Ὁ Γέρων Πορφύριος εἶπε σὲ κάποιον ἐπισκέπτη του ὅτι ἔβλεπε πὼς κάτι κακὸ εἶχε κάνει στὴ ζωή του. Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε ὅτι δὲν ἔνιωθε νὰ τὸν ἐνοχλεῖ ἡ συνείδησή του σὲ ὁτιδήποτε κι ὅτι τριάντα τόσα χρόνια ποὺ βρισκόταν στὴν Ἀθήνα, ὅπου εἶχε ἕνα ἐμπορικὸ κατάστημα, ὑπῆρξε ἕνας τίμιος ἔμπορος. Δὲν θυμόταν ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶχε κάνει ὁποιοδήποτε κακό.
«Στὸ χωριό σου», τὸν ρωτᾶ ὁ Γέρων Πορφύριος, «δὲν ἔκανες κανένα κακό;». «Ὄχι», ἀπάντησε ἐκεῖνος. «Εἴμαστε πλούσια οἰκογένεια. Ὁ πατέρας μου πέθανε καὶ μοῦ ἄφησε ὅλη τὴν περιουσία του. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβετε ὅτι εἶμαι καλὸς ἄνθρωπος, θὰ σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα. Μιὰ φορὰ μᾶς ἔκλεψε ὁ ἐπιστάτης μας ἕνα μεγάλο γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ποσό. Κι ἐγὼ δὲν τὸν κατάγγειλα στὴν ἀστυνομία. Ἀλλὰ βέβαια, τὸν ἀπέλυσα, διότι δὲν μποροῦσα ν’ ἀφήσω ἕναν κλέφτη στὰ κτήματά μας».
Τὸν ρωτᾶ τότε ὁ Γέρων Πορφύριος: «Τὸν εἶδες ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ κλέβει τὸ ποσὸ αὐτό;». «Ὄχι», ἀπάντησε ἐκεῖνος, «ἀλλὰ ἤμουν σίγουρος ὅτι αὐτὸς τὸ εἶχε κλέψει, διότι μόνο ἐκεῖνος ἤξερε ποῦ εἴχαμε τὰ χρήματα». Τοῦ λέει τότε ὁ Γέρων Πορφύριος: «Ὄχι, δὲν ἦταν αὐτὸς ποὺ τὰ ἔκλεψε. Κι ἐσὺ ἀπολύοντάς τον ἀμαύρωσες τὸ δικό του ὄνομα καὶ ὁλόκληρης τῆς οἰκογένειάς του. Κι ἐκείνη ἡ πράξη σου σ’ ἐμοδίζει τώρα νὰ δεχτεῖς τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας».
Ὁ πραγματικὸς ἔνοχος ἦταν ἄλλος. Τότε, πῆγε στὸ χωριό του καὶ ἐνώπιον τῶν συγχωριανῶν του ἀποκατέστησε τὸν ἐπιστάτη του, τὸν ὁποῖο εἶχε τόσο πολὺ ἀδικήσει, ἐν ἀγνοίᾳ του βέβαια. Κι ἀμέσως μετά, πῆγε καὶ κοινώνησε.
(TΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ, σελ. 176)
ΠΗΓΗ: http://www.porphyrios.net/?p=2026
«Στὸ χωριό σου», τὸν ρωτᾶ ὁ Γέρων Πορφύριος, «δὲν ἔκανες κανένα κακό;». «Ὄχι», ἀπάντησε ἐκεῖνος. «Εἴμαστε πλούσια οἰκογένεια. Ὁ πατέρας μου πέθανε καὶ μοῦ ἄφησε ὅλη τὴν περιουσία του. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβετε ὅτι εἶμαι καλὸς ἄνθρωπος, θὰ σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα. Μιὰ φορὰ μᾶς ἔκλεψε ὁ ἐπιστάτης μας ἕνα μεγάλο γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ποσό. Κι ἐγὼ δὲν τὸν κατάγγειλα στὴν ἀστυνομία. Ἀλλὰ βέβαια, τὸν ἀπέλυσα, διότι δὲν μποροῦσα ν’ ἀφήσω ἕναν κλέφτη στὰ κτήματά μας».
Τὸν ρωτᾶ τότε ὁ Γέρων Πορφύριος: «Τὸν εἶδες ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ κλέβει τὸ ποσὸ αὐτό;». «Ὄχι», ἀπάντησε ἐκεῖνος, «ἀλλὰ ἤμουν σίγουρος ὅτι αὐτὸς τὸ εἶχε κλέψει, διότι μόνο ἐκεῖνος ἤξερε ποῦ εἴχαμε τὰ χρήματα». Τοῦ λέει τότε ὁ Γέρων Πορφύριος: «Ὄχι, δὲν ἦταν αὐτὸς ποὺ τὰ ἔκλεψε. Κι ἐσὺ ἀπολύοντάς τον ἀμαύρωσες τὸ δικό του ὄνομα καὶ ὁλόκληρης τῆς οἰκογένειάς του. Κι ἐκείνη ἡ πράξη σου σ’ ἐμοδίζει τώρα νὰ δεχτεῖς τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας».
Ὁ πραγματικὸς ἔνοχος ἦταν ἄλλος. Τότε, πῆγε στὸ χωριό του καὶ ἐνώπιον τῶν συγχωριανῶν του ἀποκατέστησε τὸν ἐπιστάτη του, τὸν ὁποῖο εἶχε τόσο πολὺ ἀδικήσει, ἐν ἀγνοίᾳ του βέβαια. Κι ἀμέσως μετά, πῆγε καὶ κοινώνησε.
(TΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ, σελ. 176)
ΠΗΓΗ: http://www.porphyrios.net/?p=2026
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου