Τήν ἀπάντησι μᾶς τήν δίδει ὄχι μέ μία θεωρητική διδασκαλία, άλλά μέ μία ζωντανή ὀπτασία, ὁ ἁγιασμένος Ρουμᾶνος ἱερομόναχος π. Ἀρσένιος Μπόκα. Αὐτός ὁ μακαριστός Γέροντας γεννήθηκε τό 1910 στό χωριό Βάτσα ντέ Σούς, δίπλα στήν περιοχή Μπράντ τοῦ νομοῦ Χουνεντοάρα ἀπό ὀρθοδόξους καί εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Ἰωσήφ καί τήν Χριστίνα.
Τό ἔτος 1929 τελείωσε τό Λύκειο ἄριστος μεταξύ τῶν ἀρίστων καί ἐπονομαζόμενος μεταξύ τῶν συμμαθητῶν τους ὡς «"ὁ ἅγιος» γιά τήν ἀποφασιστικότητα, σταθερότητα καί ἐπιμέλεια τῆς ζωῆς του.
Στήν συνέχεια γράφθηκε στήν θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Σιμπίου, πού λέγεται «Ἀνδρεϊάνα», πρός τιμήν τοῦ μητροπολίτου Ἀνδρέου SAGUNA.
Ἐκεῖ δέν σπούδασε μόνο τήν θεολογία μέ ἀσυνήθη ζῆλο καί ἐπιμέλεια στήν προσωπική πνευματική του ζωή, ἀλλά ἀγάπησε καί τίς τέχνες. Ἔμαθε τήν ἐκκλησιαστική μουσική, νά παίζη λαοῦτο καί ἀσκήθηκε ἐπιμελῶς στήν ἁγιογραφία. Ἐδῶ τόν ἀνεκάλυψε γιά τά προσόντα του ὁ διαπρεπής καθηγητής Νικόλαος Ποποβίτσι, μετέπειτα ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας Ὀράντεα, ὁ ὁποῖος τόν ἔστειλε μέ ὑποτροφία τῆς Μητροπόλεως Σιμπίου στή σχολή Καλῶν Τεχνῶν τοῦ Βουκουρεστίου.
Ὁ π. Ἀρσένιος μέ πρότασι τοῦ ἀνωτέρω Μητροπολίτου Νικολάου, ἐκάρη μοναχός στό μοναστήρι Σίμπαντα ντέ Σιούς τό 1939, ὅπου καί χειροτονήθηκε ἱερεύς ἀπό τόν ἴδιο.
Μετά ἀπό ἕνα χρόνο, ὁ Μητροπολίτης τόν ἔστειλε στήν Ἑλλάδα, στό Ἄγιον Ὄρος γιά νά τελειοποιήσει τίς γνώσεις του γύρω ἀπό τήν μοναχική τάξι καί τήν ἐν πνεύματι ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Φθάνοντας ἐκεῖ καί μή γνωρίζοντας κανέναν-ἔλεγε ὁ ἴδιος-μπῆκε σ᾿ ἕνα δάσος καί προσευχόταν πολύ στόν Σωτῆρα Χριστόν νά τοῦ στείλη στόν δρόμο του ἕνα σύμβουλο, ἀλλά ὁ Κύριος ἀπό θεία οἰκονομία δέν τοῦ ἔστειλε.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό, αἰσθανθείς τήν ἀναξιότητά του καί γνωρίζοντας ὅτι ὁ Κύριος ἔχει μία καλή Μητέρα, ἡ ὁποία προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο, τήν παρεκάλεσε μέ δάκρυα νά τοῦ ὑποδείξη ἕνα ἄνθρωπο-ὁδηγό γιά νά τόν διδάξη τά τῆς καλογερικῆς ζωῆς γιά τήν σωτηρία του, ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ ἴδιος. Καί πράγματι ἦλθε ἡ ἴδια ἡ Κυρία Θεοτόκος, τόν ἐπῆρε ἀπό τό χέρι, τόν ἀνέβασε σ᾿ ἕνα ὑψηλό βουνό, τό ὁποῖο ἦτο ἀνάμεσα σέ δύο μεγάλες χαράδρες καί ἦτο φοβερό νά βλέπει κανείς κάτω.
Καί τό βουνό αὐτό ἦτο τόσο ἀπόκρημνο καί κοφτερό, ὥστε δέν ἠμποροῦσε ἄνθρωπος νά περπατήσει μέ γυμνά πόδια. Καί ἡ Κυρία Θεοτόκος τόν ἀνέβασε ἐκεῖ στήν κορυφή τοῦ ὄρους ἐκείνου καί τόν ἄφησε στήν ποιμαντική φροντίδα ἑνός Ἁγίου πού ζοῦσε ἐκεῖ σ᾿ αὐτόν τόν τόπο πρίν ἀπό 100 χρόνια (Δέν μᾶς ἀπεκάλυψε ποιός ἦταν αὐτός ὁ Ἅγιος. Δέν εἶχε προφανῶς τήν εὐλογία του). Κατόπιν ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄφαντη.
Ὅσο καιρό ἔμεινε ἐκεῖ δέν ἐμίλησε καθόλου παρά μόνο μία φορά σέ μερικούς πιστούς χριστιανούς καί αὐτό τό ἔκανε ἀπό ταπείνωσι. Ἡ Κυρία Θεοτόκος τόν ἐνίσχυσε νά μείνη νηστικός ἐπί 40 ἡμέρες καί στό διάστημα αὐτό διδάχθηκε ἀπό τόν Ἅγιο ὅ,τι εἶχε ἀνάγκη γιά τήν μοναχική ζωή.
Μετά ἀπό διάστημα 40 ἡμερῶν ἐπέστρεψε στό μητροπολιτικό Κέντρο τοῦ Σιμπίου, ὅπου ἔμεινε περισσότερο ἀπό ἕνα χρόνο.
Στό μοναστήρι τοῦ μάρτυρος Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου (Σίμπατα ντε Σιούς) φωτίσθηκε ἀπό τήν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί προικίσθηκε μέ τό χάρισμα τῆς προοράσεως. Μόνον, ἐάν σέ ἀντίκρυζε, αἰσθανόσουν ὅτι ἔμπαινε στά βάθη τῆς ψυχῆς σου σάν τό ἠλεκτρικό ρεῦμα. Σέ καθήλωνε καί σοῦ ἀπεκάλυπτε τούς λογισμούς σου, τίς ἁμαρτίες καί τά ἔργα πού εἶχες κάνει. Δηλαδή ἐγνώριζε ὅλη τήν ζωή σου καί σέ καλοῦσε μέ τό ὄνομά σου.
Ἀφ᾿ ὅτου χειροτονήθηκε ἱερεύς καί ἔλαβε καί τήν εὐλογία νά ἐξομολογῆ, συχνά στήν ἐξομολόγησι ἔλεγε στούς ἀνθρώπους πού ἤρχοντο τά ἀνεξομολόγητα ἁμαρτήματά τους (τά ὁποῖα αὐτοί τά ἔκρυβαν ἤ τά ξεχνοῦσαν) καί μόνο σέ μερικούς ἔδινε τήν εὐλογία νά κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Εἶχε τό χάρισμα ἀπό τόν Θεό ὁ π. Ἀρσένιος καί ἔβλεπε τήν ἐσωτερική κατάστασι τῶν ἀνθρώπων κι αὐτά πού εἶχαν κάνει στήν ζωή τους καί αὐτά πού θά τούς συμβοῦν.
Βλέποντας ὅμως ὁ Πατήρ ὅτι πολλοί ἀπ᾿ αὐτούς, πού ἐξωμολογοῦντο, δέν ἄλλαζαν τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους, ἀλλά συνέχιζαν μέ τίς κακές ἐπιθυμίες τους καί τά ἁμαρτήματά τους καί γνωρίζοντας ὅτι θά εἶναι ἐγγυητής γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους στήν Μέλλουσα Κρίσι, παρεκάλεσε τόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψη γιά ποιά αἰτία οἱ ἄνθρωποι δέν ἀφήνουν τίς ἁμαρτίες τους.
Μία ἡμέρα, καθήμενος σ᾿ ἕνα κάθισμα στόν κῆπο τοῦ μοναστηριοῦ καί κυττάζοντας πρός τό βουνό, βλέπει ὅτι ἐμφανίσθηκε στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ ἕνα μεγάλο σύννεφο, μαῦρο καί σκοτεινό καί μέσα σ᾿ αὐτό ἀκουγόταν φασαρία καί πολύς θόρυβος. Ἀντικρύζοντας μέ περισσότερη προσοχή, παρετήρησε ὅτι ξαφνικά τό σύννεφο χωρίσθηκε σέ δύο μέρη καί στό μέσον τοῦ συννέφου, φάνηκε ἡ κορυφή τοῦ βουνοῦ, ὅπου ὑπῆρχε βασιλικός θρόνος περικυκλωμένος ἀπό φωτιά καί ὁ Ἑωσφόρος νά κάθεται ἐκεῖ ἔχοντας γύρω του πολλούς δαίμονες. Ἄκουσε τότε ὁ π. Ἀρσένιος τόν Ἑωσφόρο νά λέγη στούς δαίμονες:
-Ποιός ἀπό ἐσᾶς εἶναι ἐπιτήδειος νά εὕρη ἕνα πονηρό λογισμό, τόν ὁποῖον νά ψιθυρίσουμε στόν νοῦ τῶν ἀνθρώπων γιά νά τούς ἑλκύσουμε πρός τό μέρος μας κι ἔτσι νά κερδίσουμε πολλές ψυχές, νά κάνουμε μία βασιλεία μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, διότι ὀλίγος καιρός ἀκόμη μᾶς ἀπέμεινε.
Τότε ἐμφανίζεται ἕνας διάβολος. Προσκύνησε τόν ἀρχηγό του μέχρι τοῦ ἐδάφους καί τοῦ εἶπε:
-Ἔξοχε τοῦ σκότους ἀρχηγέ, εὑρῆκα κατάλληλο νά ψιθυρίσω στούς ἀνθρώπους τόν λογισμό ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός.
Τότε ὁ ἀρχισατανᾶς τοῦ εἶπε: Δέν εἶναι τόσο καλή αὐτή ἡ πρότασί σου, διότι ἠμποροῦμε νά κερδίσουμε περισσότερους μέ ἄλλο τρόπο. Ἄς ἔλθη κάποιος ἄλλος.
Ἦλθε ὁ δεύτερος καί τοῦ εἶπε:
-Ἔξοχε τοῦ σκότους ἀρχηγέ, ἐγώ προτείνω, νά τούς ἀφήσουμε νά πιστεύουν στόν Θεό, ἀλλά νά τούς ψιθυρίσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει, οὔτε παράδεισος οὔτε κόλασις καί ὅτι ἡ ζωή αὐτή ὑπάρχει μόνο μέχρι τοῦ τάφου.
Ὁ ἀρχισατανᾶς, μετά ἀπό ἀρκετή περίσκεψι τοῦ εἶπε:
Οὔτε μ᾿ αὐτή τήν πονηρή σκέψι θά ἠμπορέσουμε νά κερδίσουμε πάρα πολλούς, διότι ὁ Χριστός, ὅταν ἀνυψώθηκε στούς οὐρανούς, εἶπε στούς μαθητές Του: «Ἐν τῷ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός μου μοναί πολλαί εἰσι...καί ἐάν πορευθῶ καί ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καί παραλήψομαι ὑμᾶς πρός ἐμαυτόν...» (Ἰωάν.14,2-3). Ἀκόμη εἶναι ἀρκετά φευτευμένη αὐτή ἡ πίστις στό νοῦ τῶν ἀνθρώπων ὅτι ὑπάρχει Θεός καί Αὐτός θά τούς ἀνταμείψη κατά τά ἔργα τους. Λοιπόν, ἄς ἔλθη ἄλλος.
Ἔρχεται ὁ τρίτος καί λέγει, ἀφοῦ πρῶτα τόν προσκύνησε μέχρι τοῦ ἐδάφους:
- Ἔξοχε τοῦ σκότους ἀρχηγέ, ἐγώ προτείνω καλλίτερα νά ἐπαινοῦμε τούς ἀνθρώπους γιά τήν πίστι τους στόν Θεό, στήν ὕπαρξι τοῦ παραδείσου καί τῆς κολάσεως, στήν τελική Κρίσι, ἀλλά ταυτόχρονα, χωρίς διακοπές νά τούς ψιθυρίζουμε: «Μή βιάζεσθε νά μετανοήσετε. Ἀφῆστε αὐτό τό ἔργο γιά τά γεράματά σας, διότι ὁ θάνατος θ᾿ ἀργήση. Τώρα νά χαίρεσθε τίς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, νά ἱκανοποιῆτε ὅλες τίς σαρκικές σας ἐπιθυμίες, διότι ἔχετε ἀρκετό χρόνο μπροστά σας»! Καί κάνοντας ἐμεῖς τά δελεαστικά μας ἔργα, δέν θά καταλαβαίνουν αὐτοί πότε περνάει ὁ καιρός καί ἔρχεται τό τέλος τους. Ὁ θάνατος θά ἔρχεται ξαφνικά καί θά τούς εὑρίσκει ἀπροετοίμαστους καί τότε αὐτοί θά εἶναι γιά πάντα ἰδικοί μας.
Τότε ὁ ἀρχισατανᾶς ἐκούνησε τό κεφάλι του ἱκανοποιητικά. Ἐγρύλισε ἀπό μία διαβολική χαρά καί μέ μία βιαστική λαχτάρα τούς εἶπε:
-Πηγαίνετε καί κάνετε, ὅπως ἀκούσατε ἀπό τόν συνάδελφό σας!
Ἔτσι, πολλοί ἄνθρωποι σήμερα μόνο τυπικά καί γιά τά μάτια τοῦ κόσμου ἐκπληρώνουν τά χριστιανικά τους καθήκοντα, ἐφ᾿ ὅσον κάθε στιγμή οἱ πονηροί δαίμονες τούς ψιθυρίζουν δελεαστικά γιά τίς ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί αὐτοί ὑπακούουν. Δέν ἀλλάζουν τήν τακτική τους καί συνεχίζουν νά ἱκανοποιοῦν τίς ἐπιθυμίες τους καί τίς ἁμαρτίες τους, περιφρονώντας τίς πατρικές συμβουλές καί τήν ἀληθινή μετάνοια, ἔστω καί στά γεράματά τους.
(Ἡ παροῦσα διήγησις εἶναι μετάφρασις ἀπό τήν ρουμανική γλῶσσα τοῦ βιβλίου τοῦ ἀειμνήστου ἀρχιμ. π. Ἀρσενίου Μπόκα, «Βαθμοί Ἀρετῶν»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου