Με τη βοήθεια του Θεού, σε λίγες ημέρες θα εορτάσουμε τα δισχιλιοστά ενδέκατα Χριστούγεννα. Αυτή την τόσο λαμπερή, όμορφη και εντυπωσιακή εορτή, που κάθε χρόνο θέλουμε να την εορτάζουμε όλο και λαμπερότερα. Μόνο που (απ’ ότι ακούγεται) τα φετινά Χριστούγεννα δεν θα έχουν τη χαρά και τη λάμψη των περσινών.
Πράγματι όλοι είναι σκυθρωποί και από όλων τα στόματα ακούς την πίκρα για το πώς θα εορτάσουμε τα φετινά Χριστούγεννα με αυτήν την κατάσταση που επικρατεί. Ακούς να λένε «με τι καρδιά να στολίσουμε και με τι να χαρούμε»; Και αυτό βέβαια, μεταδίδεται σε όλους ακόμα και στα μικρά παιδιά, τα οποία βλέποντας τους γονείς τους να μιλούν κατ’ αυτό τον τρόπο, και δίνοντάς τους την εντύπωση ότι τέλειωσαν τα πάντα, η απογοήτευση μαυρίζει τις αθώες ψυχούλες τους. Και όλα αυτά, εξαιτίας όχι κάποιου πολέμου ή κάποιου θανατικού, αλλ’ εξαιτίας της πολυσυζητημένης οικονομικής κρίσης.
Δύο χιλιάδες έντεκα Χριστούγεννα έχουν γιορταστεί επάνω σε αυτόν τον πλανήτη που τον λένε γη. Ήρθαν, εορτάστηκαν, πέρασαν και έφυγαν σαν ένα ευχάριστο διάλειμμα στη μονότονη ζωή της ανθρωπότητας. Λέτε, κάθε μία από αυτές τις 2011 εορτές των Χριστουγέννων, κάθε φορά που επισκέπτονταν τον κόσμο μας, να τον έβρισκαν γεμάτο από ευμάρεια, πλούτο, λάμψη, ευφορία, ευτυχία, ευημερία και ειρήνη; Λέτε όλα αυτά τα Χριστούγεννα να έβρισκαν κάθε φορά, κάθε έναν άνθρωπο γεμάτο από όλα αυτά τα καλά που προανέφερα;
Θα τολμήσω να γυρίσω τις σελίδες του ημερολογίου της αγαπημένης μου γιαγιάς, προς τα πίσω και να σταματήσω στις 24 Δεκεμβρίου του 1922. Βρισκόμαστε στην πόλη της Νίκαιας. Μεσημέρι παραμονής Χριστουγέννων. Έχει βαριά συννεφιά και κάνει ένα φοβερό κρύο. Ο παγωμένος αέρας φυσάει με μανία ανάμεσα στα παλιά αντίσκηνα που μένουν οι πρόσφυγες. Σε ένα από αυτά μένει και η γιαγιά μου η Πλουμία. Την βλέπω νέα κι όμορφη όπως ήταν, με εκείνο τον ωραίο κότσο στα μακριά της μαλλιά. Είναι ντυμένη φτωχικά, και αυτή και η μητέρα της (η πρόγιαγιά μου) και προσπαθούν να ζεσταθούν με μια παλιά φουφού με κάρβουνα ενώ το παλιό αλλά πεντακάθαρο κατσαρόλι είναι άδειο από φαΐ. Κρατάει στην αγκαλιά της τον ενός έτους Χρηστάκη και μάλιστα προσεκτικά, διότι είναι στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης της στην κόρη της την Παναγιώτα. (Και παρεμπιπτόντως, μετά από δύο μήνες ο μικρός Χρηστάκης από την πείνα και την αρρώστια έφυγε για τον Ουρανό). Ο μικρός δεν σταματάει να γκρινιάζει, αφού η πείνα θερίζει το μικρό κι άδειο στομαχάκι του και βεβαίως η νεαρή Πλουμία κλαίει βλέποντας το παιδί της σε αυτή την κατάσταση, αλλά και για τον άντρα της που έμεινε αιχμάλωτος και δεν ξέρει εάν ζει ή αν πέθανε. Η μητέρα της είναι σκυμμένη από πάνω της και προσπαθεί να την παρηγορήσει, συγκρατώντας με δυσκολία τα δάκρυα που ολοένα και πιο πολλά κρέμονται στα βλέφαρά της. Τα μάτια της βλέπουν θολά, όμως το μυαλό της θυμάται πεντακάθαρα. Θυμάται τα μόλις περσινά Χριστούγεννα, που γιόρτασαν με τόση χαρά στην πατρίδα. Όλη η οικογένεια και όλοι οι συγγενείς στο ίδιο τραπέζι, το οποίο ήταν φορτωμένο με όλα τα καλά του Θεού. Όλα τα πρόσωπα γελαστά και γεμάτα ευτυχία αντάλλαζαν ευχές και ευλογίες για τις άγιες τούτες μέρες. Όλα αυτά πριν από ένα χρόνο… Πριν μία ημέρα ! Την Τετάρτη κλείδωσαν το σπίτι στη Σμύρνη με όλο το πλούσιο βιος τους και την Πέμπτη βρέθηκαν στην αποθήκη του Πειραιά, έχοντας μόνο τα ρούχα που φορούσαν! Χθες ήταν όλο το σόι μαζί … σήμερα είναι οι δυό τους, δίχως άντρα, δίχως σπίτι, δίχως χρήματα, χωρίς έναν συγγενή, αφού οι περισσότεροι είχαν σφαχτεί ή ήταν αιχμάλωτοι.
Αυτά που βλέπω, δεν μπορεί να τα χωρέσει ο νους μου. Μου σπαράζουν την ψυχή. Γυρίζοντας τη ματιά μου λίγο πιο δεξιά, βλέπω επάνω στο μικρό ντιβανάκι, όμορφα τακτοποιημένα, καθαρά ρούχα. Είναι αυτά που έχουν ετοιμάσει για να βάλουν αύριο, που θα πάνε στη Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία.
Μα μέσα σε όλη αυτή τη δυστυχία σκέφτονται την εκκλησία;! Πως είναι δυνατόν; Και δικαίως ακούω την νεαρή Πλουμία να λέει «Μάνα, τι Χριστούγεννα να γιορτάσουμε; Με τι καρδιά να χαρούμε και τί χαρά να πάρουμε;» Και κουνάω το κεφάλι μου και συμφωνώ μαζί της. Όταν όμως, ακούω την απάντηση της ηλικιωμένης γυναίκας, ταράζομαι, συγκλονίζομαι! «Γιατί παιδί μου, δεν θα γεννηθεί κι εφέτος ο Χριστός; Εφέτος που τον έχουμε πιότερο ανάγκη δεν θα έρθει; Κι αφού είναι σίγουρο πως θα έρθει να μας βρει ο ίδιος ο Θεός τι ταραχή μπορεί να έχουμε; Σήκω να πλύνεις λίγο το πρόσωπό σου και μην απελπίζεσαι. Αφού έρχεται ο Θεός απελπισιά δεν χωράει στην ψυχή»!!!
Πόση περισσότερη δυστυχία μπορεί να έχω εγώ σήμερα απ’ ότι εκείνη η κοπέλα, που ο Θεός το έφερε να είναι η γιαγιά μου; Πόση περισσότερη απελπισία μπορεί να αισθάνομαι εγώ απ’ ότι εκείνοι οι άνθρωποι, που μέσα σε μία μοναχά νύχτα έχασαν τις περιουσίες τους, έχασαν το σπίτι τους, έχασαν γονείς, έχασαν αδέλφια, παιδιά άντρες, γυναίκες … Όμως, μπορεί να τα έχασαν όλα μα ένα πράγμα δεν έχασαν. Την πίστη τους στο Θεό. Δεν έχασαν την αγάπη τους και την εμπιστοσύνη τους στον Χριστό και την Παναγία μας.
Ποτέ δεν έμαθαν να στολίζουν με λαμπιόνια και κορδέλες, ούτε συνήθισαν σε ξέφρενα εορταστικά ρεβεγιόν με τα ζάμπλουτα τραπέζια. Η χαρά τους όμως, σε κάθε Χριστιανική εορτή και ειδικά Χριστούγεννα και Πάσχα, ήταν μεγάλη. Και ήταν μεγάλη διότι τους την έδινε ο ίδιος ο Θεός αφού πρώτα εκείνοι του έδιναν μέσα από την ψυχή τους πίστη, αγάπη κι εμπιστοσύνη. Τους την χορηγούσε ο ίδιος ο Θεός αφού πρώτα εκείνοι έσκυβαν πάνω από τον πονεμένο συγγενή, φίλο, γείτονα με αγάπη και του πρόσφεραν ότι είχαν από τα ελάχιστα που είχαν. Είναι δυνατόν να βλέπει ο Θεός τέτοια φερσίματα και να μην απλώνει το χέρι να χαϊδέψει αυτά τα κατατρεγμένα παιδιά Του; Και βεβαίως, είναι δυνατόν όπου υπάρχει χείρα Θεού να υπάρχει απελπισιά;
Ήρθε η ώρα λοιπόν, να δοκιμαστούμε κι εμείς και να δείξουμε ποια είναι τα πραγματικά Χριστούγεννα για τα οποία χαιρόμαστε. Ήρθε φαίνεται, η ώρα που θα δείξουμε στο Θεό, ποια Χριστούγεννα πραγματικά γιορτάζουμε. Τα χριστούγεννα των στολισμών, των τραπεζιών και των χορών, που μόλις φύγουν έρχεται στην καρδιά μας η μαυρίλα και η απελπισιά ή τα αληθινά Χριστούγεννα που η καρδιά μας ξεχειλίζει από την χαρά του ερχομού του ίδιου του Θεού. Που η ψυχή μας σκιρτά από τη χαρά του ερχομού του Μόνου Φιλάνθρωπου. Από τη χαρά του ερχομού Εκείνου που είπε : «Χτυπήστε και θα σας ανοίξω. Ζητήσετε και θα σας δώσω. Μιλήστε μου και θα σας ακούσω. Εγώ είμαι το Φως, η Ζωή και η Οδός! Και θα είμαι πάντα δίπλα σας έως της συντελείας των αιώνων! Αμήν».
από mail που μας έστειλε ο ακροατής μας Μ. Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου