Τις καλοκαιρινές ώρες που όλοι (λίγο-πολύ) θέλουμε να ξεκουραστούμε, καλό είναι να ξεκουράζουμε το μυαλό μας με ωφέλιμες αναγνώσεις. Ένα σύντομο διήγημα μας στείλατε και σας ευχαριστούμε. Το αναρτούμε και ευχόμασατε σε όλους καλή ανάγνωση!
Τὸ γαϊδουράκι Νάθαν. Διήγημα γιὰ μικρὰ καὶ μεγάλα παιδιὰ
Γιῶργος Βλαχόπουλος
Ἀντίβαρο, Ἀπρίλιος 2006
Ἦταν ἕνα ζεστὸ ἀνοιξιάτικο πρωινό, στὴν πεδιάδα τῆς Ἰουδαίας. Ὁ φωτεινὸς ἥλιος χάιδευε μὲ τὶς ζεστὲς ἀκτίνες τοῦ τὴν νωπὴ ἀπὸ τὴν πρωινὴ δροσιὰ γῆ, κάνοντας τὴν νὰ ἀχνίζει καὶ τὸ κιτρινοκόκκινο χῶμα νὰ εὐωδιάζει ὑπέροχα.
Ἀντίβαρο, Ἀπρίλιος 2006
Ἦταν ἕνα ζεστὸ ἀνοιξιάτικο πρωινό, στὴν πεδιάδα τῆς Ἰουδαίας. Ὁ φωτεινὸς ἥλιος χάιδευε μὲ τὶς ζεστὲς ἀκτίνες τοῦ τὴν νωπὴ ἀπὸ τὴν πρωινὴ δροσιὰ γῆ, κάνοντας τὴν νὰ ἀχνίζει καὶ τὸ κιτρινοκόκκινο χῶμα νὰ εὐωδιάζει ὑπέροχα.
Ὁ Νάθαν, τὸ γαϊδουράκι, ὀρθάνοιξε τὰ μεγάλα, καστανὰ μάτια του κι ἔβγαλε τὸ κεφάλι του ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τοῦ παχνιοῦ, ποὺ ἔβλεπε στὸ ἐσωτερικό της αὐλῆς. Ὄρθιος κοντὰ στὸ μαγκανοπήγαδο στεκόταν τὸ ἀφεντικό του, ὁ γέρο-Ἰακὼβ ὁ ἀγωγιάτης, καὶ συζητοῦσε ἔντονα μ΄ἕνα νεαρὸ ψαρά. Οἱ δυὸ ἄνδρες χειρονομοῦσαν ζωηρά, σὰν νὰ κανόνιζαν τὴν τιμὴ γιὰ τὸ ἀγώι. «Συνηθισμένο παζάρι», σκέφτηκε ὁ μικρὸς Νάθαν κι ἄνοιξε τὸ στόμα του σὲ ἕνα ἀτέλειωτο χασμουρητό, ποὺ τὸ συνόδευαν οἱ μουσικοὶ λαρυγγισμοί του.
Ἄθελά του τράβηξε τὴν προσοχὴ τοῦ ἕνας ὄμορφος, γαλήνιος, νέος ἄνδρας, ποὺ παρακολουθοῦσε τὴν συνομιλία ἀπὸ μία γωνιά. Δὲν φαινόταν νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ πολὺ γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα, λὲς κι ὁ νοῦς τοῦ ἔτρεχε κάπου ἀλλοῦ. Ἦταν ντυμένος ἁπλά, μὰ ἀρχοντικά. Τὰ ροῦχα τοῦ καθαρά, στὰ πόδια τοῦ τυλιγμένα δερματόπλεχτα σανδάλια. Τὰ χέρια λεπτά, μὲ μακριὰ δάκτυλα. Ἡ ὅλη του ἐμφάνιση ἔδειχνε ἄνθρωπο εὐγενικὸ καὶ καλλιεργημένο. Φαινόταν νὰ κατάγεται ἀπὸ τὴν τάξη τῶν τεχνιτῶν, ἴσως νὰ ἦταν ξυλουργός. Εἶχε μακριά, καστανόξανθα μαλλιά, ποὺ οἱ σγουροὶ κυματισμοὶ τοὺς ἀκουμποῦσαν ἀπαλὰ στοὺς φαρδεῖς του ὤμους. Δυὸ ὄμορφα γαλάζια μάτια στόλιζαν τὸ πρόσωπο μὲ τὸ πλατὺ φωτεινὸ μέτωπο. Ἡ μορφὴ τοῦ αὐστηρή, μὰ καλοσυνάτη. Ὁ Νάθαν ἔνιωσε πὼς ἀπὸ κάπου γνώριζε αὐτὸν τὸν Ξένο, μὰ ἀγουροξυπνημένος καθὼς ἦταν, δὲν ἔδωσε ἐκείνη τὴ στιγμὴ συνέχεια στὴ σκέψη του.
Οἱ δυὸ ἄνδρες δὲν ἄργησαν τελικὰ νὰ συμφωνήσουν κι ἔδωσαν τὰ χέρια. Ὁ γέρο-Ἰακὼβ μέτρησε μὲ ἱκανοποίηση τὰ δηνάρια ποὺ ἀκούμπησε στὴ παλάμη τοῦ ὁ ψαρὰς καὶ κατευθύνθηκε μαζί του στὸ στάβλο ποὺ βρισκόταν ὁ Νάθαν. Τὸ γαϊδουράκι μας ἄφησε πρόθυμα νὰ τὸ ὁδηγήσει ὁ ψαρὰς ἀπὸ τὴν τριχιὰ ποὺ ἦταν περασμένη στὸ λαιμό του. Δὲν χρειαζόταν πολὺ γιὰ νὰ μαντέψει τὴν ἀποστολή του: Εἶχε συμφωνηθεῖ νὰ μεταφέρει στὴν πλάτη τοῦ ἐκεῖνο τὸν σιωπηλὸ ἄνδρα ποὺ στεκόταν παράμερα βυθισμένος στὶς σκέψεις του. Μὲ ἕνα πήδημα στὸ πλάι ὁ Ξένος βρέθηκε ἀνεβασμένος στὸν Νάθαν, ποὺ χωρὶς νὰ περιμένει κάποιο πρόσταγμα ξεκίνησε. Μία ἀνηφορικὴ πορεία - γιὰ τὸ γαϊδουράκι καὶ τὸν ἀναβάτη τοῦ - ἄρχιζε...
***
Βέβαια ὁ Νάθαν δὲν συνήθιζε νὰ σκέπτεται. ὅταν πήγαινε φορτωμένος σὲ κάποιο ἀγώι. Ἄλλωστε, μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή, ἡ σύντομη ζωή του δὲν ἦταν καὶ τόσο ἄσχημη. Ὁ γέρο-Ἰακὼβ ἦταν καλὸς καὶ δὲν τὸν κτυποῦσε, τὸ παχνὶ ἦταν πάντα ζεστό, τὸ ἄχυρο στεγνὸ καὶ ὁ σανὸς ἀρκετός. Τὸν Νάθαν τὸν προόριζαν συνήθως γιὰ ἐλαφρὰ φορτία, ἀφοῦ ἦταν ἀκόμα ἕνα μικρὸ πουλάρι. Μία φορᾶ, ἦταν ἕνα σακὶ σιτάρι γιὰ τὸν μύλο τοῦ κύρ-Ζεβεδαίου τοῦ μυλωνᾶ, κάποια ἄλλη, δυὸ πήλινα δοχεῖα μὲ λάδι, προορισμένα γιὰ τὸ χάνι τοῦ τελώνη Ζακχαίου, ἐκεῖ στὴν ἄκρη τῆς πόλης. Ἀλλὰ καὶ ἀσκιὰ μὲ κρασὶ ἀνῆκαν στὰ ἐμπορεύματα, ποὺ εἶχαν μεταφέρει στὸ παρελθὸν οἱ τρυφερές του πλάτες.
Ὅμως, αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν πλημμύρισε ἕνα αἴσθημα περίεργο, πρωτόγνωρο. Σχεδὸν κατάσαρκα στὴν πλάτη του, χωρὶς σαμάρι, μ΄ ἕνα μάλλινο ὑφαντὸ νὰ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν ἀναβάτη του, μετέφερε τώρα ἐκεῖνον τὸν Ξένο, στὸν ἀνηφορικὸ δρόμο γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν Ἅγια Πόλη. Ὁ Ξένος, μὲ μᾶλλον συνηθισμένη σωματικὴ διάπλαση, φαινόταν ἀνάλαφρος. Παρόλα αὐτὰ ὁ μικρὸς Νάθαν ἔνιωθε τὴν σπονδυλική του στήλη νὰ λυγίζει κάτω ἀπὸ τὸ φορτίο τοῦ ἀναβάτη του: «Θὰ ΄ἔλεγες πὼς κουβαλῶ ὅλο τὸ βάρος τοῦ κόσμου»,συλλογίστηκε μὲ ἀπορία τὸ μικρὸ γαϊδουράκι, καὶ μὲ σφιγμένα χείλη ἀγωνίστηκε νὰ κρατήσει σταθερὸ τὸν βηματισμό του στὸν γλιστερὸ πλακόστρωτο δρόμο, ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν πόλη.
Σὲ ἄλλη περίπτωση θὰ βαρυγκομοῦσε καὶ θὰ στύλωνε τὰ λεπτὰ μπροστινά του πόδια μὲ δύναμη στὸ ἔδαφος, χωρὶς νὰ κουνηθεῖ οὔτε μία σπιθαμή. Ὄπως τότε ποὺ κάποιοι σκληρόκαρδοι ἔμποροι ἀπὸ τὴν Σαμάρεια τὸν εἶχαν φορτώσει μὲ δυὸ βαριὰ σακιὰ χοντρὸ ἁλάτι καὶ τὸν χτυποῦσαν μὲ τὶς βέργες τῆς λυγαριᾶς. Μόνο ποὺ τώρα, χωρὶς νὰ ξέρει κὰν τὸ γιατί, αἰσθανόταν πὼς δὲν ὑπῆρχε κανένας λόγος γιὰ τέτοια πείσματα. Θὲς τὸ τρυφερὸ χέρι τοῦ Ξένου, ποὺ χάιδευε τὸ κεφαλάκι τοῦ ἀνάμεσα στὰ μεγάλα μυτερὰ αὐτιά του, θὲς ἡ ἤρεμη βελούδινη φωνή του, καθὼς σιγοψιθύριζε Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ, γέμιζαν τὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ Νάθαν μὲ μία ἀνείπωτη γαλήνη, μὲ μία ἀνεξήγητη καρτερία καὶ ὑπομονή. Ἔνιωθε πὼς δὲν ἤθελε ποτὲ νὰ τελειώσει αὐτὸ τὸ ταξίδι, νὰ μὴ κατέβει ποτὲ ἀπὸ πάνω τοῦ ἐκεῖνος ὁ Ξένος. Μὰ πάνω ἀπὸ ὅλα, ἦταν ἐκείνη ἡ λάμψη, ποὺ εἶχε μαγέψει τὸ γαϊδουράκι, ἐκεῖνο τὸ ὑπερκόσμιο λαμπερὸ φῶς, ποὺ φώτιζε τὰ πάντα γύρω του, ἕνα φῶς ἄκτιστο, ποὺ λὲς καὶ κατέβαινε ἀπευθείας ἄπ΄ τοῦ οὐρανοῦ τὰ βάθη γιὰ νὰ καλύψει τὸ πρόσωπο τοῦ Ξένου καὶ -γιὰ ὅσους ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς- ὁλάκερη τὴν Πλάση γύρω.
***
Κι ὄπως ἄκουγε τὶς ὁπλές του νὰ ἠχοῦν ρυθμικὰ στὸ πλακόστρωτο, ἄρχισε ἄθελά του νὰ θυμᾶται - χωρὶς νὰ ξέρει τὸ γιατί - τὴν διήγηση τῆς μητέρας του γιὰ τὸ Βρέφος τοῦ Φωτὸς καὶ τῆς Γαλήνης, ποὺ τόσες φορὲς τοῦ εἶχε ἐπαναλάβει τὶς ἀτέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες.
«Ἦταν ἐκείνη τὴν παγωμένη νυχτιὰ στὴ Βηθλεέμ», συνήθιζε νὰ ἀρχίζει τὴν διήγησή της ἡ μητέρα τοῦ Νάθαν, «ὅταν ἄνοιξε ξαφνικὰ στὰ ἄγρια μεσάνυχτα ἡ ξύλινη πόρτα τοῦ στάβλου. Ὅλα τὰ ζῶα ἔνιωσαν τὴν παγωμένη ἀνάσα τοῦ ἀέρα καὶ στριμώχτηκαν ἀκόμα πιὸ κοντά, χαρίζοντας τὸ ἕνα στὸ ἄλλο τὴν ζεστασιά του. Ἀνάμεσά τους, μικρὸ γαϊδουράκι τότε κι αὐτή, ἡ μητέρα του. Στὴν ἀστροφεγγιὰ ποὺ χάριζε χλωμὸ τὸ φῶς της, διαγράφονταν στὴν ἀνοιχτὴ πόρτα οἱ σκιὲς ἀπὸ ἕνα νεαρὸ ζευγάρι ἀνθρώπων. Φαίνονταν νά΄ναὶ κατάκοποι, ἀπὸ ταξίδι μακρινό. Ἡ γυναίκα ταλαιπωρημένη καὶ χλωμή, μὲ ἕνα γλυκὸ πρόσωπο συσπασμένο ἀπὸ τοὺς πόνους τῆς γέννας, ποὺ κοντοζύγωνε. Ὁ ἄνδρας ἀνήσυχος, ταραγμένος, μὲ μέτωπο αὐλακωμένο ἀπὸ τὶς ρυτίδες ποὺ χαράζει ἡ ἔγνοια κι ἡ ἀγωνία. Τόπο ζητοῦσαν νὰ ξαποστάσουν, νὰ ἀναπαυθοῦν. Μία γωνιὰ γιὰ νὰ ξαπλώσει ἡ νεαρὴ γυναίκα τὸ κουρασμένο σῶμα της, νὰ ἀκουμπήσει τὸ νεογέννητο, μίας καὶ ἡ ὥρα τῆς γέννας κόντευε. Οἱ κοφτὲς ἀνάσες τῆς γυναίκας ἀκούγονταν ὅλο καὶ πιὸ σύντομες, ὅλο καὶ πιὸ βαθιές. Ὅλα ἔδειχναν πὼς τὰ ζῶα θά΄ πρεπε νὰ μοιραστοῦν τὸ παχνί τους μὲ ἕνα ἀκόμα ἔνοικο. Καὶ πραγματικά: Σὰν ἀπὸ ἕνα ἔνστικτο ἀρχέγονο τὰ ζῶα τραβήχτηκαν σὲ μία γωνιά, ναὶ στὰ ἀλήθεια, τὸ γαϊδουράκι, τὸ βόδι καὶ τὰ πρόβατα ἔκαναν τόπο γιὰ τὸ νεογέννητο καὶ τὴν βασανισμένη μητέρα του. Κι αὐτή, κάνοντας στρῶμα τὰ ἄχυρα καὶ τὰ ξερόχορτα τοῦ παχνιοῦ, ἔστρωσε καταγῆς τὸν λευκό της μάλλινο μανδύα καὶ μὲ ὅτι κουρέλια τῆς εἶχαν ἀπομείνει, τύλιξε στοργικὰ τὸ γυμνὸ κορμάκι τοῦ Βρέφους. Γιὰ τὰ ζῶα τὸ γεγονὸς τῆς γέννησης ἑνὸς ἀνθρώπου ἀνάμεσά τους ἦταν κάτι τὸ ἐντυπωσιακό. ΄Ἔτσι ἀσυναίσθητα σχημάτισαν ἕνα κύκλο γύρω ἀπὸ τὴν θέση, ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ἡ ἑτοιμόγεννη. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ τῆς γέννας τὰ ζῶα ἔδειξαν τὴν συμπόνια τους, πλησίασαν καὶ ἔσκυψαν μὲ τὰ κεφαλάκια τους νὰ δοῦν τὸ νεογέννητό της φάτνης καὶ νὰ τὸ ζεστάνουν μὲ τὰ χνῶτα τους. Τί ὄμορφο βρέφος ἦταν! Τί γαλήνιο πρόσωπο ποὺ εἶχε! Κι ἐκεῖνο τὸ διάχυτο φῶς, τὸ ὑπερκόσμιο, τί ἀνείπωτη λαμπρότητα.! Ὅλη ἡ σπηλιὰ ἔλαμψε μὲ μίας, λὲς καὶ τὴν εἶχαν φωτίσει ξαφνικὰ χιλιάδες ἥλιοι», διηγιόταν ἡ μητέρα τοῦ Νάθαν. «Ἦταν μία ἀσύγκριτη, ἀνεπανάληπτη ἐμπειρία γιὰ ὅλη τη φύση ὅλα τὰ ζῶα εἶχαν νιώσει θαρρεῖς κάποιο σωτήριο γεγονὸς καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ θείου Βρέφους εἶχε σφραγίσει γιὰ πάντα τὴν καρδιὰ καὶ τὴ μνήμη τους, τὸ βίωμα τῆς θείας γέννησης εἶχε ποτίσει καὶ τὸ τελευταῖο τους κύτταρο».
Ἕνα δάκρυ, θυμᾶται, εἶχε γεμίσει τότε τὰ ὄμορφα καστανὰ μάτια τῆς μητέρας του κι εἶχε γίνει σταγόνα μαργαριτάρι ποὺ στάθηκε στὴν ἄκρη τοῦ βλέφαρού της, σὰν αἰσθάνθηκε τὸ μικρὸ χεράκι τοῦ ἀπροστάτευτου Βρέφους νὰ τῆς χαϊδεύει τὴν μουσούδα, σὰν νὰ ἤθελε νὰ πεῖ τὸ δικό του εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ζεστασιὰ ποὺ τοῦ πρόσφερε...
***
Ἀπορροφημένος στὶς σκέψεις ποὺ τοῦ δημιούργησε ἡ ἀνάμνηση ἀπὸ τὴ διήγηση τῆς μητέρας του,ὁ μικρὸς Νάθαν ἄρχισε νὰ τρικλίζει κάτω ἀπὸ τὸ δυνατὸ ἀνοιξιάτικο ἥλιο. Τί τὸν ἔκανε νὰ θυμηθεῖ αὐτὴ τὴν ἱστορία, τώρα; Ποιὰ σχέση μποροῦσε νὰ ἔχει ἐκεῖνο τὸ Βρέφος τῆς Βηθλεὲμ μὲ αὐτὸν τὸν Ξένο της Ἱερουσαλήμ; Ἀνεξήγητο συναίσθημα. Κι ὅμως, τὸ ἴδιο αἴσθημα Γαλήνης, τὸ ἴδιο ἄπλετο Φῶς, ἡ ἴδια τρυφερότητα τοῦ χεριοῦ ποὺ ἀκουμποῦσε ὅλη τὴν ὥρα στὸ κεφαλάκι τοῦ Νάθαν. Ναί, δὲν ἔκανε λάθος ! Στὰ βάθη τῆς ὕπαρξής του ἔνιωθε, πὼς δὲν μποροῦσε νὰ κάνει λάθος. Ὁ Ξένος της Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸ Βρέφος τῆς Βηθλεὲμ εἶχαν μὲ βεβαιότητα κάτι κοινὸ μεταξύ τους. Τὸ ἔνστικτο τῶν ζώων, ἡ ἁγνὴ καὶ ταπεινὴ φύση δὲν ἔκανε λάθος !
Ὁ Νάθαν μὲ τὸν ἀναβάτη τοῦ ἔφτασαν τώρα στὴν Ἅγια Πόλη. Πέρασαν τὴν μεγάλη Πύλη καὶ τράβηξαν τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀγορά. Μὰ τί ἦταν αὐτὸ ποῦ ἀντίκριζαν τὰ μάτια του; Πανηγύρι χαρᾶς ! Οἱ ἄνθρωποι, πλῆθος ἀμέτρητο καὶ ἀσυγκράτητο, εἶχαν ξεχυθεῖ στοὺς δρόμους νὰ προϋπαντήσουν τὴν μικρὴ συντροφιά. Μὲ χαρούμενες φωνὲς κι ἀλαλαγμοὺς περικύκλωσαν τὸ γαϊδουράκι καὶ τὸν ἀναβάτη του, ἐνῶ ἀνέμιζαν στὰ χέρια τοὺς κλαδιὰ ἀπὸ φοινικόδεντρα καὶ βάγια. «Ὡσαννά, ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», ἀκούγονταν κραυγὲς χαρᾶς ἀπὸ κάθε στόμα. Τὸ γαϊδουράκι μας στὴν ἀρχὴ τρόμαξε. Στύλωσε τὰ μυτερὰ αὐτιὰ τοῦ πρὸς τὰ μπρὸς κι ἀφουγκράστηκε τὶς ἰαχὲς τοῦ πλήθους. Ὅλα του φαίνονταν ἀπειλητικά. Μὰ ἡ βελούδινη φωνὴ τοῦ ἀναβάτη του, ποὺ ἔσκυψε τρυφερὰ ἀπὸ πάνω του, τὸ ἡσύχασε. «Μὴ φοβᾶσαι, Νάθαν», τοῦ ἔλεγε. «Σήμερα μὲ ἀγαποῦν καὶ μὲ δοξολογοῦν, αὔριο θὰ μὲ μισοῦν καὶ θὰ φωνάζουν «σταυρῶστε τὸν». Μὴ φοβᾶσαι, ὄπως δὲν φοβήθηκε καὶ ἡ μανούλα σου τὶς ἄγριες φωνὲς τῶν στρατιωτῶν τοῦ Ἡρώδη, ποὺ μὲ καταδίωκαν, ὅταν αὐτὴ μὲ φυγάδευε στὴν Αἴγυπτο». «Τὸν Πόνο τὸν διαδέχεται ἡ Χαρὰ καὶ τὸν Σταυρὸ ἡ Ἀνάσταση. Μὴ φοβᾶσαι !»...
Τί λόγια παράξενα ἦταν αὐτὰ ποῦ ἄκουγε; Καὶ πῶς ὁ Ξένος γνώριζε τὸ ὄνομά του; Κι αὐτὸ πάλι, μὲ τὴν φυγὴ στὴν ἔρημό της Αἰγύπτου; Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ τὸ ἔχει πεῖ ; Τώρα ὁ Νάθαν ἦταν πιὰ σίγουρος γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ ἀναβάτη του. Τί μικρὸς ποὺ ἦταν ὁ κόσμος λοιπόν, σκέφτηκε. Ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον ἡ μανούλα τοῦ εἶχε πεῖ, πὼς εἶχαν ἔλθει σοφοὶ καὶ βασιλιάδες νὰ τὸν προσκυνήσουν σὰν μεγάλο του Κόσμου Βασιλιᾶ, ἔμπαινε σήμερα θριαμβευτὴς καὶ μὲ βασιλικὲς τιμὲς στὴν Ἱερουσαλήμ, κι αὐτός, ὁ μικρὸς Νάθαν τὸ γαϊδουράκι, εἶχε τὴν τιμή, νὰ Τὸν κουβαλᾶ στὴ πλάτη του!
Στὴ σκέψη αὐτὴ ὁ Νάθαν σήκωσε περήφανα τὸ κεφάλι του, τέντωσε ἀποφασιστικᾶ τὰ μεγάλα του αὐτιὰ καὶ προχώρησε μὲ βῆμα θριαμβευτικὸ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ποὺ ζητωκραύγαζε.
Ἔτσι ἔφτασαν στὴν ἀγορά. Ἐδῶ ὅμως τελείωνε καὶ τὸ ἀγώι. Οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε ὁ μικρὸς Νάθαν γιὰ πότε τὰ ξετρελαμένα πλήθη σήκωσαν καὶ πῆραν στὸν ὦμο τοὺς τὸν δικό του Ξένο, ποὺ γρήγορα χάθηκε στὴν ἀγκαλιά τους.«Τί κρίμα», συλλογίστηκε ὁ Νάθαν. Σὲ μία στιγμὴ εἶχε ξεχάσει τὸν κόπο τῆς πορείας καὶ τὸ ἀβάσταχτο βάρος τοῦ φορτίου. ΄Ἕνας γλυκὸς πόνος γέμιζε τὴν καρδιά του. Πόσο θὰ ΄θελε νὰ ξανασυναντήσει τὸν Ξένο! Πολὺ ἀργά. Τὸ τράβηγμα τῆς τριχιᾶς στὸ λαιμὸ τοῦ τὸν γύρισε βίαια πίσω στὴν πραγματικότητα. Κάποιο νέο ἀγώι περίμενε..
***
Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες τὸ γαϊδουράκι Νάθαν τραβοῦσε - στὸ νέο του ἀγώι - γιὰ τὸ πλακόστρωτό του Γολγοθά, φορτωμένο μὲ ἕνα βαρὺ καλάθι γεμάτο καρφιὰ καὶ σφυριά, δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ πιστέψει πὼς θὰ συναντοῦσε καὶ πάλι τὸν ἀγαπημένο τοῦ Ξένο.
Μὰ τί τραγικὸ θέαμα ἀντίκριζαν τώρα τὰ μεγάλα καστανὰ μάτια του! Ποὺ ἦταν τὸ κάλλος, ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ ἀρχοντιὰ τοῦ χτεσινοῦ ἀναβάτη; Τὰ λινά του ροῦχα ξεσκισμένα καὶ στοὺς ὤμους τοῦ ριγμένη μία κόκκινη ματωμένη χλαμύδα, τὰ μεγάλα τρυφερὰ χέρια τοῦ δεμένα σφιχτὰ μὲ ἕνα δερμάτινο λουρὶ καὶ τὸ φαρδύ του μέτωπο γδαρμένο ἀπὸ ἕνα ἀγκάθινο στεφάνι, μπηγμένο μὲ βία στὸ κεφάλι του. Μόνο ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο, τὸ Πρόσωπό Του, ἔμενε πάντα τόσο γαλήνιο, τόσο φωτεινό.
Τὸ πλῆθος ποὺ χτὲς Τὸν ὑποδεχόταν μὲ τιμὲς βασιλικές, ἀνέβαζε τώρα τὸν Ξένο σὰν κοινὸ ἐγκληματία στὸν Σταυρό! Τὸ γαϊδουράκι Νάθαν ἔνιωσε τὸ αἷμα του νὰ παγώνει στὶς φλέβες του καὶ τὴν καρδιά του νὰ σταματᾶ ἀπὸ τοῦ πόνου τὸ ἀσήκωτο βάρος. Κι ἃς εἶχαν πάρει ἀπὸ ἐπάνω τοῦ τὸ καλάθι μὲ τὰ καρφιὰ καὶ τὰ σφυριά, ποιὸς ξέρει γιὰ ποιὸν προορισμένα...
***
Στὴν κορφὴ τοῦ λόφου εἶχαν ἀπὸ νωρὶς στηθεῖ οἱ τρεῖς σταυροί. Στὴ βάση τους, ἕνα πλῆθος ἀργόσχολων περίεργων τριγύριζε καὶ περιγελοῦσε τοὺς μελλοθάνατους. Σὲ κάποιο παλούκι δεμένος, ὁ μικρὸς Νάθαν, παρακολουθοῦσε ἄθελά του τὶς σκηνὲς τῆς βαρβαρότητας ποὺ ξετυλίγονταν μπροστὰ στὰ μάτια του καὶ ἡ ἁγνή του καρδιὰ δὲν ἔβρισκε ἐξήγηση γιὰ τὴν σκληρότητα τῶν ἀνθρώπων. Γύρισε τὸ κεφάλι του νὰ μὴ βλέπει. Καὶ ξαφνικὰ ἔνιωσε τὴ ματιά του νὰ διασταυρώνεται μὲ αὐτὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ναί, ἦταν βέβαιο, ὁ Ξένος τὸν εἶχε ἀναγνωρίσει! Τὸ γαϊδουράκι αἰσθάνθηκε τὸ βελούδινο βλέμμα Του νὰ τὸ χαϊδεύει τρυφερά, πάρ΄ ὅλο τὸν πόνο ποὺ σίγουρα θὰ ὑπέφερε. Εἶδε τὰ χείλη τοῦ ἀγαπημένου τοῦ Ξένου, νὰ κινοῦνται ἀδύναμα, σὰν κάτι νὰ τοῦ ψιθύριζαν. Τοῦ φάνηκε πὼς ἔλεγε «Ἄφησέ τους, συγχώρα τους, πατέρα μου, δὲν γνωρίζουν τί κάνουν».
Ὁ Νάθαν δὲν ἦταν σίγουρος, ἂν ἄκουσε σωστά. Στὸ στῆθος τοῦ οἱ παλμοὶ τῆς καρδιᾶς τοῦ δυνάμωναν ἀπὸ τὴν ὀργή, σὰν τὰ κύματα τῆς θάλασσας ποὺ τά΄πιάσε ὁ ἀπότομος βοριάς. Ἀναστέναξε κι ἔνιωσε πὼς στέναζε μαζί του ἡ φύση ὁλάκερη γιὰ τὰ βάσανα τοῦ Ἀθώου. Ἦταν ὅμως ἀνώφελο. Τὸ γαϊδουράκι μας ἦταν ἀνήμπορο μπροστὰ στὴν ἀνθρώπινη κακία καὶ ὅσο καὶ νὰ τὸ λαχταροῦσε, δὲν ἤξερε τί θὰ μποροῦσε νὰ κάνει γιὰ νὰ βοηθήσει Ἐκεῖνον, αὐτό, ἕνα τόσο ἀσήμαντο πουλαράκι.
Καὶ ξάφνου εἶδε τὸν οὐρανὸ μεσημεριάτικα νὰ σκοτεινιάζει καὶ τὴ γῆ νὰ σείεται συθέμελα. Μία ἀστραπὴ ξέσχισε τὸ στερέωμα καὶ φάνηκε νὰ καρφώνεται μὲ βία στὴν βάση τοῦ Σταυροῦ. Τότε ἔγινε ἡ ὀδύνη τοῦ λυγμὸς κι ἕνα μεγάλο δάκρυ γέμισε τὰ ὄμορφα καστανά του μάτια καὶ στάθηκε σὰν σταγόνα μαργαριτάρι στὴν ἄκρη τῶν βλεφάρων. «Μὴ φοβᾶσαι», ἄκουσε πάλι μέσα του τὴν γλυκιὰ φωνὴ τοῦ Ξένου νὰ τὸν καθησυχάζει, «τὸν Πόνο διαδέχεται ἡ Χαρὰ καὶ τὸν Σταυρὸ ἡ Ἀνάσταση. Μὴ φοβᾶσαι καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι...»
Κι ἔγινε μεμιᾶς τὸ δάκρυ ἐκεῖνο, τὸ δάκρυ τῆς Χαρμολύπης, τὸ δάκρυ μίας χαρᾶς ἐλπιδοφόρας, ποὺ διαδέχεται τὸν πόνο, μίας Ἀναστάσιμης Χαρᾶς ποὺ ἔρχεται καὶ διώχνει τὴν θλίψη τοῦ Σταυροῦ.
***
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ - λένε τὰ παλιὰ βιβλία - ὅλοι οἱ ἀπόγονοί του Νάθαν, τοῦ μικροῦ πουλαριοῦ κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό, ἔχουν γιὰ μόνιμο στολίδι τοὺς μία μαργαριταρένια σταγόνα ἀπὸ τὸ δάκρυ τῆς Χαρμολύπης στὰ ὄμορφα καστανὰ μάτια τους. Κι΄ἐκεῖνο τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ στὴν πλάτη, ἀπὸ τοὺς ὤμους μέχρι τὴν οὐρά.
Λένε πὼς σχηματίστηκε ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔριξε ἐπάνω τοῦ τὸ φῶς τῆς ἀστραπῆς, τὴν ὥρα ποὺ τὰ πικραμένα χείλη τοῦ τόσο γνώριμου κι ἀγαπημένου Ξένου ψέλλιζαν: «Τετέλεσται».
Ἂν συναντήσετε ποτὲ στὸ δρόμο σας κάποιο γαϊδουράκι, κοιτάξτε προσεκτικὰ στὰ μάτια του νὰ δεῖτε, ἂν ὑπάρχει τὸ μαργαριταρένιο δάκρυ τῆς Χαρμολύπης καὶ ἂν στὴν πλάτη τοῦ ἔχει χαραγμένο τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ. ΄Ἂν τὰ ἀνακαλύψετε ὅλα αὐτά, σίγουρα εἶστε τυχεροί, ἀφοῦ θὰ ἔχετε συναντήσει κάποιον ἀπόγονό του μικροῦ Νάθαν, ποὺ γιὰ λίγες μόνο ὧρες πῆρε στοὺς ὤμους τοῦ τὸ βάρος ὄλου τοῦ Κόσμου καὶ τὸ ἀπόθεσε στὸν Σταυρό...
Ἄθελά του τράβηξε τὴν προσοχὴ τοῦ ἕνας ὄμορφος, γαλήνιος, νέος ἄνδρας, ποὺ παρακολουθοῦσε τὴν συνομιλία ἀπὸ μία γωνιά. Δὲν φαινόταν νὰ ἐνδιαφέρεται καὶ πολὺ γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα, λὲς κι ὁ νοῦς τοῦ ἔτρεχε κάπου ἀλλοῦ. Ἦταν ντυμένος ἁπλά, μὰ ἀρχοντικά. Τὰ ροῦχα τοῦ καθαρά, στὰ πόδια τοῦ τυλιγμένα δερματόπλεχτα σανδάλια. Τὰ χέρια λεπτά, μὲ μακριὰ δάκτυλα. Ἡ ὅλη του ἐμφάνιση ἔδειχνε ἄνθρωπο εὐγενικὸ καὶ καλλιεργημένο. Φαινόταν νὰ κατάγεται ἀπὸ τὴν τάξη τῶν τεχνιτῶν, ἴσως νὰ ἦταν ξυλουργός. Εἶχε μακριά, καστανόξανθα μαλλιά, ποὺ οἱ σγουροὶ κυματισμοὶ τοὺς ἀκουμποῦσαν ἀπαλὰ στοὺς φαρδεῖς του ὤμους. Δυὸ ὄμορφα γαλάζια μάτια στόλιζαν τὸ πρόσωπο μὲ τὸ πλατὺ φωτεινὸ μέτωπο. Ἡ μορφὴ τοῦ αὐστηρή, μὰ καλοσυνάτη. Ὁ Νάθαν ἔνιωσε πὼς ἀπὸ κάπου γνώριζε αὐτὸν τὸν Ξένο, μὰ ἀγουροξυπνημένος καθὼς ἦταν, δὲν ἔδωσε ἐκείνη τὴ στιγμὴ συνέχεια στὴ σκέψη του.
Οἱ δυὸ ἄνδρες δὲν ἄργησαν τελικὰ νὰ συμφωνήσουν κι ἔδωσαν τὰ χέρια. Ὁ γέρο-Ἰακὼβ μέτρησε μὲ ἱκανοποίηση τὰ δηνάρια ποὺ ἀκούμπησε στὴ παλάμη τοῦ ὁ ψαρὰς καὶ κατευθύνθηκε μαζί του στὸ στάβλο ποὺ βρισκόταν ὁ Νάθαν. Τὸ γαϊδουράκι μας ἄφησε πρόθυμα νὰ τὸ ὁδηγήσει ὁ ψαρὰς ἀπὸ τὴν τριχιὰ ποὺ ἦταν περασμένη στὸ λαιμό του. Δὲν χρειαζόταν πολὺ γιὰ νὰ μαντέψει τὴν ἀποστολή του: Εἶχε συμφωνηθεῖ νὰ μεταφέρει στὴν πλάτη τοῦ ἐκεῖνο τὸν σιωπηλὸ ἄνδρα ποὺ στεκόταν παράμερα βυθισμένος στὶς σκέψεις του. Μὲ ἕνα πήδημα στὸ πλάι ὁ Ξένος βρέθηκε ἀνεβασμένος στὸν Νάθαν, ποὺ χωρὶς νὰ περιμένει κάποιο πρόσταγμα ξεκίνησε. Μία ἀνηφορικὴ πορεία - γιὰ τὸ γαϊδουράκι καὶ τὸν ἀναβάτη τοῦ - ἄρχιζε...
***
Βέβαια ὁ Νάθαν δὲν συνήθιζε νὰ σκέπτεται. ὅταν πήγαινε φορτωμένος σὲ κάποιο ἀγώι. Ἄλλωστε, μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή, ἡ σύντομη ζωή του δὲν ἦταν καὶ τόσο ἄσχημη. Ὁ γέρο-Ἰακὼβ ἦταν καλὸς καὶ δὲν τὸν κτυποῦσε, τὸ παχνὶ ἦταν πάντα ζεστό, τὸ ἄχυρο στεγνὸ καὶ ὁ σανὸς ἀρκετός. Τὸν Νάθαν τὸν προόριζαν συνήθως γιὰ ἐλαφρὰ φορτία, ἀφοῦ ἦταν ἀκόμα ἕνα μικρὸ πουλάρι. Μία φορᾶ, ἦταν ἕνα σακὶ σιτάρι γιὰ τὸν μύλο τοῦ κύρ-Ζεβεδαίου τοῦ μυλωνᾶ, κάποια ἄλλη, δυὸ πήλινα δοχεῖα μὲ λάδι, προορισμένα γιὰ τὸ χάνι τοῦ τελώνη Ζακχαίου, ἐκεῖ στὴν ἄκρη τῆς πόλης. Ἀλλὰ καὶ ἀσκιὰ μὲ κρασὶ ἀνῆκαν στὰ ἐμπορεύματα, ποὺ εἶχαν μεταφέρει στὸ παρελθὸν οἱ τρυφερές του πλάτες.
Ὅμως, αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν πλημμύρισε ἕνα αἴσθημα περίεργο, πρωτόγνωρο. Σχεδὸν κατάσαρκα στὴν πλάτη του, χωρὶς σαμάρι, μ΄ ἕνα μάλλινο ὑφαντὸ νὰ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν ἀναβάτη του, μετέφερε τώρα ἐκεῖνον τὸν Ξένο, στὸν ἀνηφορικὸ δρόμο γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν Ἅγια Πόλη. Ὁ Ξένος, μὲ μᾶλλον συνηθισμένη σωματικὴ διάπλαση, φαινόταν ἀνάλαφρος. Παρόλα αὐτὰ ὁ μικρὸς Νάθαν ἔνιωθε τὴν σπονδυλική του στήλη νὰ λυγίζει κάτω ἀπὸ τὸ φορτίο τοῦ ἀναβάτη του: «Θὰ ΄ἔλεγες πὼς κουβαλῶ ὅλο τὸ βάρος τοῦ κόσμου»,συλλογίστηκε μὲ ἀπορία τὸ μικρὸ γαϊδουράκι, καὶ μὲ σφιγμένα χείλη ἀγωνίστηκε νὰ κρατήσει σταθερὸ τὸν βηματισμό του στὸν γλιστερὸ πλακόστρωτο δρόμο, ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν πόλη.
Σὲ ἄλλη περίπτωση θὰ βαρυγκομοῦσε καὶ θὰ στύλωνε τὰ λεπτὰ μπροστινά του πόδια μὲ δύναμη στὸ ἔδαφος, χωρὶς νὰ κουνηθεῖ οὔτε μία σπιθαμή. Ὄπως τότε ποὺ κάποιοι σκληρόκαρδοι ἔμποροι ἀπὸ τὴν Σαμάρεια τὸν εἶχαν φορτώσει μὲ δυὸ βαριὰ σακιὰ χοντρὸ ἁλάτι καὶ τὸν χτυποῦσαν μὲ τὶς βέργες τῆς λυγαριᾶς. Μόνο ποὺ τώρα, χωρὶς νὰ ξέρει κὰν τὸ γιατί, αἰσθανόταν πὼς δὲν ὑπῆρχε κανένας λόγος γιὰ τέτοια πείσματα. Θὲς τὸ τρυφερὸ χέρι τοῦ Ξένου, ποὺ χάιδευε τὸ κεφαλάκι τοῦ ἀνάμεσα στὰ μεγάλα μυτερὰ αὐτιά του, θὲς ἡ ἤρεμη βελούδινη φωνή του, καθὼς σιγοψιθύριζε Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ, γέμιζαν τὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ Νάθαν μὲ μία ἀνείπωτη γαλήνη, μὲ μία ἀνεξήγητη καρτερία καὶ ὑπομονή. Ἔνιωθε πὼς δὲν ἤθελε ποτὲ νὰ τελειώσει αὐτὸ τὸ ταξίδι, νὰ μὴ κατέβει ποτὲ ἀπὸ πάνω τοῦ ἐκεῖνος ὁ Ξένος. Μὰ πάνω ἀπὸ ὅλα, ἦταν ἐκείνη ἡ λάμψη, ποὺ εἶχε μαγέψει τὸ γαϊδουράκι, ἐκεῖνο τὸ ὑπερκόσμιο λαμπερὸ φῶς, ποὺ φώτιζε τὰ πάντα γύρω του, ἕνα φῶς ἄκτιστο, ποὺ λὲς καὶ κατέβαινε ἀπευθείας ἄπ΄ τοῦ οὐρανοῦ τὰ βάθη γιὰ νὰ καλύψει τὸ πρόσωπο τοῦ Ξένου καὶ -γιὰ ὅσους ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς- ὁλάκερη τὴν Πλάση γύρω.
***
Κι ὄπως ἄκουγε τὶς ὁπλές του νὰ ἠχοῦν ρυθμικὰ στὸ πλακόστρωτο, ἄρχισε ἄθελά του νὰ θυμᾶται - χωρὶς νὰ ξέρει τὸ γιατί - τὴν διήγηση τῆς μητέρας του γιὰ τὸ Βρέφος τοῦ Φωτὸς καὶ τῆς Γαλήνης, ποὺ τόσες φορὲς τοῦ εἶχε ἐπαναλάβει τὶς ἀτέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες.
«Ἦταν ἐκείνη τὴν παγωμένη νυχτιὰ στὴ Βηθλεέμ», συνήθιζε νὰ ἀρχίζει τὴν διήγησή της ἡ μητέρα τοῦ Νάθαν, «ὅταν ἄνοιξε ξαφνικὰ στὰ ἄγρια μεσάνυχτα ἡ ξύλινη πόρτα τοῦ στάβλου. Ὅλα τὰ ζῶα ἔνιωσαν τὴν παγωμένη ἀνάσα τοῦ ἀέρα καὶ στριμώχτηκαν ἀκόμα πιὸ κοντά, χαρίζοντας τὸ ἕνα στὸ ἄλλο τὴν ζεστασιά του. Ἀνάμεσά τους, μικρὸ γαϊδουράκι τότε κι αὐτή, ἡ μητέρα του. Στὴν ἀστροφεγγιὰ ποὺ χάριζε χλωμὸ τὸ φῶς της, διαγράφονταν στὴν ἀνοιχτὴ πόρτα οἱ σκιὲς ἀπὸ ἕνα νεαρὸ ζευγάρι ἀνθρώπων. Φαίνονταν νά΄ναὶ κατάκοποι, ἀπὸ ταξίδι μακρινό. Ἡ γυναίκα ταλαιπωρημένη καὶ χλωμή, μὲ ἕνα γλυκὸ πρόσωπο συσπασμένο ἀπὸ τοὺς πόνους τῆς γέννας, ποὺ κοντοζύγωνε. Ὁ ἄνδρας ἀνήσυχος, ταραγμένος, μὲ μέτωπο αὐλακωμένο ἀπὸ τὶς ρυτίδες ποὺ χαράζει ἡ ἔγνοια κι ἡ ἀγωνία. Τόπο ζητοῦσαν νὰ ξαποστάσουν, νὰ ἀναπαυθοῦν. Μία γωνιὰ γιὰ νὰ ξαπλώσει ἡ νεαρὴ γυναίκα τὸ κουρασμένο σῶμα της, νὰ ἀκουμπήσει τὸ νεογέννητο, μίας καὶ ἡ ὥρα τῆς γέννας κόντευε. Οἱ κοφτὲς ἀνάσες τῆς γυναίκας ἀκούγονταν ὅλο καὶ πιὸ σύντομες, ὅλο καὶ πιὸ βαθιές. Ὅλα ἔδειχναν πὼς τὰ ζῶα θά΄ πρεπε νὰ μοιραστοῦν τὸ παχνί τους μὲ ἕνα ἀκόμα ἔνοικο. Καὶ πραγματικά: Σὰν ἀπὸ ἕνα ἔνστικτο ἀρχέγονο τὰ ζῶα τραβήχτηκαν σὲ μία γωνιά, ναὶ στὰ ἀλήθεια, τὸ γαϊδουράκι, τὸ βόδι καὶ τὰ πρόβατα ἔκαναν τόπο γιὰ τὸ νεογέννητο καὶ τὴν βασανισμένη μητέρα του. Κι αὐτή, κάνοντας στρῶμα τὰ ἄχυρα καὶ τὰ ξερόχορτα τοῦ παχνιοῦ, ἔστρωσε καταγῆς τὸν λευκό της μάλλινο μανδύα καὶ μὲ ὅτι κουρέλια τῆς εἶχαν ἀπομείνει, τύλιξε στοργικὰ τὸ γυμνὸ κορμάκι τοῦ Βρέφους. Γιὰ τὰ ζῶα τὸ γεγονὸς τῆς γέννησης ἑνὸς ἀνθρώπου ἀνάμεσά τους ἦταν κάτι τὸ ἐντυπωσιακό. ΄Ἔτσι ἀσυναίσθητα σχημάτισαν ἕνα κύκλο γύρω ἀπὸ τὴν θέση, ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ἡ ἑτοιμόγεννη. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ τῆς γέννας τὰ ζῶα ἔδειξαν τὴν συμπόνια τους, πλησίασαν καὶ ἔσκυψαν μὲ τὰ κεφαλάκια τους νὰ δοῦν τὸ νεογέννητό της φάτνης καὶ νὰ τὸ ζεστάνουν μὲ τὰ χνῶτα τους. Τί ὄμορφο βρέφος ἦταν! Τί γαλήνιο πρόσωπο ποὺ εἶχε! Κι ἐκεῖνο τὸ διάχυτο φῶς, τὸ ὑπερκόσμιο, τί ἀνείπωτη λαμπρότητα.! Ὅλη ἡ σπηλιὰ ἔλαμψε μὲ μίας, λὲς καὶ τὴν εἶχαν φωτίσει ξαφνικὰ χιλιάδες ἥλιοι», διηγιόταν ἡ μητέρα τοῦ Νάθαν. «Ἦταν μία ἀσύγκριτη, ἀνεπανάληπτη ἐμπειρία γιὰ ὅλη τη φύση ὅλα τὰ ζῶα εἶχαν νιώσει θαρρεῖς κάποιο σωτήριο γεγονὸς καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ θείου Βρέφους εἶχε σφραγίσει γιὰ πάντα τὴν καρδιὰ καὶ τὴ μνήμη τους, τὸ βίωμα τῆς θείας γέννησης εἶχε ποτίσει καὶ τὸ τελευταῖο τους κύτταρο».
Ἕνα δάκρυ, θυμᾶται, εἶχε γεμίσει τότε τὰ ὄμορφα καστανὰ μάτια τῆς μητέρας του κι εἶχε γίνει σταγόνα μαργαριτάρι ποὺ στάθηκε στὴν ἄκρη τοῦ βλέφαρού της, σὰν αἰσθάνθηκε τὸ μικρὸ χεράκι τοῦ ἀπροστάτευτου Βρέφους νὰ τῆς χαϊδεύει τὴν μουσούδα, σὰν νὰ ἤθελε νὰ πεῖ τὸ δικό του εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ζεστασιὰ ποὺ τοῦ πρόσφερε...
***
Ἀπορροφημένος στὶς σκέψεις ποὺ τοῦ δημιούργησε ἡ ἀνάμνηση ἀπὸ τὴ διήγηση τῆς μητέρας του,ὁ μικρὸς Νάθαν ἄρχισε νὰ τρικλίζει κάτω ἀπὸ τὸ δυνατὸ ἀνοιξιάτικο ἥλιο. Τί τὸν ἔκανε νὰ θυμηθεῖ αὐτὴ τὴν ἱστορία, τώρα; Ποιὰ σχέση μποροῦσε νὰ ἔχει ἐκεῖνο τὸ Βρέφος τῆς Βηθλεὲμ μὲ αὐτὸν τὸν Ξένο της Ἱερουσαλήμ; Ἀνεξήγητο συναίσθημα. Κι ὅμως, τὸ ἴδιο αἴσθημα Γαλήνης, τὸ ἴδιο ἄπλετο Φῶς, ἡ ἴδια τρυφερότητα τοῦ χεριοῦ ποὺ ἀκουμποῦσε ὅλη τὴν ὥρα στὸ κεφαλάκι τοῦ Νάθαν. Ναί, δὲν ἔκανε λάθος ! Στὰ βάθη τῆς ὕπαρξής του ἔνιωθε, πὼς δὲν μποροῦσε νὰ κάνει λάθος. Ὁ Ξένος της Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸ Βρέφος τῆς Βηθλεὲμ εἶχαν μὲ βεβαιότητα κάτι κοινὸ μεταξύ τους. Τὸ ἔνστικτο τῶν ζώων, ἡ ἁγνὴ καὶ ταπεινὴ φύση δὲν ἔκανε λάθος !
Ὁ Νάθαν μὲ τὸν ἀναβάτη τοῦ ἔφτασαν τώρα στὴν Ἅγια Πόλη. Πέρασαν τὴν μεγάλη Πύλη καὶ τράβηξαν τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀγορά. Μὰ τί ἦταν αὐτὸ ποῦ ἀντίκριζαν τὰ μάτια του; Πανηγύρι χαρᾶς ! Οἱ ἄνθρωποι, πλῆθος ἀμέτρητο καὶ ἀσυγκράτητο, εἶχαν ξεχυθεῖ στοὺς δρόμους νὰ προϋπαντήσουν τὴν μικρὴ συντροφιά. Μὲ χαρούμενες φωνὲς κι ἀλαλαγμοὺς περικύκλωσαν τὸ γαϊδουράκι καὶ τὸν ἀναβάτη του, ἐνῶ ἀνέμιζαν στὰ χέρια τοὺς κλαδιὰ ἀπὸ φοινικόδεντρα καὶ βάγια. «Ὡσαννά, ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου», ἀκούγονταν κραυγὲς χαρᾶς ἀπὸ κάθε στόμα. Τὸ γαϊδουράκι μας στὴν ἀρχὴ τρόμαξε. Στύλωσε τὰ μυτερὰ αὐτιὰ τοῦ πρὸς τὰ μπρὸς κι ἀφουγκράστηκε τὶς ἰαχὲς τοῦ πλήθους. Ὅλα του φαίνονταν ἀπειλητικά. Μὰ ἡ βελούδινη φωνὴ τοῦ ἀναβάτη του, ποὺ ἔσκυψε τρυφερὰ ἀπὸ πάνω του, τὸ ἡσύχασε. «Μὴ φοβᾶσαι, Νάθαν», τοῦ ἔλεγε. «Σήμερα μὲ ἀγαποῦν καὶ μὲ δοξολογοῦν, αὔριο θὰ μὲ μισοῦν καὶ θὰ φωνάζουν «σταυρῶστε τὸν». Μὴ φοβᾶσαι, ὄπως δὲν φοβήθηκε καὶ ἡ μανούλα σου τὶς ἄγριες φωνὲς τῶν στρατιωτῶν τοῦ Ἡρώδη, ποὺ μὲ καταδίωκαν, ὅταν αὐτὴ μὲ φυγάδευε στὴν Αἴγυπτο». «Τὸν Πόνο τὸν διαδέχεται ἡ Χαρὰ καὶ τὸν Σταυρὸ ἡ Ἀνάσταση. Μὴ φοβᾶσαι !»...
Τί λόγια παράξενα ἦταν αὐτὰ ποῦ ἄκουγε; Καὶ πῶς ὁ Ξένος γνώριζε τὸ ὄνομά του; Κι αὐτὸ πάλι, μὲ τὴν φυγὴ στὴν ἔρημό της Αἰγύπτου; Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ τὸ ἔχει πεῖ ; Τώρα ὁ Νάθαν ἦταν πιὰ σίγουρος γιὰ τὴν ταυτότητα τοῦ ἀναβάτη του. Τί μικρὸς ποὺ ἦταν ὁ κόσμος λοιπόν, σκέφτηκε. Ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον ἡ μανούλα τοῦ εἶχε πεῖ, πὼς εἶχαν ἔλθει σοφοὶ καὶ βασιλιάδες νὰ τὸν προσκυνήσουν σὰν μεγάλο του Κόσμου Βασιλιᾶ, ἔμπαινε σήμερα θριαμβευτὴς καὶ μὲ βασιλικὲς τιμὲς στὴν Ἱερουσαλήμ, κι αὐτός, ὁ μικρὸς Νάθαν τὸ γαϊδουράκι, εἶχε τὴν τιμή, νὰ Τὸν κουβαλᾶ στὴ πλάτη του!
Στὴ σκέψη αὐτὴ ὁ Νάθαν σήκωσε περήφανα τὸ κεφάλι του, τέντωσε ἀποφασιστικᾶ τὰ μεγάλα του αὐτιὰ καὶ προχώρησε μὲ βῆμα θριαμβευτικὸ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ποὺ ζητωκραύγαζε.
Ἔτσι ἔφτασαν στὴν ἀγορά. Ἐδῶ ὅμως τελείωνε καὶ τὸ ἀγώι. Οὔτε ποὺ τὸ κατάλαβε ὁ μικρὸς Νάθαν γιὰ πότε τὰ ξετρελαμένα πλήθη σήκωσαν καὶ πῆραν στὸν ὦμο τοὺς τὸν δικό του Ξένο, ποὺ γρήγορα χάθηκε στὴν ἀγκαλιά τους.«Τί κρίμα», συλλογίστηκε ὁ Νάθαν. Σὲ μία στιγμὴ εἶχε ξεχάσει τὸν κόπο τῆς πορείας καὶ τὸ ἀβάσταχτο βάρος τοῦ φορτίου. ΄Ἕνας γλυκὸς πόνος γέμιζε τὴν καρδιά του. Πόσο θὰ ΄θελε νὰ ξανασυναντήσει τὸν Ξένο! Πολὺ ἀργά. Τὸ τράβηγμα τῆς τριχιᾶς στὸ λαιμὸ τοῦ τὸν γύρισε βίαια πίσω στὴν πραγματικότητα. Κάποιο νέο ἀγώι περίμενε..
***
Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες τὸ γαϊδουράκι Νάθαν τραβοῦσε - στὸ νέο του ἀγώι - γιὰ τὸ πλακόστρωτό του Γολγοθά, φορτωμένο μὲ ἕνα βαρὺ καλάθι γεμάτο καρφιὰ καὶ σφυριά, δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ πιστέψει πὼς θὰ συναντοῦσε καὶ πάλι τὸν ἀγαπημένο τοῦ Ξένο.
Μὰ τί τραγικὸ θέαμα ἀντίκριζαν τώρα τὰ μεγάλα καστανὰ μάτια του! Ποὺ ἦταν τὸ κάλλος, ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ ἀρχοντιὰ τοῦ χτεσινοῦ ἀναβάτη; Τὰ λινά του ροῦχα ξεσκισμένα καὶ στοὺς ὤμους τοῦ ριγμένη μία κόκκινη ματωμένη χλαμύδα, τὰ μεγάλα τρυφερὰ χέρια τοῦ δεμένα σφιχτὰ μὲ ἕνα δερμάτινο λουρὶ καὶ τὸ φαρδύ του μέτωπο γδαρμένο ἀπὸ ἕνα ἀγκάθινο στεφάνι, μπηγμένο μὲ βία στὸ κεφάλι του. Μόνο ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο, τὸ Πρόσωπό Του, ἔμενε πάντα τόσο γαλήνιο, τόσο φωτεινό.
Τὸ πλῆθος ποὺ χτὲς Τὸν ὑποδεχόταν μὲ τιμὲς βασιλικές, ἀνέβαζε τώρα τὸν Ξένο σὰν κοινὸ ἐγκληματία στὸν Σταυρό! Τὸ γαϊδουράκι Νάθαν ἔνιωσε τὸ αἷμα του νὰ παγώνει στὶς φλέβες του καὶ τὴν καρδιά του νὰ σταματᾶ ἀπὸ τοῦ πόνου τὸ ἀσήκωτο βάρος. Κι ἃς εἶχαν πάρει ἀπὸ ἐπάνω τοῦ τὸ καλάθι μὲ τὰ καρφιὰ καὶ τὰ σφυριά, ποιὸς ξέρει γιὰ ποιὸν προορισμένα...
***
Στὴν κορφὴ τοῦ λόφου εἶχαν ἀπὸ νωρὶς στηθεῖ οἱ τρεῖς σταυροί. Στὴ βάση τους, ἕνα πλῆθος ἀργόσχολων περίεργων τριγύριζε καὶ περιγελοῦσε τοὺς μελλοθάνατους. Σὲ κάποιο παλούκι δεμένος, ὁ μικρὸς Νάθαν, παρακολουθοῦσε ἄθελά του τὶς σκηνὲς τῆς βαρβαρότητας ποὺ ξετυλίγονταν μπροστὰ στὰ μάτια του καὶ ἡ ἁγνή του καρδιὰ δὲν ἔβρισκε ἐξήγηση γιὰ τὴν σκληρότητα τῶν ἀνθρώπων. Γύρισε τὸ κεφάλι του νὰ μὴ βλέπει. Καὶ ξαφνικὰ ἔνιωσε τὴ ματιά του νὰ διασταυρώνεται μὲ αὐτὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ναί, ἦταν βέβαιο, ὁ Ξένος τὸν εἶχε ἀναγνωρίσει! Τὸ γαϊδουράκι αἰσθάνθηκε τὸ βελούδινο βλέμμα Του νὰ τὸ χαϊδεύει τρυφερά, πάρ΄ ὅλο τὸν πόνο ποὺ σίγουρα θὰ ὑπέφερε. Εἶδε τὰ χείλη τοῦ ἀγαπημένου τοῦ Ξένου, νὰ κινοῦνται ἀδύναμα, σὰν κάτι νὰ τοῦ ψιθύριζαν. Τοῦ φάνηκε πὼς ἔλεγε «Ἄφησέ τους, συγχώρα τους, πατέρα μου, δὲν γνωρίζουν τί κάνουν».
Ὁ Νάθαν δὲν ἦταν σίγουρος, ἂν ἄκουσε σωστά. Στὸ στῆθος τοῦ οἱ παλμοὶ τῆς καρδιᾶς τοῦ δυνάμωναν ἀπὸ τὴν ὀργή, σὰν τὰ κύματα τῆς θάλασσας ποὺ τά΄πιάσε ὁ ἀπότομος βοριάς. Ἀναστέναξε κι ἔνιωσε πὼς στέναζε μαζί του ἡ φύση ὁλάκερη γιὰ τὰ βάσανα τοῦ Ἀθώου. Ἦταν ὅμως ἀνώφελο. Τὸ γαϊδουράκι μας ἦταν ἀνήμπορο μπροστὰ στὴν ἀνθρώπινη κακία καὶ ὅσο καὶ νὰ τὸ λαχταροῦσε, δὲν ἤξερε τί θὰ μποροῦσε νὰ κάνει γιὰ νὰ βοηθήσει Ἐκεῖνον, αὐτό, ἕνα τόσο ἀσήμαντο πουλαράκι.
Καὶ ξάφνου εἶδε τὸν οὐρανὸ μεσημεριάτικα νὰ σκοτεινιάζει καὶ τὴ γῆ νὰ σείεται συθέμελα. Μία ἀστραπὴ ξέσχισε τὸ στερέωμα καὶ φάνηκε νὰ καρφώνεται μὲ βία στὴν βάση τοῦ Σταυροῦ. Τότε ἔγινε ἡ ὀδύνη τοῦ λυγμὸς κι ἕνα μεγάλο δάκρυ γέμισε τὰ ὄμορφα καστανά του μάτια καὶ στάθηκε σὰν σταγόνα μαργαριτάρι στὴν ἄκρη τῶν βλεφάρων. «Μὴ φοβᾶσαι», ἄκουσε πάλι μέσα του τὴν γλυκιὰ φωνὴ τοῦ Ξένου νὰ τὸν καθησυχάζει, «τὸν Πόνο διαδέχεται ἡ Χαρὰ καὶ τὸν Σταυρὸ ἡ Ἀνάσταση. Μὴ φοβᾶσαι καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι...»
Κι ἔγινε μεμιᾶς τὸ δάκρυ ἐκεῖνο, τὸ δάκρυ τῆς Χαρμολύπης, τὸ δάκρυ μίας χαρᾶς ἐλπιδοφόρας, ποὺ διαδέχεται τὸν πόνο, μίας Ἀναστάσιμης Χαρᾶς ποὺ ἔρχεται καὶ διώχνει τὴν θλίψη τοῦ Σταυροῦ.
***
Ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμὴ - λένε τὰ παλιὰ βιβλία - ὅλοι οἱ ἀπόγονοί του Νάθαν, τοῦ μικροῦ πουλαριοῦ κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό, ἔχουν γιὰ μόνιμο στολίδι τοὺς μία μαργαριταρένια σταγόνα ἀπὸ τὸ δάκρυ τῆς Χαρμολύπης στὰ ὄμορφα καστανὰ μάτια τους. Κι΄ἐκεῖνο τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ στὴν πλάτη, ἀπὸ τοὺς ὤμους μέχρι τὴν οὐρά.
Λένε πὼς σχηματίστηκε ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔριξε ἐπάνω τοῦ τὸ φῶς τῆς ἀστραπῆς, τὴν ὥρα ποὺ τὰ πικραμένα χείλη τοῦ τόσο γνώριμου κι ἀγαπημένου Ξένου ψέλλιζαν: «Τετέλεσται».
Ἂν συναντήσετε ποτὲ στὸ δρόμο σας κάποιο γαϊδουράκι, κοιτάξτε προσεκτικὰ στὰ μάτια του νὰ δεῖτε, ἂν ὑπάρχει τὸ μαργαριταρένιο δάκρυ τῆς Χαρμολύπης καὶ ἂν στὴν πλάτη τοῦ ἔχει χαραγμένο τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ. ΄Ἂν τὰ ἀνακαλύψετε ὅλα αὐτά, σίγουρα εἶστε τυχεροί, ἀφοῦ θὰ ἔχετε συναντήσει κάποιον ἀπόγονό του μικροῦ Νάθαν, ποὺ γιὰ λίγες μόνο ὧρες πῆρε στοὺς ὤμους τοῦ τὸ βάρος ὄλου τοῦ Κόσμου καὶ τὸ ἀπόθεσε στὸν Σταυρό...
Μεγ. Ἑβδομάδα 2006
Γιώργος Βλαχόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου