Ζούσε σ’ ένα κοινόβιο, ένας ευλαβής
μοναχός, ο οποίος κάποτε ακούγοντας τον στίχο του ψαλτηρίου «Χίλια έτη, Κύριε,
ως η ημέρα η εχθές ήτις διήλθε και φυλακή εν νυκτί» (Ψαλ. 89 στ. 3), δεν
μπορούσε να καταλάβει τον στίχο. Επειδή μάλιστα σ’ αυτό το μοναστήρι δεν υπήρχε
κανένας έμπειρος διδάσκαλος να τον βοηθήσει, έκανε επίμονη προσευχή στον Κύριο,
να του αποκαλύψει την έννοια του στίχου. Πράγματι. Ο Κύριος άκουσε το θέλημά
του φοβουμένου αυτόν.
Μια ημέρα μετά τον όρθρο, αφού έφυγαν οι αδελφοί στα κελιά τους, αυτός έμεινε να προσευχηθεί –κατά την συνήθεια του- στην εκκλησία. Τότε βλέπει ξαφνικά έναν πολύ ωραίο αετό, να πετά πάνω από το κεφάλι του, μέσα στο ναό! Ξαφνιάστηκε, εντυπωσιάσθηκε και χάρηκε πολύ από την ωραιότητα του τόσο, που θέλησε να τον πιάσει. Ο αετός όμως απομακρυνόταν λίγο -λίγο και ο μοναχός τον ακολουθούσε. Δεν πετούσε ψηλά όπως οι άλλοι αετοί. Ακολουθώντας τον ο μοναχός, βγήκε από την εκκλησία, βγήκε από το μοναστήρι κι έφθασε σ’ ένα δάσος.
Εκεί εισήλθε σ’ έναν απόκρυφο τόπο κι άρχισε ο αετός να ψέλνει μια μελωδία γλυκύτατη και αγγελική, ώστε ο μοναχός -απορροφημένος από την γλυκιά ψαλμωδία- ξέχασε όλα τα του κόσμου και με τον νου και την καρδιά του βρισκόταν στον παράδεισο. Με την χάρη του Θεού δεν αισθανόταν κόπωση, πείνα, δίψα, πόνους, κρύο ή άλλες ανάγκες του σώματος. Αισθανόταν μέσα του τόση αγαλλίαση, ώστε επί… τριακόσια χρόνια άκουγε ευφραινόμενος την αγγελική ψαλμωδία, διότι άγγελος Κυρίου ήταν ο φαινόμενος ωσάν αετός!
Μετά ό άγγελος υψώθηκε στους ουρανούς, ενώ ο μοναχός, επανερχόμενος στον εαυτό του από αυτή την «θεωρία», επέστρεψε στο μοναστήρι, νομίζοντας ότι μία μόνον ώρα πέρασε από τότε που έφυγε από την μονή. Φθάνοντας εκεί, ο πορτάρης τον ρώτησε από που είναι….Τότε αυτός απόρησε, διότι δεν είδε αυτόν που γνώρισε ως πορτάρη και του είπε με φυσικό τρόπο:
- Εγώ είμαι ο τάδε μοναχός. Δεν με γνωρίζεις ;
Ο πορτάρης νόμιζε ότι ο επισκέπτης του θα έχασε τα μυαλά του και του είπε:
-Πήγαινε στον δρόμο σου, γιατί εμείς δεν έχουμε τέτοιο μοναχό. Εσένα δεν σε είδα καμιά φορά, ούτε μπήκες ποτέ σ’ αυτό το μοναστήρι!
Τότε ο μοναχός ταραγμένος, του είπε όλα τα τυπικά του κοινοβίου και τα ονόματα των αδελφών. Κατόπιν, πηγαίνοντας στον ηγούμενο και λέγοντάς του όλα ‘αυτά, εκείνος συγκέντρωσε τους πατέρες, αλλά από αυτούς κανέναν δεν γνώριζε. Τότε ο μοναχός τους είπε με απορία:
-Θαυμάζω κι εξίσταμαι πατέρες, πώς έγινε αλλαγή για μία μόλις ώρα που απουσίασα από εδώ, ώστε ν’ αλλάξουν τα πάντα, ώστε να μη γνωρίζω κανέναν από εσάς κι εσείς να μη γνωρίζετε εμένα!
Μάρτυς μου ο Θεός, ότι δεν πέρασε παρά μία ώρα που εξήλθα από το μοναστήρι, αφού προηγουμένως διαβάσαμε την ακολουθία του όρθρου.
Ο Γέροντας ανέτρεξε στον κώδικα του μοναχολογίου, αναζητώντας τα ονόματα των πατέρων που ανέφερε ο άγνωστος μοναχός. Εξετάζοντας λοιπόν προσεκτικά τον κώδικα του μοναχολογίου -όπου ήσαν γραμμένα όλα τα ονόματα των αδελφών- διάβασε τα ονόματα που του είπε ο μοναχός και κατάλαβε με τρόμο, πως είχαν περάσει… τριακόσια ολόκληρα χρόνια! Τότε άρχισε να ρωτά τον μοναχό, τί είδους άνθρωπος είναι και τι αγαθά έργα στην ζωή του έκανε, για να μάθει πώς αξιώθηκε από τον Θεόν τέτοιας χάριτος!
Αυτός του είπε: Δεν γνωρίζω καμιά αρετή στον εαυτό μου, παρά μόνον ότι είχα υπακοή στους προεστούς της μονής, τέλεια αγάπη προς όλους και δεν σκανδαλιζόμουν ποτέ και από τίποτε. Είχα πολλή αγάπη στην Παναγία Δέσποινα και κάθε μέρα διάβαζα μπροστά στην εικόνα Της τους χαιρετισμούς.
Κατόπιν διηγήθηκε την εμφάνιση του αετού και την ιστορία στο δάσος και οι πατέρες τον αγκάλιαζαν, τον καταφιλούσαν, ως έναν, κατά κυριολεξίαν, ουράνιο και όχι επίγειο άνθρωπο, διότι και τα λόγια του ουράνια και θεία. Ο ηγούμενος του είπε:
-Δόξαζε τον παντοδύναμο Θεόν, ο οποίος σε αξίωσε μιας τέτοιας θαυμαστής οπτασίας, την οποία δεν είδε άλλος με αυτό τον τρόπο σ’ αυτό τον παράλογο κόσμο! Έζησες κάτι από την χαρά και την γλυκύτητα του παραδείσου!.. Άλλα γνώριζε, αδελφέ μου, πως τριακόσια χρόνια πέρασαν και όχι μία ώρα, όπως σου εφάνη!.. Τόση χαρά κι ευφροσύνη θα αισθάνονται οι άγιοι στον παράδεισον -όντες μπροστά στον θρόνο της Αγίας Τριάδος- ώστε να περνούν χίλια χρόνια σαν ΜΙΑ μέρα!
Ακούγοντας αυτά ο μοναχός, δόξασε τον Θεόν, έκλαψε από χαρά και ζήτησε να κοινωνήσει των αχράντων Μυστηρίων. Λαμβάνοντας τ’ άχραντα Μυστήρια, είπε: «Νυν απολύεις τον δούλον Σου, Δέσποτα…» και αμέσως παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Από το βιβλίο: ΡΟΗ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ ΣΕΡΒΩΝ KAI ΡΟΥΜΑΝΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ.
ΕΚΔΟΣΗ 2004 ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΕΛΙΝΟΣ
Μια ημέρα μετά τον όρθρο, αφού έφυγαν οι αδελφοί στα κελιά τους, αυτός έμεινε να προσευχηθεί –κατά την συνήθεια του- στην εκκλησία. Τότε βλέπει ξαφνικά έναν πολύ ωραίο αετό, να πετά πάνω από το κεφάλι του, μέσα στο ναό! Ξαφνιάστηκε, εντυπωσιάσθηκε και χάρηκε πολύ από την ωραιότητα του τόσο, που θέλησε να τον πιάσει. Ο αετός όμως απομακρυνόταν λίγο -λίγο και ο μοναχός τον ακολουθούσε. Δεν πετούσε ψηλά όπως οι άλλοι αετοί. Ακολουθώντας τον ο μοναχός, βγήκε από την εκκλησία, βγήκε από το μοναστήρι κι έφθασε σ’ ένα δάσος.
Εκεί εισήλθε σ’ έναν απόκρυφο τόπο κι άρχισε ο αετός να ψέλνει μια μελωδία γλυκύτατη και αγγελική, ώστε ο μοναχός -απορροφημένος από την γλυκιά ψαλμωδία- ξέχασε όλα τα του κόσμου και με τον νου και την καρδιά του βρισκόταν στον παράδεισο. Με την χάρη του Θεού δεν αισθανόταν κόπωση, πείνα, δίψα, πόνους, κρύο ή άλλες ανάγκες του σώματος. Αισθανόταν μέσα του τόση αγαλλίαση, ώστε επί… τριακόσια χρόνια άκουγε ευφραινόμενος την αγγελική ψαλμωδία, διότι άγγελος Κυρίου ήταν ο φαινόμενος ωσάν αετός!
Μετά ό άγγελος υψώθηκε στους ουρανούς, ενώ ο μοναχός, επανερχόμενος στον εαυτό του από αυτή την «θεωρία», επέστρεψε στο μοναστήρι, νομίζοντας ότι μία μόνον ώρα πέρασε από τότε που έφυγε από την μονή. Φθάνοντας εκεί, ο πορτάρης τον ρώτησε από που είναι….Τότε αυτός απόρησε, διότι δεν είδε αυτόν που γνώρισε ως πορτάρη και του είπε με φυσικό τρόπο:
- Εγώ είμαι ο τάδε μοναχός. Δεν με γνωρίζεις ;
Ο πορτάρης νόμιζε ότι ο επισκέπτης του θα έχασε τα μυαλά του και του είπε:
-Πήγαινε στον δρόμο σου, γιατί εμείς δεν έχουμε τέτοιο μοναχό. Εσένα δεν σε είδα καμιά φορά, ούτε μπήκες ποτέ σ’ αυτό το μοναστήρι!
Τότε ο μοναχός ταραγμένος, του είπε όλα τα τυπικά του κοινοβίου και τα ονόματα των αδελφών. Κατόπιν, πηγαίνοντας στον ηγούμενο και λέγοντάς του όλα ‘αυτά, εκείνος συγκέντρωσε τους πατέρες, αλλά από αυτούς κανέναν δεν γνώριζε. Τότε ο μοναχός τους είπε με απορία:
-Θαυμάζω κι εξίσταμαι πατέρες, πώς έγινε αλλαγή για μία μόλις ώρα που απουσίασα από εδώ, ώστε ν’ αλλάξουν τα πάντα, ώστε να μη γνωρίζω κανέναν από εσάς κι εσείς να μη γνωρίζετε εμένα!
Μάρτυς μου ο Θεός, ότι δεν πέρασε παρά μία ώρα που εξήλθα από το μοναστήρι, αφού προηγουμένως διαβάσαμε την ακολουθία του όρθρου.
Ο Γέροντας ανέτρεξε στον κώδικα του μοναχολογίου, αναζητώντας τα ονόματα των πατέρων που ανέφερε ο άγνωστος μοναχός. Εξετάζοντας λοιπόν προσεκτικά τον κώδικα του μοναχολογίου -όπου ήσαν γραμμένα όλα τα ονόματα των αδελφών- διάβασε τα ονόματα που του είπε ο μοναχός και κατάλαβε με τρόμο, πως είχαν περάσει… τριακόσια ολόκληρα χρόνια! Τότε άρχισε να ρωτά τον μοναχό, τί είδους άνθρωπος είναι και τι αγαθά έργα στην ζωή του έκανε, για να μάθει πώς αξιώθηκε από τον Θεόν τέτοιας χάριτος!
Αυτός του είπε: Δεν γνωρίζω καμιά αρετή στον εαυτό μου, παρά μόνον ότι είχα υπακοή στους προεστούς της μονής, τέλεια αγάπη προς όλους και δεν σκανδαλιζόμουν ποτέ και από τίποτε. Είχα πολλή αγάπη στην Παναγία Δέσποινα και κάθε μέρα διάβαζα μπροστά στην εικόνα Της τους χαιρετισμούς.
Κατόπιν διηγήθηκε την εμφάνιση του αετού και την ιστορία στο δάσος και οι πατέρες τον αγκάλιαζαν, τον καταφιλούσαν, ως έναν, κατά κυριολεξίαν, ουράνιο και όχι επίγειο άνθρωπο, διότι και τα λόγια του ουράνια και θεία. Ο ηγούμενος του είπε:
-Δόξαζε τον παντοδύναμο Θεόν, ο οποίος σε αξίωσε μιας τέτοιας θαυμαστής οπτασίας, την οποία δεν είδε άλλος με αυτό τον τρόπο σ’ αυτό τον παράλογο κόσμο! Έζησες κάτι από την χαρά και την γλυκύτητα του παραδείσου!.. Άλλα γνώριζε, αδελφέ μου, πως τριακόσια χρόνια πέρασαν και όχι μία ώρα, όπως σου εφάνη!.. Τόση χαρά κι ευφροσύνη θα αισθάνονται οι άγιοι στον παράδεισον -όντες μπροστά στον θρόνο της Αγίας Τριάδος- ώστε να περνούν χίλια χρόνια σαν ΜΙΑ μέρα!
Ακούγοντας αυτά ο μοναχός, δόξασε τον Θεόν, έκλαψε από χαρά και ζήτησε να κοινωνήσει των αχράντων Μυστηρίων. Λαμβάνοντας τ’ άχραντα Μυστήρια, είπε: «Νυν απολύεις τον δούλον Σου, Δέσποτα…» και αμέσως παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Από το βιβλίο: ΡΟΗ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ ΣΕΡΒΩΝ KAI ΡΟΥΜΑΝΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ.
ΕΚΔΟΣΗ 2004 ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΕΛΙΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου