O π. Αλέξιος Γκνεούσεβ γεννήθηκε στις 13 Μαΐου του 1762, ενάμισι μήνα προτού να ανέλθει στον θρόνο ή αυτοκράτειρα Αικατερίνη ή Β'. O πατέρας του ήταν Ιερέας και όταν ό Αλέξιος ενηλικιώθηκε, τον έστειλε να σπουδάσει στο Ιεροδιδασκαλείο του Νιζνη-Νόβγκοροντ. Σε ηλικία 22 ετών αποφοίτησε από εκείνη την Σχολή και παντρεύτηκε. Εκείνο το έτος, ό Επίσκοπος του Νιζνη-Νόβγκοροντ Δαμασκηνός τον χειροτόνησε Διάκονο στον Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του χωρίου Μπορτσουρμάνι και δεκατρία χρόνια αργότερα ό Επίσκοπος της ίδιας πόλης Παύλος τον χειροτόνησε Ιερέα σ' εκείνο τον Ναό.
Εκεί πέρασε ολόκληρη την ιερατική του ζωή και εκεί τάφηκε.
Στα πρώτα χρόνια της ιερατικής του ζωής, ό π. Αλέξιος δεν είχε διακριθεί για καμιά ιδιαίτερη πνευματικότητα. Εντελώς ξαφνικά όμως άλλαξε ή ζωή του μετά από ένα περιστατικό, με το οποίο τον κάλεσε ό Θεός.
Μια νύχτα ήρθε στο σπίτι του π. Αλεξίου κάποιος άνθρωπος και τον κάλεσε να κοινωνήσει έναν άρρωστο σ' ένα γειτονικό χωριό. Ό π. Αλέξιος στενοχωρήθηκε με την επίσκεψη του άνθρωπου αυτού και άρχισε να τον μαλώνει, γιατί τον ενόχλησε, αφού ό άρρωστος δεν ήταν ετοιμοθάνατος και δεν ήταν ανάγκη να ξυπνήσει τον Ιερέα τα μεσάνυχτα. Έδιωξε τον άνθρωπο και ξανάπεσε να κοιμηθεί.
Αλλά, ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Μόλις έκλεισε τα μάτια του, του εμφανίστηκε ό άρρωστος χωρικός. Τελικά ό π. Αλέξιος δεν μπόρεσε να κοιμηθεί σηκώθηκε και πήγε σ' αυτόν. Τον βρήκε όμως πεθαμένο... Και δίπλα του είδε να στέκεται ένας Άγγελος, κρατώντας στα χέρια του το Άγιο Ποτήριο. Αυτό το όραμα συγκίνησε πολύ τον π. Αλέξιο και έπεσε στα γόνατα του, μπροστά στον νεκρό άνδρα και προσευχόταν γι' αυτόν όλη την νύχτα. Γύρισε σπίτι του ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Αφιέρωσε την ζωή του πλήρως στην υπηρεσία του Θεού.
Στο έξης, μέχρι τον θάνατο του, έζησε μια ενάρετη ασκητική ζωή. Τελούσε καθημερινά την Θεία Λειτουργία και, όσο ήταν δυνατό, τηρούσε τους Μοναχικούς Κανόνες στην ιδιωτική του ζωή.
Ό κανόνας του ήταν ό έξης: Τα μεσάνυχτα διάβαζε την Ακολουθία του Μεσονυκτικού δώδεκα Ψαλμούς, τον Βίο του Αγίου της ημέρας και το Συναξάριον. Το πρωί διάβαζε την Ακολουθία του Όρθρου, τις Ώρες και τους Χαιρετισμούς του Όσίου Σεργίου, της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας ή του Αγίου Μητροφάνους. Το μεσημέρι διάβαζε τέσσερα Καθίσματα του Ψαλτηρίου. Το βράδυ την Ακολουθία του Εσπερινού, τον Ακάθιστο της Θεοτόκου, τον Κανόνα στον Φύλακα Άγγελο και το Απόδειπνο. Την νύχτα, κάθε ώρα ξυπνούσε και έκανε μετάνοιες. Συνολικά έκανε χίλιες πεντακόσιες μετάνοιες κατά την διάρκεια της ημέρας και της νύχτας.
Τον χρόνο που του απόμενε, μετά την τέλεση όλων αυτών των καθηκόντων του και των άλλων εκκλησιαστικών του υπηρεσιών, αφιέρωνε στους ανθρώπους που τον επισκέπτονταν.
Τους ευλογούσε και τους μιλούσε από την Αγία Γραφή. Παρηγορούσε τους θλιμμένους και τους τόνωνε με την αγία προσευχή του και τα λόγια του Θεού. Σ' όλους μιλούσε με ηρεμία και αγάπη.
Τους μόνους ανθρώπους που μεταχειρίστηκε με μεγάλη αυστηρότητα ήσαν οι μάγοι και οι χαρτορίχτρες. Αυτούς δεν δεχόταν να παρουσιαστούν μπροστά του. Έκανε μάλιστα γνωστό, ότι θα τους δεχόταν μετά από την μετάνοια τους ενώπιον του Θεού και μετά από την δήλωση τους, ότι θα εγκατέλειπαν την δαιμονική τους δραστηριότητα. Δεν έδιωχνε μόνο τους μάγους, αλλά και όσους πήγαιναν σ' αυτούς.
Ό π. Αλέξιος αγαπούσε τους φτωχούς και τούς άπορους και αγωνιζόταν πολύ να τούς βοηθήσει. Ένα μέρος από τα χρήματα πού λάβαινε από τούς πλούσιους το ξόδευε στην διακόσμηση του Ναού και τα υπόλοιπα τα έδινε στους φτωχούς. Ακόμα σ' αυτούς μοίραζε ρούχα, κάλτσες, σανδάλια, πού έφτιανε ό ίδιος, και άλλα αναγκαία πράγματα. Τα σανδάλια συνήθως τα έπλεκε μετά την Θεία Λειτουργία, καθισμένος σ' έναν μικρό πάγκο μπροστά στο σπίτι του. Πολύ συχνά, χωρικοί, πού είχαν πάθει κάποια ζημιά (μια αρρώστια, χάλασμα των εργαλείων τους κ.ά.), έβρισκαν χρήματα στην πόρτα τού σπιτιού τους βαλμένα εκεί από ένα άγνωστο πρόσωπο. Και με τα χρήματα βοηθούνταν αρκετά στις ανάγκες τους. Κανείς δεν είδε τον άνθρωπο πού τούς έβαζε τα χρήματα στην πόρτα τους, άλλα όλοι ήσαν βέβαιοι ότι αυτός ήταν ό π. Αλέξιος. Ό πατήρ Αλέξιος έκανε τις αγαθοεργίες του πολύ μυστικά και έτσι δίδασκε και τους άλλους να τις κάνουν.
ΓΙΑ την πολύ ενάρετη ζωή του, ό π. Αλέξιος έλαβε από τον Θεό το προορατικό και το θαυματουργικό χάρισμα. Επίσης ό Θεός του έδινε πολλές οράσεις και αποκαλύψεις.
Μία από αυτές τις αποκαλύψεις μάς την περιγράφει ή Γερόντισσα Μαρία, Ηγουμένη της Μονής στην πόλη Άρζαμάς. Την Γερόντισσα αύτη ό π. Αλέξιος την εύλαβούνταν πάρα πολύ και σ' αυτήν εμπιστευόταν πολλά. Ώς εξής μάς περιγράφει αυτή μια δράση τού π. Αλεξίου:
«Κατά την διάρκεια μιας σοβαρής του αρρώστιας, όταν αυτός ό σεβάσμιος Γέροντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και προσευχόταν συνέχεια, άκουσε μια τόσο γλυκεία ψαλμωδία, που ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει. Τότε εμφανίστηκε ή ίδια ή Βασίλισσα του Ουρανού, συνοδευόμενη από την Μεγαλομάρτυρα Αγία Βαρβάρα και επισκέφτηκε τον άρρωστο δούλο Της- του αποκατάστησε την υγεία του, χωρίς να καταφύγει σε κανέναν γιατρό». Και ό ίδιος ό π. Αλέξιος έγραψε οράσεις και αποκαλύψεις του. Κάπου γράφει, ότι μια νύχτα τού εμφανίστηκε ό Κύριος Ιησούς Χριστός ντυμένος με βασιλικά ενδύματα και τον ευλόγησε. Δίπλα στον Χριστό στέκονταν τρείς Παρθένες με λευκά ράσα• ήσαν οι τρεις αρετές, ή Πίστη, ή Ελπίδα και ή Αγάπη. Τότε φάνηκε και ή Βασίλισσα τού Ουρανού, πού είπε: «Αυτός είναι ό Μονογενής μου Υιός, ό Υιός τού Θεού»!
Κατά την διάρκεια της Γαλλικής εισβολής, το 1812, ό π. Αλέξιος μετά από κάποια Λειτουργία προσευχόταν πολύ να χαρίσει ό Θεός την νίκη στον Ρωσικό λαό. Ξαφνικά είδε έναν Άγγελο, σταλμένο από τον Θεό, ό οποίος τού ανάγγειλε ότι οι στρατιές τού Ουρανού έχουν έρθει να βοηθήσουν την Ρωσία και ότι οι εχθροί θα νικηθούν και όλη ή Ρωσία θα αγαλλίαζε.
Μια μέρα, κατά την θεία Λειτουργία, όταν ό π. Αλέξιος έλεγε: «Κύριε, ό το πανάγιο ν Σου Πνεύμα εν τη τρίτη ώρα τοις Aποστόλοις σου καταπέμψας...», άκουσε φωνή κατερχόμενη από τον Ουρανό πάνω στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού και ή φωνή αυτή έλεγε: «Αυτός είναι ό Υιός μου ό αγαπητός».
Άλλη φορά, άκουσε μια ουράνια ψαλμωδία και είδε τον ίδιο τον Κύριο που τον διέταξε να ποιμαίνει το ποίμνιο της Εκκλησίας: «Βόσκε τα πρόβατα Μου• ποίμαινε τα εκλεκτά Μου• πρόσεχε το ποίμνιο Μου. Γιατί εγώ σε έχω διορίσει επί του ποιμνίου αυτού όρος ύψηλόν Μου και φύλακα της εκκλησίας».
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1814, μετά την Θεία Λειτουργία, του ανακοινώθηκε από έναν Άγγελο του Κυρίου, ότι στο έξης θα άρχιζε να βιώνει την διακονία των Αγγέλων. Εκείνη την νύχτα είδε σε όνειρο, ότι προσκύνησε στο Ιερό Βήμα τον ίδιο τον Θεό, τον Οντα σε φωτιά και ανείπωτο φώς.
Υπάρχουν πολλές άλλες οράσεις, πού είδε ό π. Αλέξιος, παρόμοιες με αυτές.
Βιβλ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΟΡΛΩΦΣΥ. ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΕΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΟΥ Κ ΑΙΩΝΟΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΟΥΛΑΤ. ΤΒΕΡ 1992. ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ.
Στα πρώτα χρόνια της ιερατικής του ζωής, ό π. Αλέξιος δεν είχε διακριθεί για καμιά ιδιαίτερη πνευματικότητα. Εντελώς ξαφνικά όμως άλλαξε ή ζωή του μετά από ένα περιστατικό, με το οποίο τον κάλεσε ό Θεός.
Μια νύχτα ήρθε στο σπίτι του π. Αλεξίου κάποιος άνθρωπος και τον κάλεσε να κοινωνήσει έναν άρρωστο σ' ένα γειτονικό χωριό. Ό π. Αλέξιος στενοχωρήθηκε με την επίσκεψη του άνθρωπου αυτού και άρχισε να τον μαλώνει, γιατί τον ενόχλησε, αφού ό άρρωστος δεν ήταν ετοιμοθάνατος και δεν ήταν ανάγκη να ξυπνήσει τον Ιερέα τα μεσάνυχτα. Έδιωξε τον άνθρωπο και ξανάπεσε να κοιμηθεί.
Αλλά, ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Μόλις έκλεισε τα μάτια του, του εμφανίστηκε ό άρρωστος χωρικός. Τελικά ό π. Αλέξιος δεν μπόρεσε να κοιμηθεί σηκώθηκε και πήγε σ' αυτόν. Τον βρήκε όμως πεθαμένο... Και δίπλα του είδε να στέκεται ένας Άγγελος, κρατώντας στα χέρια του το Άγιο Ποτήριο. Αυτό το όραμα συγκίνησε πολύ τον π. Αλέξιο και έπεσε στα γόνατα του, μπροστά στον νεκρό άνδρα και προσευχόταν γι' αυτόν όλη την νύχτα. Γύρισε σπίτι του ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Αφιέρωσε την ζωή του πλήρως στην υπηρεσία του Θεού.
Στο έξης, μέχρι τον θάνατο του, έζησε μια ενάρετη ασκητική ζωή. Τελούσε καθημερινά την Θεία Λειτουργία και, όσο ήταν δυνατό, τηρούσε τους Μοναχικούς Κανόνες στην ιδιωτική του ζωή.
Ό κανόνας του ήταν ό έξης: Τα μεσάνυχτα διάβαζε την Ακολουθία του Μεσονυκτικού δώδεκα Ψαλμούς, τον Βίο του Αγίου της ημέρας και το Συναξάριον. Το πρωί διάβαζε την Ακολουθία του Όρθρου, τις Ώρες και τους Χαιρετισμούς του Όσίου Σεργίου, της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας ή του Αγίου Μητροφάνους. Το μεσημέρι διάβαζε τέσσερα Καθίσματα του Ψαλτηρίου. Το βράδυ την Ακολουθία του Εσπερινού, τον Ακάθιστο της Θεοτόκου, τον Κανόνα στον Φύλακα Άγγελο και το Απόδειπνο. Την νύχτα, κάθε ώρα ξυπνούσε και έκανε μετάνοιες. Συνολικά έκανε χίλιες πεντακόσιες μετάνοιες κατά την διάρκεια της ημέρας και της νύχτας.
Τον χρόνο που του απόμενε, μετά την τέλεση όλων αυτών των καθηκόντων του και των άλλων εκκλησιαστικών του υπηρεσιών, αφιέρωνε στους ανθρώπους που τον επισκέπτονταν.
Τους ευλογούσε και τους μιλούσε από την Αγία Γραφή. Παρηγορούσε τους θλιμμένους και τους τόνωνε με την αγία προσευχή του και τα λόγια του Θεού. Σ' όλους μιλούσε με ηρεμία και αγάπη.
Τους μόνους ανθρώπους που μεταχειρίστηκε με μεγάλη αυστηρότητα ήσαν οι μάγοι και οι χαρτορίχτρες. Αυτούς δεν δεχόταν να παρουσιαστούν μπροστά του. Έκανε μάλιστα γνωστό, ότι θα τους δεχόταν μετά από την μετάνοια τους ενώπιον του Θεού και μετά από την δήλωση τους, ότι θα εγκατέλειπαν την δαιμονική τους δραστηριότητα. Δεν έδιωχνε μόνο τους μάγους, αλλά και όσους πήγαιναν σ' αυτούς.
Ό π. Αλέξιος αγαπούσε τους φτωχούς και τούς άπορους και αγωνιζόταν πολύ να τούς βοηθήσει. Ένα μέρος από τα χρήματα πού λάβαινε από τούς πλούσιους το ξόδευε στην διακόσμηση του Ναού και τα υπόλοιπα τα έδινε στους φτωχούς. Ακόμα σ' αυτούς μοίραζε ρούχα, κάλτσες, σανδάλια, πού έφτιανε ό ίδιος, και άλλα αναγκαία πράγματα. Τα σανδάλια συνήθως τα έπλεκε μετά την Θεία Λειτουργία, καθισμένος σ' έναν μικρό πάγκο μπροστά στο σπίτι του. Πολύ συχνά, χωρικοί, πού είχαν πάθει κάποια ζημιά (μια αρρώστια, χάλασμα των εργαλείων τους κ.ά.), έβρισκαν χρήματα στην πόρτα τού σπιτιού τους βαλμένα εκεί από ένα άγνωστο πρόσωπο. Και με τα χρήματα βοηθούνταν αρκετά στις ανάγκες τους. Κανείς δεν είδε τον άνθρωπο πού τούς έβαζε τα χρήματα στην πόρτα τους, άλλα όλοι ήσαν βέβαιοι ότι αυτός ήταν ό π. Αλέξιος. Ό πατήρ Αλέξιος έκανε τις αγαθοεργίες του πολύ μυστικά και έτσι δίδασκε και τους άλλους να τις κάνουν.
ΓΙΑ την πολύ ενάρετη ζωή του, ό π. Αλέξιος έλαβε από τον Θεό το προορατικό και το θαυματουργικό χάρισμα. Επίσης ό Θεός του έδινε πολλές οράσεις και αποκαλύψεις.
Μία από αυτές τις αποκαλύψεις μάς την περιγράφει ή Γερόντισσα Μαρία, Ηγουμένη της Μονής στην πόλη Άρζαμάς. Την Γερόντισσα αύτη ό π. Αλέξιος την εύλαβούνταν πάρα πολύ και σ' αυτήν εμπιστευόταν πολλά. Ώς εξής μάς περιγράφει αυτή μια δράση τού π. Αλεξίου:
«Κατά την διάρκεια μιας σοβαρής του αρρώστιας, όταν αυτός ό σεβάσμιος Γέροντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και προσευχόταν συνέχεια, άκουσε μια τόσο γλυκεία ψαλμωδία, που ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει. Τότε εμφανίστηκε ή ίδια ή Βασίλισσα του Ουρανού, συνοδευόμενη από την Μεγαλομάρτυρα Αγία Βαρβάρα και επισκέφτηκε τον άρρωστο δούλο Της- του αποκατάστησε την υγεία του, χωρίς να καταφύγει σε κανέναν γιατρό». Και ό ίδιος ό π. Αλέξιος έγραψε οράσεις και αποκαλύψεις του. Κάπου γράφει, ότι μια νύχτα τού εμφανίστηκε ό Κύριος Ιησούς Χριστός ντυμένος με βασιλικά ενδύματα και τον ευλόγησε. Δίπλα στον Χριστό στέκονταν τρείς Παρθένες με λευκά ράσα• ήσαν οι τρεις αρετές, ή Πίστη, ή Ελπίδα και ή Αγάπη. Τότε φάνηκε και ή Βασίλισσα τού Ουρανού, πού είπε: «Αυτός είναι ό Μονογενής μου Υιός, ό Υιός τού Θεού»!
Κατά την διάρκεια της Γαλλικής εισβολής, το 1812, ό π. Αλέξιος μετά από κάποια Λειτουργία προσευχόταν πολύ να χαρίσει ό Θεός την νίκη στον Ρωσικό λαό. Ξαφνικά είδε έναν Άγγελο, σταλμένο από τον Θεό, ό οποίος τού ανάγγειλε ότι οι στρατιές τού Ουρανού έχουν έρθει να βοηθήσουν την Ρωσία και ότι οι εχθροί θα νικηθούν και όλη ή Ρωσία θα αγαλλίαζε.
Μια μέρα, κατά την θεία Λειτουργία, όταν ό π. Αλέξιος έλεγε: «Κύριε, ό το πανάγιο ν Σου Πνεύμα εν τη τρίτη ώρα τοις Aποστόλοις σου καταπέμψας...», άκουσε φωνή κατερχόμενη από τον Ουρανό πάνω στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού και ή φωνή αυτή έλεγε: «Αυτός είναι ό Υιός μου ό αγαπητός».
Άλλη φορά, άκουσε μια ουράνια ψαλμωδία και είδε τον ίδιο τον Κύριο που τον διέταξε να ποιμαίνει το ποίμνιο της Εκκλησίας: «Βόσκε τα πρόβατα Μου• ποίμαινε τα εκλεκτά Μου• πρόσεχε το ποίμνιο Μου. Γιατί εγώ σε έχω διορίσει επί του ποιμνίου αυτού όρος ύψηλόν Μου και φύλακα της εκκλησίας».
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1814, μετά την Θεία Λειτουργία, του ανακοινώθηκε από έναν Άγγελο του Κυρίου, ότι στο έξης θα άρχιζε να βιώνει την διακονία των Αγγέλων. Εκείνη την νύχτα είδε σε όνειρο, ότι προσκύνησε στο Ιερό Βήμα τον ίδιο τον Θεό, τον Οντα σε φωτιά και ανείπωτο φώς.
Υπάρχουν πολλές άλλες οράσεις, πού είδε ό π. Αλέξιος, παρόμοιες με αυτές.
Βιβλ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΟΡΛΩΦΣΥ. ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΕΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΟΥ Κ ΑΙΩΝΟΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΟΥΛΑΤ. ΤΒΕΡ 1992. ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου