Μια μητέρα υπερβολικά όμορφη έμεινε πολύ νέα χήρα με ένα παιδί μικρό. Για να ζήσουν προτίμησε την εύκολη ζωή, την άσωτη, από την οποία απέκτησε πλούτη πολλά. Όταν ο γιος της μπήκε στην εφηβεία, πέθανε καί αυτή, με αποτέλεσμα να μείνει όλη η περιουσία στα χέρια του. Όταν ο νέος κατάλαβε τη ματαιότητα αυτής της ζωής και το ανώφελον του πλούτου, εφόσον ο άνθρωπος τίποτε δεν παίρνει μαζί του σαν πεθάνει, μοίρασε όλα τα χρήματα στις εκκλησίες καί τα κτήματα στους πτωχούς για την ψυχή των γονέων του καί ιδιαίτερα της μητέρας και πήγε στην έρημο να προσευχηθεί μαζί με τους Μοναχούς για τη σωτηρία τους...
Παράλληλα του γεννήθηκε η απορία: Δέχτηκε άραγε ο Θεός τις ελεημοσύνες μου καί θ' ακούσει τις προσευχές μου; καί ρωτούσε για να πληροφορηθεί.
Στα Ιεροσόλυμα πού πήγε, για να λύσει την απορία του, ο Πατριάρχης τον έστειλε στους Μοναχούς της ερήμου της Θηβαΐδας καί αυτοί, με τη σειρά τους, στη βαθιά έρημο, διότι, όπως του είπαν: «αυτό πού θέλεις να μάθεις δεν είναι μικρό καί ανάμεσα μας δεν θα βρεις κανένα πού να μπορεί να σου δώσει θετικές πληροφορίες».
Μετά από πορεία τριάντα ημερών βρέθηκε μπροστά σε μια σπηλιά από την οποία βγήκε ένας ασπρομάλλης Γέροντας, μια μορφή εξαϋλωμένη. Αφού εξήγησε το πρόβλημα καί ερώτημά του, ο Γέροντας, μετά την ανάπαυση πού έδωσε στη ψυχή καί στο σώμα του νέου, με πολλή ταπείνωση του είπε:
-Αδελφέ, αυτό πού ζητείς από μένα, είναι πολύ μεγάλο. Υπερβαίνει κατά πολύ την ανθρώπινη δύναμη. Είναι έργο καθαρά του Θεού. Αλλά ας παρακαλέσουμε μαζί τον Θεό, αφού έκανες τον κόπο καί ήλθες μέχρι εδώ, να μας φανερώσει την αλήθεια καί να λύσει τις απορίες πού έχεις.
Βγήκε έξω από τη σπηλιά, έκανε ένα κύκλο πάνω στη γη με το γεροντικό μπαστούνι του καί του είπε να μείνει μέσα στον κύκλο αυτό όρθιος, επί επτά ημέρες καί νύκτες, χωρίς να φάει ή να πιει τίποτε, χωρίς να καθίσει, αλλά όρθιος να παρακαλεί τον Θεό με θερμή προσευχή καί δάκρυα. Το ίδιο θα έκανε καί ο ίδιος μέσα στη σπηλιά, για να κάνει ο Πανοικτίρμων Θεός το έλεός Του καί να τους φανερώσει, εάν είναι θέλημά Του, αυτό πού ζήτα ο νέος να μάθει.
Την εβδόμη νύχτα ο νέος ήρθε σε έκσταση καί είδε το ακόλουθο όραμα: Δίπλα του στα αριστερά είδε μια πολύ μεγάλη λίμνη η οποία ήταν γεμάτη ακαθαρσίες, βόρβορο καί λάσπη καί έβγαζε ανυπόφορη βρώμα καί δυσωδία. Μέσα στη λάσπη αυτή διέκρινε ανθρώπινα κεφάλια πού ανέβαιναν στην επιφάνεια καί κατέβαιναν, ακριβώς όπως το νερό βράζει καί κοχλάζει. Κάποια στιγμή παρατηρώντας βλέπει να ανεβαίνει καί η μητέρα του, η οποία τον ανεγνώρισε καί άρχισε να φωνάζει απελπισμένα:
-Παιδί μου, βοήθησέ με καί σώσε με! καί όπως τα έλεγε αυτά, ο βρασμός την κατέβασε πάλι στο βυθό. Σε λίγο ο βρασμός την ξανανέβασε καί τότε φώναξε πάλι:
-Παιδάκι μου, αγαπητό, βοήθησέ με! Δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο καί ο βρασμός την κατάπιε. Όταν για τρίτη φορά ξαναήλθε στην επιφάνεια μέχρι το στήθος με θρήνους καί αναστεναγμούς φώναξε:
-Σπλαχνίσου με, παιδάκι μου καί μη μ' αφήνεις σ' αυτή τη βρωμιά, σε τέτοιο πόνο καί φρικτό μαρτύριο της κολάσεως.
Τότε, ο νέος από τον πολύ πόνο καί αγάπη για τη μητέρα του, άπλωσε το χέρι του, χωρίς να υπολογίσει τον κίνδυνο μήπως καί αυτός παρασυρθεί, την άρπαξε από τα μαλλιά καί την ώρα πού βυθιζόταν με πολύ κόπο την έβγαλε έξω από τη βρωμερή λίμνη. Εκείνη τη στιγμή στα δεξιά του, βλέπει μια χρυσή κολυμβήθρα, οπού την έπλυνε καί την τοποθέτησε ανάμεσα σε λαμπροφορεμένους νέους πού ήσαν δίπλα από την κολυμβήθρα, ενώ η μητέρα του με δάκρυα ευγνωμοσύνης υμνολογούσε τον Κύριο καί Θεό καί Σωτήρα μας Χριστό καί ευχαριστούσε το γιο της πού με το έλεος καί την πολλή ευσπλαχνία του Θεού την έβγαλε από τη βρωμερή εκείνη κόλαση.
Το πρωΐ, όταν ξημέρωσε η ευλογημένη εκείνη ημέρα, ο άγιος Ερημίτης άκουσε το όραμα πού του διηγήθηκε ο νέος, τον βεβαίωσε ότι καί εκείνος είδε ακριβώς τα ίδια καί με δάκρυα στα μάτια δόξαζαν καί υμνολογούσαν τον Δεσπότη Χριστό πού δείχνει στους δούλους Του την ευσπλαχνία Του καί λυτρώνει με τέτοιους τρόπους από τον Άδη ψυχές, πού γι' αυτές έχυσε το Πανάγιο Αίμα Του πάνω στο Σταυρό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου