδον την τάξιν της μονής, την ευσέβειαν, την πίστιν, την ευλάβειαν,την αφοσίωσιν και αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον των εν αυτή ενασκουμένων Πατέρων. Εάν δεν υπάγης εκεί, μη υπάγης εις άλλην μονήν, κάλλιον να μένης εν τω κόσμω». Όταν δε τω είπον έχω και ένα λογισμόν, δια να υπάγω εις το Άγιον Όρος του Άθωνος, «πήγαινε, μοί είπεν⋅ αλλ' εις ιδιόρυθμον μονήν μη υπάγης, να προτιμήσης κοινόβιον η σκήτην, αλλ' η πατρική μου συμβουλή είναι να προτίμησης την Λογγο-βάρδα, εκεί θα ωφεληθής και θα ωφελήσης, και ημέραν τινά χωρίς να θέλης, εκεί θα καταντήσης».
Εγώ τον αποχαιρέτησα και επροτίμησα το Άγιον Όρος. Αναχωρήσαντες εξ Αθηνών μετά του φίλου μου και φθάσαντες εις Θεσσαλονίκην, εξήλθομεν του πλοίου δια να προσκυνήσωμεν τον τάφον του αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Οι Οθωμανοί υποπτεύσαντες ότι είμεθα κατάσκοποι, όχι μόνον δεν μας επέτρεψαν να μεταβώμεν εις Άγιον Όρος, αλλά και έθηκαν ημάς εις φρούρησιν στρατιωτών. Επειδή δε εζήτησα να παρουσιασθώ εις τον Πασά, να τω ομιλήσω, μοί επέτρεψαν, αλλ' απουσιάζοντος του Πασά, με τον αντιπρόσωπόν του ήλθομεν εις φιλονικείαν και εκείνος θυμωθείς, διότι τω ειπον ότι είναι άδικοι επειδή δεν μας επέτρεπον να φύγωμεν δια το Άγ. Όρος, και ότι δεν είμεθα κατάσκοποι, εφώνησε και ήλθον περί τους 30 στρατιώται και αξιωματικοί και με παρέλαβον, να με κλείσουν εις τας φυλακάς και κατόπιν να με εκτελέσουν.
Αλλά κατ' ευδοκίαν Θεού και τη μεσιτεία του πολιούχου Θεσσαλονίκης αγ. Δημητρίου καθ' οδόν μας συνήντησε ο Πασάς, όστις με ηλευθέρωσε και με παρέδωκε εις στρατιώτην Οθωμανόν και με συνώδευσεν έως εις τον λιμένα Θεσσαλονίκης και με παρέδωκεν εις πλοίον ελληνικόν και επέστρεψα χωρίς να θέλω εις την Ελλάδα και εις την ιεράν μονήν της Λογγοβάρδας, εις ην ήδη ευρίσκομαι επί συναπτά έτη 44 και επληρώθη ούτω η ρήσις του Αγίου, ότι και μη θέλων, εις την Λογγοβάρδα θα καταντήσω. Αφ' ου δε έλαβον το αγγελικόν σχήμα και εχειροτονήθην διάκονος, κατά το έτος 1910 εζήτησα άδειαν παρά του Γέροντός μου Ιεροθέου και μετέβην εις προσκύνησιν του Αγιωνύμου Όρους του Άθωνος.
Επιστρέφων εξ Αγ. Όρους εις Αθήνας, εζήτησα τον Πνευματικόν μου Πατέρα και μαθών ότι ευρίσκεται εις Αίγιναν, έσπευσα να τον ίδω και λάβω τας ευχάς και ευλογίας του. Φθάσας εις Αίγιναν, ανήλθον εις την μονήν περί την 12ην μεσημβρινήν ώραν, ήτο μην Αύγουστος και ο ήλιος ήτο πολύ καυστικός. Έξω του τείχους της μονής βλέπω γέροντα τινά λευκογένειον, φορούντα ψάθινον καπέλο, το δε ράσο του είχε σηκωμένο και τυλιγμένο εις την ζώνην του, έσκαπτε με μίαν αξίνην και με ένα πτύον εγέμιζε ένα καροτσάκι χώματα, πέτρας κ.λπ. και το μετέφερε ο ίδιος εις απόστασιν 50-60 μέτρων. Μη γνωρίσας, ότι αυτός ήτο ο Πνευματικός μου Σος Νεκτάριος, και νομίσας, ότι θα ήτο εργάτης και είχε περιβληθή ράσον, δια να μη σκονίζη και λερώνη τα ενδύματά του, η θα ήτο δόκιμός τις μοναχός, τον επλησίασα και αφ' ου τον εχαιρέτησα, τω είπον είναι εδώ ο Σος Νεκτάριος; μοί απήντησεν, «εδώ είναι, τι τον θέλεις;». Ύπαγε σε παρακαλώ να τω είπης, ότι ήλθε ένας διάκονος, πνευματικόν του τέκνον και θέλει να τον ίδη• «αμέσως, να είναι ευλογημένον», μοί απήντησε και αφίσας την αξίνην και το πτύον, μοί έδειξε τον ξενώνα• ένα δωμάτιον που είχεν προσωρινώς κτίσει έξω της μονής δια τους ξένους, και μοί λέγει,«ύπαγε εις αυτό το δωμάτιον και περίμενε και εγώ υπάγω να σου τον φέρω». Εις ολίγα λεπτά έφθασε, φορών το καλυμαύχιόν του και το εξώρρασον και τότε εγνώρισα, ότιαυτός ήτο ο Σος, τον οποίον εγώ εξέλαβον πριν, ως εργάτην (χαμάλην) και τον περιεφρόνησα, διότι δεν εφαντάσθην ποτέ ότι ένας Μητροπολίτης θα ήτο δυνατόν να εργάζηται τοιαύτην ευτελεστάτην εργασίαν και δη εν ώρα μεσημβρίας ότε όλοι εκοιμώντο. Τοσούτον υψηλόν έχων αξίωμα, αλλά και τοσούτον ταπεινόν είχε φρόνημα.
Επέβλεψεν ο Κύριος εις την ολόψυχον και ολοκάρδιον αυτού αγάπην προς τον Θεόν και προς τον πλησίον. Δεν θα λησμονήσω ποτέ εκείνο, όπερ είδον εις τον Άγιον, εισερχόμενον εις το Άγιον Θυσιαστήριον ιδίως την νύκτα εις τον όρθρον. Οσάκις έτυχε να υπάγω εις την μονήν και παρέμεινα κατά τας ακολουθίας εντός του Αγ. Βήματος, έβλεπον τον Άγιον και εισήρχετο και προσέπιπτε γονυπετής εις τον Εσταυρωμένον και εναγκαλιζόμενος με τας χείρας του τον Τίμιον Σταυρόν, προσηύχετο με στεναγμούς αλαλήτους και με δάκρυα έβρεχε το Ξύλον του Σταυρού. Τούτο δείγμα της ολοψύχου και ολοκαρδίου αυτού αγάπης προς τον Θεόν. Αλλά και πόσην αγάπην εδείκνυε προς τον πλησίον, ιδίως προς τους πτωχούς, τους οποίους ευμενώς και ιλαρώς υπεδέχετο και έδιδεν ελεημοσύνην ουχί εκ του περισσεύματος, αλλά και εκ του υστερήματός του. Πολλάκις εκενούτο το πορτοφόλιόν του, έδιδε αφειδώς όλα όσα είχε και δεν εκράτει δια τον εαυτόν του ούτε οβολόν, πιστεύων ότι ο Κύριος θα τω έστελε βοήθειαν. Αι τρεις αύται αρεταί, αι τον της Αγίας Τριάδος φέρουσαι αριθμόν, πίστις, ταπείνωσις και αγάπη, ανέδειξαν τον Πενταπόλεως Νεκτάριον, Άγιον.
Από το βιβλίο «Ο γυναικείος μοναχισμός και ο Άγιος Νεκτάριος», Πρακτικά Διορθόδοξου Μοναστικού Επιστημονικού Συνεδρίου επί τη εκατονπεντηκοετηρίδι (1846-1996) από της γεννήσεως του Αγίου Νεκταρίου, Αίγινα 9-11 Σεπτεμβρίου 1996.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου