Μεταφρασμένο στην νεοελληνική γλώσσα αναδημοσιεύεται παρακάτω το ισπανόγλωσσο άρθρο «Ποιος είναι και Ποιος δεν είναι Μακεδόνας», το οποίο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε από τον Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο, στην Χώρα των Βάσκων, με αφορμή την ανακοίνωση τού γνωστού προβλήματος μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων, κατά την δεκαετία τού ‘90. Ευχαριστούμε τον ακροατή μας Ζ.Ι. που μας το έστειλε.
Για να κατανοήσουμε καλά ποια είναι στον Κόσμο η ελληνική επιρροή -εκείνη που οφείλεται στην μακεδονική εξάπλωση— θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αναφερόμαστε αποκλειστικά και μόνον στους ελληνικής καταγωγής Μακεδόνες, σι οποίοι δεν είχαν Ποτέ καμμία απολύτως σχέση με τους Σλάβους, που εμφανίστηκαν χίλια χρόνια μετά και που τώρα έδωσαν το όνομα «Μακεδονία» σε κάποιες εκτάσεις, οι οποίες υπήρξαν ιλλυρικές και θρακικές.
Κοντά σ’ εκείνη την ελληνική περιοχή, που αποτελεί την πραγματική Μακεδονική γη, υπάρχει και ένας άλλος λαός, που έφτασε να αποκαλείται «μακεδονικός» χωρίς να είναι. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν προτιμότερο να μιλούμε για «ψευδο-Μακεδόνες» ή «κλεπτο-Μακεδόνες». Ας εξετάσουμε το γιατί.
Οι Σλάβοι πρωτοεμφανίζονται στην ευρωπαϊκή ιστορία χίλια περίπου χρόνια μετά από την μακεδονική εξάπλωση. Πρόκειται για έναν από εκείνους τους λαούς που, επειδή ακριβώς δεν είχαν τίποτε, δεν είχαν ούτε όνομα. Η λέξη «σλάβος», που κάποτε αναφέρεται και ως «σκλάβος», με την έννοια τού αλυσοδεμένου εργάτη, φαίνεται να Προέρχεται από τον όρο «slοwο», ο οποίος πιστεύεται ότι σημαίνει «λόγος». Αυτοί, λοιπόν, ήταν οι λαοί, τους οποίους οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν «servi» —το σχεδόν «εθνικό» όνομά τους— το οποίο στην συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει τους νικημένους, κυριευμένους και άμοιρους παντός ανθρωπίνου δικαιώματος λαούς.
Όταν, ωστόσο, εμφανίζονται στην Ιστορία, το κάνουν ως αγέλες υποταγμένων μαζών, στερημένων παντός ανθρωπίνου δικαιώματος, ως ένας λαός για τον οποίο μπορεί Κανείς να πει ότι —ακριβώς για τον λόγο αυτό— το όνομα τού γένους ή τού έθνους του, «σλάβος» ή «σκλάβος», θα χρησιμοποιηθεί στο εξής για να ονομάσει τους αλυσοδεμένους ανθρώπους, τους στερημένους ελευθερίας και κάθε δικαιώματος, που ενίοτε χρησιμοποιούνται μέχρι και σαν κτήνη. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, όταν εμφανίζονται συμμετέχοντας στις ξενικές εισβολές, οι σλάβοι φαίνονται να είναι υποταγμένοι και κατακτημένοι τόσο από τους Αβάρους, έναν λαό τουρκικής καταγωγής, όσο και από τους Βουλγάρους, άλλον έναν λαό τουρκικής καταγωγής. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο κυρίαρχος λαός που επιτίθεται στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι οι Τούρκοι, που φέρνουν μαζί τους μία αγέλη ανθρώπων, της οποίας τους άνδρες υποχρεώνουν να πολεμούν, ενώ τις γυναίκες να βαδίζουν κυρίως εμπρός από τις άμαξες, σαν κτήνη έλξεως. Τους χρησιμοποιούν,
επίσης, στις κατ’ οίκον εργασίες και στην καλλιέργια της γης. Αυτή η κατάσταση έχει ως συνέπεια την απελευθέρωση των σλάβων και την παραμονή τους εκεί όπου τους έχουν φέρει ως σκλάβους, κάθε φορά που οι Τούρκοι —όντας πάντοτε μια μειονότητα που ενσωματώνει στον στρατό της υποταγμένους λαούς- υφίστανται κάποια μεγάλη ήττα και εξαφανίζονται από τον χάρτη και από την ιστορία. Στην περίπτωση των σκλάβων των Βουλγάρων, που ως σλάβοι/σκλάβοι δεν είχαν ούτε όνομα, ούτε προσωπικότητα, συνέβη το εξής: υιοθέτησαν το όνομα των παλαιών Κυρίων και αφεντών τους, αν και στην περίπτωση των Αβάρων εξαφανίστηκαν εντελώς.
Μετά την πτώση των Αβάρων εμφανίζονται κάποια σλαβικά «φύλα», μεταξύ των οποίων οι «σεβέρεοι, σμολεάνοι, σαγουδάτες, βελεγεζήτες, δραγοβίτσες» και άλλοι, ονόματα τα οποία στην πραγματικότητα δανείζονται από μικρές λίμνες και ρυάκια γύρω από τα οποία εγκαθίστανται, αφού οι σλάβοι —εραστές τής ελευθερίας μέχρι παραλογισμού— δεν σχημάτιζαν ποτέ πολιτικού τύπου ενότητες μεγαλύτερες τής μορφής που οι ίδιοι ονόμαζαν «zadruga», δηλαδή «οικογένεια» με την ευρύτερη έννοια. Ο χώρος συγκέντρωσης μιας ομάδας ονομαζόταν «zhupa» και αυτή κυβερνιόταν από τους γεροντότερους, σι οποίοι συνήθιζαν να εκλέγουν έναν εξ αυτών, τον καλούμενο «zupan» ή, μεταξύ των Κροατών, «banus».
Έτσι, λοιπόν, οι σλάβοι δεν είχαν ποτέ αυθεντικά εθνικά ονόματα, αφού ποτέ δεν σχημάτισαν έθνος. Οι ίδιοι οι ανατολικοί σλάβοι, που σήμερα ονομάζονται στην πλειονότητά τους «Ρώσου>, Φέρουν ένα όνομα δανεικό. Αυτοί ζούσαν στα ανατολικά τής Ευρώπης, σε εδάφη όπου υπήρχαν κάτοικοι διαφόρων προελεύσεων, ειδικά προς τον Βορρά, όπου ζούσαν λαοί φινλανδικής καταγωγής (συχνά αναμεμειγμένοι με «σλάβους») επί των οποίων είχε εγκατασταθεί η κυριαρχία των Σουηδών, ενός γερμανικού λαού. Οι Φιλανδοί, που έφταναν μέχρι τον ποταμό Δβίνα, αποκαλούσαν τους Σουηδούς «ruotsi» και στους σλάβους που τους υπηρετούσαν —δηλαδή στους σκλάβους των Σουηδών— έδωσαν το ίδιο το όνομα των Κυρίων τους. Οι «υπηρέτες των Σουηδών» (στα Φινλανδικά: «ruotsi») Κατέληξαν να ονομάζονται απλώς «Σουηδοί». Αυτό το όνομα, η αρχική προέλευση τού οποίου δεν είναι εξακριβωμένη, δόθηκε αρχικά στους κατοίκους τής περιοχής τού Κιέβου (δηλαδή τής Ουκρανίας) και αργότερα σε όσους ζούσαν γύρω από το Νοβγκορόντ και την Μοσχοβία.
Οι Σουηδοί συνέχισαν να είναι οι κύριοι όλης τής κατοικημένης περιοχής τής Νότιας Φινλανδίας, όπου έμεναν φινλανδικοί λαοί, όπως ήταν οι Εσθονοί και οι Λιβονοί, οι Καρέλιοι και οι κάτοικοι του καλουμένου «Ingermanland». Μόνον μετά από την μάχη τής Πολτάβας, ο Μέγας Πέτρος κατέλαβε αυτά τα φινλανδικά εδάφη και, για να εκπολιτίσει την χώρα, έφερε Γερμανούς αποίκους, με τους οποίους ίδρυσε και εποίκησε την πόλη Persburg (Πετρούπολη), όπως και τις πόλεις Kronstand, Schlusselburg, Oranienburg και άλλες, που πήραν και εξακολουθούν να έχουν γερμανικά ονόματα. Εκεί κατέφθασαν και οι σλάβοι, δηλαδή οι σκλάβοι των Σουηδών (ruotsi) για να δουλέψουν ως υπηρέτες των Γερμανών αποίκων. Ο Μέγας Πέτρος ονόμαζε την περιοχή, που αποίκησαν σι Γερμανοί, «παραθυράκι προς την Ευρώπη» και είναι προφανές ότι, επιθυμώντας να εξευρωπαΐσει και να εκπολιτίσει την αυτοκρατορία του, δεν είχε καμμία επιθυμία να επιτρέψει τον εκρωσισμό των Γερμανών.
Στα νότια τού Δούναβη, μεταξύ των λαών που επίσης τέθηκαν στην υπηρεσία των Τούρκων κατακτητών, είπαμε ότι υπήρχαν και σι «σκλάβοι των Βουλγάρων» (στην τουρκική γλώσσα «bul» σημαίνει «ευγενής» και αρχικά ήταν μόνον το όνομα τής ηγετικής ομάδας). Αυτοί εγκαταστάθηκαν σε περιοχές στα δυτικά τής πόλης τής Σόφιας.
Οι σύγχρονοι Βούλγαροι ότι «τούτοι οι σημερινοί σλαβο-Μακεδόνες είναι απλά ένας βουλγαρικός κλάδος και ότι η εφεύρεση τής σλαβικής μακεδονικής εθνότητας είναι μία απόπειρα ακρωτηριασμού τής (σλαβο-) βουλγαρικής ενότητας», από την οποία λίγο μόνον διαφέρουν τούτοι οι ψευδείς Μακεδόνες. Είναι προφανές ότι, προσδιορίζοντας το όνομα «Μακεδόνες» σε τούτους τους σλάβους, διαπράττεται μία διανοητική και πολιτική απάτη, αφού οι αυθεντικοί Μακεδόνες ήταν μία ελληνική ομάδα, τής οποίας η γλώσσα ελάχιστα διέφερε από τις άλλες ελληνικές διαλέκτους. Γνωρίζουμε για παράδειγμα, ότι τα ονόματα «Φίλιππος» και «Φερενίκη» προφέρονταν ως «Βίλιππος» και «Βερενίκη» μεταξύ των Αρχαίων Μακεδόνων, και ότι έλεγαν «πτόλις» αντί «πόλις» και «πτόλεμος» αντί «πόλεμος» (που είναι ελληνικοί τύποι, αρχαιότεροι από τους συνηθέστερους ιωνικούς δωρικούς και αχαϊκούς). Αυτές σι μορφές παρέμειναν ζωντανές σε ονόματα ανδρών, όπως «Πτολεμαίος», αλλά και ελληνίδων Βασιλισσών τής Μακεδονίας, όπως «Βερενίκη». Οι Μακεδόνες εξάλλου, συμμετείχαν από νωρίς στους Ολυμπιακούς αγώνες, στους οποίους μπορούσαν να συμμετέχουν μόνον οι ‘Έλληνες.
Οι σλάβοι, που υιοθέτησαν το όνομα «Μακεδόνες», πρωτοεμφανίστηκαν, όπως προείπα, χίλια με χίλια διακόσια χρόνια μετά από την εξάπλωση των Ελλήνων Μακεδόνων. Είναι προφανές ότι υιοθέτησαν, το όνομα των γειτόνων τους επειδή οι ίδιοι δεν είχαν -ούτε εκεί- δικό τους εθνικό όνομα, όπως ποτέ οι σλάβοι δεν είχα, δικά τους εθνικά ονόματα σε κανένα μέρος τής γης. Για τούτους τους λόγους, οι σλάβοι που σήμερα έφτασαν να αποκαλούνται «Μακεδόνες και που κατοικούν στα περίχωρα των Σκοπίων δεν έχουν απολύτως καμμία σχέση με τους αυθεντικούς Μακεδόνες, οι οποίοι ζούσαν στην ελληνική περιοχή που μέχρι σήμερα ονομάζεται Μακεδονία. Από την γη αυτή, κάτω από τις διαταγές τού Έλληνα Μακεδόνα Βασιλιά Αλεξάνδρου, κατέκτησαν την Περσική Αυτοκρατορία, εξαπλώνοντας μέχρι εκεί τον Ελληνικό Πολιτισμό και υποβάλλοντας την ελληνική κλασική νοοτροπία σε μία αυθεντική επανάσταση, αφού από εκείνη την στιγμή οι Έλληνες, που είχαν συνηθίσει να ζουν σε μικρές (και μόνον κατ’ εξαίρεση σε κάπως μεγαλύτερες) πόλεις, αντιμετώπιζαν μία παγκόσμια αποστολή ως κληρονόμοι και μεταλαμπαδευτές τού πιο έξοχου πολιτισμού που δημιούργησε η Ανθρωπότητα. Αυτοί οι άνθρωποι έφτασαν να χτίσουν ελληνόφωνες πόλεις μέχρι την Ινδία, το Αφγανιστάν, την Μεσοποταμία και αλλού!
Στα τέλη τού 9ου μ.Χ. αιώνα, ανέρχεται στον Πατριαρχικό Θρόνο τής Κωνσταντινουπόλεως ο Φώτιος, μία από τις μεγαλύτερες μορφές τής διανόησης που γέννησε ο Βυζαντινός Πολιτισμός. Αυτός ο άνδρας, που διακρίθηκε για την ευρεία καλλιέργειά του, ευνόησε ένα είδος Αναγέννησης τού Ελληνικού Κλασικού Πολιτισμού. Μεταξύ των πεπραγμένων του — εκτός τού αξίου κατορθώματός του να διακόψει τις σχέσεις του με την Ρώμη, στην οποία κυριαρχούσε ο βαρβαρισμός, ακόμη και μέσα στο Παπικό Κράτος— συγκαταλέγεται και η ανάθεση σε δύο Έλληνες τής Θεσσαλονίκης, στους αδελφούς Κωνσταντίνο (ονομαζόμενο και Κύριλλο) και Μεθόδιο, τής μετάφρασης τής Αγίας Γραφής στην γλώσσα των σλάβων.
Αυτοί υιοθέτησαν, για τούτον τον σκοπό, την γλώσσα που χρησιμοποιούσε κάποια από εκείνες τις σλαβικές φυλές, που ακόμη περιφέρονταν ύποπτα γύρω από την Θεσσαλονίκη, μετά από την ήττα των Βουλγάρων και των λοιπών Τούρκων. Πρέπει να τονιστεί, λοιπόν, ότι δεν ήταν σλάβοι εκείνοι που μετέφρασαν την Βίβλο, αλλά δύο Έλληνες, οι οποίοι το κατάφεραν εφευρίσκοντας για τον σκοπό αυτό μέχρι και το σλαβικό αλφάβητο, το αποκαλούμενο γλαγολιτικό. Αυτή η μετάφραση βοήθησε τους σλάβους να μην απορροφηθούν από άλλους λαούς, κάτι που οπωσδήποτε θα είχε συμβεί χωρίς ένα τέτοιο λογοτεχνικό έργο. Η σλαβική γλώσσα αυτής τής μετάφρασης ονομάζεται τόσο «αρχαία βουλγαρική», όσο και «αρχαία σλαβική». Η μετάφραση της, την οποία πραγματοποίησαν οι δύο Έλληνες λόγιοι από την ίδια την ελληνική γλώσσα τους στην σλάβικη, συνέβαλε στην στερεοποίηση τής προσέγγισης των σλάβων στο Βυζάντιο. Τούτη η Βίβλος μετατράπηκε σε γλώσσα τής Θρησκείας και τής γραπτής επικοινωνίας, χρησιμοποιούμενη μέχρι προσφάτως στην ίδια την Ρωσική Αυτοκρατορία. Πρόκειται, λοιπόν, για μια δεύτερη ελληνική πολιτισμική εξάπλωση που κατορθώθηκε ξεκινώντας από την Μακεδονία, μέσω τής μετάφρασης τής Βίβλου στην γλώσσα των σλάβων. Τούτο το έργο υπήρξε η βάση τού εξευρωπαϊσμού των Ρώσων, οι οποίοι εξαπλώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή τής σημερινής Ρωσίας μετά από το χριστιανικό βάπτισμα τού Βλαντισλάβ.
Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο
Κοντά σ’ εκείνη την ελληνική περιοχή, που αποτελεί την πραγματική Μακεδονική γη, υπάρχει και ένας άλλος λαός, που έφτασε να αποκαλείται «μακεδονικός» χωρίς να είναι. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν προτιμότερο να μιλούμε για «ψευδο-Μακεδόνες» ή «κλεπτο-Μακεδόνες». Ας εξετάσουμε το γιατί.
Οι Σλάβοι πρωτοεμφανίζονται στην ευρωπαϊκή ιστορία χίλια περίπου χρόνια μετά από την μακεδονική εξάπλωση. Πρόκειται για έναν από εκείνους τους λαούς που, επειδή ακριβώς δεν είχαν τίποτε, δεν είχαν ούτε όνομα. Η λέξη «σλάβος», που κάποτε αναφέρεται και ως «σκλάβος», με την έννοια τού αλυσοδεμένου εργάτη, φαίνεται να Προέρχεται από τον όρο «slοwο», ο οποίος πιστεύεται ότι σημαίνει «λόγος». Αυτοί, λοιπόν, ήταν οι λαοί, τους οποίους οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν «servi» —το σχεδόν «εθνικό» όνομά τους— το οποίο στην συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει τους νικημένους, κυριευμένους και άμοιρους παντός ανθρωπίνου δικαιώματος λαούς.
Όταν, ωστόσο, εμφανίζονται στην Ιστορία, το κάνουν ως αγέλες υποταγμένων μαζών, στερημένων παντός ανθρωπίνου δικαιώματος, ως ένας λαός για τον οποίο μπορεί Κανείς να πει ότι —ακριβώς για τον λόγο αυτό— το όνομα τού γένους ή τού έθνους του, «σλάβος» ή «σκλάβος», θα χρησιμοποιηθεί στο εξής για να ονομάσει τους αλυσοδεμένους ανθρώπους, τους στερημένους ελευθερίας και κάθε δικαιώματος, που ενίοτε χρησιμοποιούνται μέχρι και σαν κτήνη. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, όταν εμφανίζονται συμμετέχοντας στις ξενικές εισβολές, οι σλάβοι φαίνονται να είναι υποταγμένοι και κατακτημένοι τόσο από τους Αβάρους, έναν λαό τουρκικής καταγωγής, όσο και από τους Βουλγάρους, άλλον έναν λαό τουρκικής καταγωγής. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο κυρίαρχος λαός που επιτίθεται στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι οι Τούρκοι, που φέρνουν μαζί τους μία αγέλη ανθρώπων, της οποίας τους άνδρες υποχρεώνουν να πολεμούν, ενώ τις γυναίκες να βαδίζουν κυρίως εμπρός από τις άμαξες, σαν κτήνη έλξεως. Τους χρησιμοποιούν,
επίσης, στις κατ’ οίκον εργασίες και στην καλλιέργια της γης. Αυτή η κατάσταση έχει ως συνέπεια την απελευθέρωση των σλάβων και την παραμονή τους εκεί όπου τους έχουν φέρει ως σκλάβους, κάθε φορά που οι Τούρκοι —όντας πάντοτε μια μειονότητα που ενσωματώνει στον στρατό της υποταγμένους λαούς- υφίστανται κάποια μεγάλη ήττα και εξαφανίζονται από τον χάρτη και από την ιστορία. Στην περίπτωση των σκλάβων των Βουλγάρων, που ως σλάβοι/σκλάβοι δεν είχαν ούτε όνομα, ούτε προσωπικότητα, συνέβη το εξής: υιοθέτησαν το όνομα των παλαιών Κυρίων και αφεντών τους, αν και στην περίπτωση των Αβάρων εξαφανίστηκαν εντελώς.
Μετά την πτώση των Αβάρων εμφανίζονται κάποια σλαβικά «φύλα», μεταξύ των οποίων οι «σεβέρεοι, σμολεάνοι, σαγουδάτες, βελεγεζήτες, δραγοβίτσες» και άλλοι, ονόματα τα οποία στην πραγματικότητα δανείζονται από μικρές λίμνες και ρυάκια γύρω από τα οποία εγκαθίστανται, αφού οι σλάβοι —εραστές τής ελευθερίας μέχρι παραλογισμού— δεν σχημάτιζαν ποτέ πολιτικού τύπου ενότητες μεγαλύτερες τής μορφής που οι ίδιοι ονόμαζαν «zadruga», δηλαδή «οικογένεια» με την ευρύτερη έννοια. Ο χώρος συγκέντρωσης μιας ομάδας ονομαζόταν «zhupa» και αυτή κυβερνιόταν από τους γεροντότερους, σι οποίοι συνήθιζαν να εκλέγουν έναν εξ αυτών, τον καλούμενο «zupan» ή, μεταξύ των Κροατών, «banus».
Έτσι, λοιπόν, οι σλάβοι δεν είχαν ποτέ αυθεντικά εθνικά ονόματα, αφού ποτέ δεν σχημάτισαν έθνος. Οι ίδιοι οι ανατολικοί σλάβοι, που σήμερα ονομάζονται στην πλειονότητά τους «Ρώσου>, Φέρουν ένα όνομα δανεικό. Αυτοί ζούσαν στα ανατολικά τής Ευρώπης, σε εδάφη όπου υπήρχαν κάτοικοι διαφόρων προελεύσεων, ειδικά προς τον Βορρά, όπου ζούσαν λαοί φινλανδικής καταγωγής (συχνά αναμεμειγμένοι με «σλάβους») επί των οποίων είχε εγκατασταθεί η κυριαρχία των Σουηδών, ενός γερμανικού λαού. Οι Φιλανδοί, που έφταναν μέχρι τον ποταμό Δβίνα, αποκαλούσαν τους Σουηδούς «ruotsi» και στους σλάβους που τους υπηρετούσαν —δηλαδή στους σκλάβους των Σουηδών— έδωσαν το ίδιο το όνομα των Κυρίων τους. Οι «υπηρέτες των Σουηδών» (στα Φινλανδικά: «ruotsi») Κατέληξαν να ονομάζονται απλώς «Σουηδοί». Αυτό το όνομα, η αρχική προέλευση τού οποίου δεν είναι εξακριβωμένη, δόθηκε αρχικά στους κατοίκους τής περιοχής τού Κιέβου (δηλαδή τής Ουκρανίας) και αργότερα σε όσους ζούσαν γύρω από το Νοβγκορόντ και την Μοσχοβία.
Οι Σουηδοί συνέχισαν να είναι οι κύριοι όλης τής κατοικημένης περιοχής τής Νότιας Φινλανδίας, όπου έμεναν φινλανδικοί λαοί, όπως ήταν οι Εσθονοί και οι Λιβονοί, οι Καρέλιοι και οι κάτοικοι του καλουμένου «Ingermanland». Μόνον μετά από την μάχη τής Πολτάβας, ο Μέγας Πέτρος κατέλαβε αυτά τα φινλανδικά εδάφη και, για να εκπολιτίσει την χώρα, έφερε Γερμανούς αποίκους, με τους οποίους ίδρυσε και εποίκησε την πόλη Persburg (Πετρούπολη), όπως και τις πόλεις Kronstand, Schlusselburg, Oranienburg και άλλες, που πήραν και εξακολουθούν να έχουν γερμανικά ονόματα. Εκεί κατέφθασαν και οι σλάβοι, δηλαδή οι σκλάβοι των Σουηδών (ruotsi) για να δουλέψουν ως υπηρέτες των Γερμανών αποίκων. Ο Μέγας Πέτρος ονόμαζε την περιοχή, που αποίκησαν σι Γερμανοί, «παραθυράκι προς την Ευρώπη» και είναι προφανές ότι, επιθυμώντας να εξευρωπαΐσει και να εκπολιτίσει την αυτοκρατορία του, δεν είχε καμμία επιθυμία να επιτρέψει τον εκρωσισμό των Γερμανών.
Στα νότια τού Δούναβη, μεταξύ των λαών που επίσης τέθηκαν στην υπηρεσία των Τούρκων κατακτητών, είπαμε ότι υπήρχαν και σι «σκλάβοι των Βουλγάρων» (στην τουρκική γλώσσα «bul» σημαίνει «ευγενής» και αρχικά ήταν μόνον το όνομα τής ηγετικής ομάδας). Αυτοί εγκαταστάθηκαν σε περιοχές στα δυτικά τής πόλης τής Σόφιας.
Οι σύγχρονοι Βούλγαροι ότι «τούτοι οι σημερινοί σλαβο-Μακεδόνες είναι απλά ένας βουλγαρικός κλάδος και ότι η εφεύρεση τής σλαβικής μακεδονικής εθνότητας είναι μία απόπειρα ακρωτηριασμού τής (σλαβο-) βουλγαρικής ενότητας», από την οποία λίγο μόνον διαφέρουν τούτοι οι ψευδείς Μακεδόνες. Είναι προφανές ότι, προσδιορίζοντας το όνομα «Μακεδόνες» σε τούτους τους σλάβους, διαπράττεται μία διανοητική και πολιτική απάτη, αφού οι αυθεντικοί Μακεδόνες ήταν μία ελληνική ομάδα, τής οποίας η γλώσσα ελάχιστα διέφερε από τις άλλες ελληνικές διαλέκτους. Γνωρίζουμε για παράδειγμα, ότι τα ονόματα «Φίλιππος» και «Φερενίκη» προφέρονταν ως «Βίλιππος» και «Βερενίκη» μεταξύ των Αρχαίων Μακεδόνων, και ότι έλεγαν «πτόλις» αντί «πόλις» και «πτόλεμος» αντί «πόλεμος» (που είναι ελληνικοί τύποι, αρχαιότεροι από τους συνηθέστερους ιωνικούς δωρικούς και αχαϊκούς). Αυτές σι μορφές παρέμειναν ζωντανές σε ονόματα ανδρών, όπως «Πτολεμαίος», αλλά και ελληνίδων Βασιλισσών τής Μακεδονίας, όπως «Βερενίκη». Οι Μακεδόνες εξάλλου, συμμετείχαν από νωρίς στους Ολυμπιακούς αγώνες, στους οποίους μπορούσαν να συμμετέχουν μόνον οι ‘Έλληνες.
Οι σλάβοι, που υιοθέτησαν το όνομα «Μακεδόνες», πρωτοεμφανίστηκαν, όπως προείπα, χίλια με χίλια διακόσια χρόνια μετά από την εξάπλωση των Ελλήνων Μακεδόνων. Είναι προφανές ότι υιοθέτησαν, το όνομα των γειτόνων τους επειδή οι ίδιοι δεν είχαν -ούτε εκεί- δικό τους εθνικό όνομα, όπως ποτέ οι σλάβοι δεν είχα, δικά τους εθνικά ονόματα σε κανένα μέρος τής γης. Για τούτους τους λόγους, οι σλάβοι που σήμερα έφτασαν να αποκαλούνται «Μακεδόνες και που κατοικούν στα περίχωρα των Σκοπίων δεν έχουν απολύτως καμμία σχέση με τους αυθεντικούς Μακεδόνες, οι οποίοι ζούσαν στην ελληνική περιοχή που μέχρι σήμερα ονομάζεται Μακεδονία. Από την γη αυτή, κάτω από τις διαταγές τού Έλληνα Μακεδόνα Βασιλιά Αλεξάνδρου, κατέκτησαν την Περσική Αυτοκρατορία, εξαπλώνοντας μέχρι εκεί τον Ελληνικό Πολιτισμό και υποβάλλοντας την ελληνική κλασική νοοτροπία σε μία αυθεντική επανάσταση, αφού από εκείνη την στιγμή οι Έλληνες, που είχαν συνηθίσει να ζουν σε μικρές (και μόνον κατ’ εξαίρεση σε κάπως μεγαλύτερες) πόλεις, αντιμετώπιζαν μία παγκόσμια αποστολή ως κληρονόμοι και μεταλαμπαδευτές τού πιο έξοχου πολιτισμού που δημιούργησε η Ανθρωπότητα. Αυτοί οι άνθρωποι έφτασαν να χτίσουν ελληνόφωνες πόλεις μέχρι την Ινδία, το Αφγανιστάν, την Μεσοποταμία και αλλού!
Στα τέλη τού 9ου μ.Χ. αιώνα, ανέρχεται στον Πατριαρχικό Θρόνο τής Κωνσταντινουπόλεως ο Φώτιος, μία από τις μεγαλύτερες μορφές τής διανόησης που γέννησε ο Βυζαντινός Πολιτισμός. Αυτός ο άνδρας, που διακρίθηκε για την ευρεία καλλιέργειά του, ευνόησε ένα είδος Αναγέννησης τού Ελληνικού Κλασικού Πολιτισμού. Μεταξύ των πεπραγμένων του — εκτός τού αξίου κατορθώματός του να διακόψει τις σχέσεις του με την Ρώμη, στην οποία κυριαρχούσε ο βαρβαρισμός, ακόμη και μέσα στο Παπικό Κράτος— συγκαταλέγεται και η ανάθεση σε δύο Έλληνες τής Θεσσαλονίκης, στους αδελφούς Κωνσταντίνο (ονομαζόμενο και Κύριλλο) και Μεθόδιο, τής μετάφρασης τής Αγίας Γραφής στην γλώσσα των σλάβων.
Αυτοί υιοθέτησαν, για τούτον τον σκοπό, την γλώσσα που χρησιμοποιούσε κάποια από εκείνες τις σλαβικές φυλές, που ακόμη περιφέρονταν ύποπτα γύρω από την Θεσσαλονίκη, μετά από την ήττα των Βουλγάρων και των λοιπών Τούρκων. Πρέπει να τονιστεί, λοιπόν, ότι δεν ήταν σλάβοι εκείνοι που μετέφρασαν την Βίβλο, αλλά δύο Έλληνες, οι οποίοι το κατάφεραν εφευρίσκοντας για τον σκοπό αυτό μέχρι και το σλαβικό αλφάβητο, το αποκαλούμενο γλαγολιτικό. Αυτή η μετάφραση βοήθησε τους σλάβους να μην απορροφηθούν από άλλους λαούς, κάτι που οπωσδήποτε θα είχε συμβεί χωρίς ένα τέτοιο λογοτεχνικό έργο. Η σλαβική γλώσσα αυτής τής μετάφρασης ονομάζεται τόσο «αρχαία βουλγαρική», όσο και «αρχαία σλαβική». Η μετάφραση της, την οποία πραγματοποίησαν οι δύο Έλληνες λόγιοι από την ίδια την ελληνική γλώσσα τους στην σλάβικη, συνέβαλε στην στερεοποίηση τής προσέγγισης των σλάβων στο Βυζάντιο. Τούτη η Βίβλος μετατράπηκε σε γλώσσα τής Θρησκείας και τής γραπτής επικοινωνίας, χρησιμοποιούμενη μέχρι προσφάτως στην ίδια την Ρωσική Αυτοκρατορία. Πρόκειται, λοιπόν, για μια δεύτερη ελληνική πολιτισμική εξάπλωση που κατορθώθηκε ξεκινώντας από την Μακεδονία, μέσω τής μετάφρασης τής Βίβλου στην γλώσσα των σλάβων. Τούτο το έργο υπήρξε η βάση τού εξευρωπαϊσμού των Ρώσων, οι οποίοι εξαπλώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή τής σημερινής Ρωσίας μετά από το χριστιανικό βάπτισμα τού Βλαντισλάβ.
Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο
Το κείμενο είναι απόσπασμα απο το βιβλίο ” Το Ελληνικό Θαύμα ” του αειμνείστου Βάσκου Ελληνιστή και η μετάφραση είναι του Αθανάσιου Τσακνάκη.
ΠΗΓΗ: http://eistorias.wordpress.com/2011/09/20/%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%b5%ce%af%ce%bd%ce%b1%ce%b9-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%b4%ce%b5%ce%bd-%ce%b5%ce%af%ce%bd%ce%b1%ce%b9-%ce%bc%ce%b1%ce%ba%ce%b5%ce%b4%cf%8c/
1 σχόλιο:
Σας ευχαριστώ για την ανάρτηση αλλά και την ευγένεια να παραθέσετε και την ηλεκτρονική πηγή.
Να συμπληρώσω επίσης, πως το εν λόγω κείμενο είναι μια ομιλία του Σαγρέδο σε κάποιο θέατρο της χώρας των Βάσκων, την χρονιά που ξεκίνησε το πρόβλημα με τους Σκοπιανούς.
Ο αείμνηστος μακαρίτης, είχε συγκεντρώσει 2.000 (δύο χιλιάδες) νέους στον χώρο αυτόν, και, τους μίλησε για την ελληνικότητα της Μακεδονίας με τα παραπάνω λόγια...
Δημοσίευση σχολίου