Ἀπὸ μέσα ἀπὸ ἕνα κοπάδι παλληκαρόπουλα καὶ κοπέλλες, ὅλης τῆς τελευταίας τάξεως τοῦ Γυμνασίου τῆς μικρᾶς κωμοπόλεως, νησιωτόπουλα καθαροπρόσωπα, καὶ μὲ καρδιὲς ἀκόμη ἀμόλυντες ἀπὸ τὰ ἠθικὰ καυσαέρια τῶν μεγαλουπόλεων, τῶν συγχρόνων αὐτῶν κολάσεων ἀπὸ τὶς ὁποῖες θὰ προέλθη μιὰ μέρα μεγάλη καταστροφή, ξέκοψαν καμμιὰ δεκαριὰ γιὰ νὰ ποῦν τὰ κάλανδα.
Παραμονὴ Χριστουγέννων ἦτο, τὰ παιδιὰ ἦσαν ὅλα καλλίφωνα, καὶ εἶχαν ἐπισημάνει ὡρισμένους φίλους των ποὺ ἐσκέπαζαν διακριτικὰ τὶς οἰκονομικές τους στενοχώριες. Αὐτὲς ποὺ θὰ τοὺς ἄφηναν νὰ χαροῦν πέρα γιὰ πέρα τὴν μεγάλην ἑορτήν. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι…
Πῆραν τὶς κιθάρες των, ὅσοι εἶχαν, τακτοποιήθηκαν στὴν σύνθεσι τῆς χορωδίας των καὶ ξεκίνησαν.
Ὁ καιρὸς εἶχε μαϊνάρει, ἀλλὰ καὶ τὸ κρύο ἦτο αἰσθητόν. Στεγνὸς καιρὸς βορειαδάκι βουβὸ χειμωνιάτικο, ὅπως συνειθίζη νὰ πνέη στὸ Αἰγαῖον τὸν χειμῶνα, ἐπέτρεψε στοὺς κατοίκους τῆς μικρᾶς κωμοπόλεως νὰ κυκλοφορήσουν μόλις ἐβράδυασε, κάνοντας τὰ ἀπαραίτητα ψώνια των διὰ τὴν εὐωχίαν τῆς αὐριανῆς μεγάλης ἡμέρας. Κατάφωτα ἦσαν τὰ ὀλίγα καταστήματα τῆς Χώρας, πλήρη ἀγαθῶν, εἰς πλεονασμὸν μάλιστα καὶ ἐπροξένουν τὴν χαρὰν τῆς ἀφθονίας, σὲ ὅσους ἠδύναντο νὰ τὰ ἀποκτήσουν. Οἱ ἄλλοι ὅμως…
Ἐκείνη ἡ οἰκογένεια, ἐκεινοῦ τοῦ φίλου ψαρᾶ, τὸν ὁποῖον ἕνα φυσέκι δυναμίτιδος εἶχε στρώσει στὸ κρεββάτι ἀκίνητον τώρα καὶ μῆνες. Πέντε παιδάκια ἀπὸ δέκα χρόνων καὶ κάτω, περίμεναν μὲ σταυρωμένα τὰ χεράκια, κρῦα-κρῦα καὶ αὐτά, τὰ Χριστούγεννα. Ἔλαμπαν τὰ ματάκια τους γεμάτα ἀπὸ τὴν προσδοκίαν. Τὰ παιδιὰ δὲν ἀπελπίζονται εὔκολα, προσδοκοῦν πάντοτε. Καὶ Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «μηδέν ἀπελπίζοντες» ἔρχεται πάντοτε στὴν ὥρα Του, ποὺ εἶναι ἡ καλύτερη.
«Εἶδες ρὲ Σίμο», ἔλεγεν ὁ μεγαλύτερος εἰς τὸν δεύτερον, «ἐκεῖνες τὶς κουλοῦρες τὶς ζεστὲς μὲ τὸ σουσάμι στὸ φοῦρνο τ’ Ἀργουδέλη» καὶ τὰ ἐπίλοιπα παιδάκια γούρλωναν τὰ ματάκια τους καὶ ἐγλύφοντο.
Ἡ μάννα τους εἶχε βγῆ ἀπὸ ἐνωρὶς γιὰ νὰ μαζέψη χόρτα τοῦ βουνοῦ καὶ νὰ προμηθευθῆ ξύλα διὰ τὴν φωτιάν της, καὶ ἀκόμη δὲν ἐφάνη. «Τώρα νἄρθη ἡ μάννα μας νὰ τῆς ποῦμε νὰ μᾶς ἀγοράση μιὰ κουλούρα στὸν καθένα μας».
Αὐτὴν τὴν φρᾶσιν ἤκουσεν ἡ μάννα τους, μόλις εἶχε φθάσει ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα, καὶ ἀναλογιζόμενη τὴν μέχρι δεκάρας ἀνέχειάν της ἀνέκοψε τὴν εἴσοδό της στὸ σπίτι. Ἐσκέφθη ὅτι ἴσως κάτι νὰ συνέβαινε τὴν τελευταίαν στιγμήν, κάποιο θαῦμα καὶ νὰ μποροῦσε νὰ πάρη τὶς ζεστὲς κουλοῦρες μὲ τὸ σουσάμι.
Πίστωσιν δὲν ἐτόλμα ἡ πτωχὴ νὰ ζητήση διότι εἶχαν ἐξαντληθῆ τὰ περιθώρια τοῦ βερεσέ της, καὶ παντοπῶλαι καὶ φουρναρέοι καὶ κρεοπῶλαι, δὲν τοὺς ἐβόλευε νὰ ξανοιχτοῦν σὲ ἀγαθοεργίες, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ συναφιοῦ των.
«Εἶδες ρὲ Σίμο τὸ Μανώλη τ’ Μηνᾶ τί ὡραῖα κόκκινα καλτσάκια ζεστὰ τοῦ πήρανε;» καὶ ἐγενικεύθη ἡ συζήτησις μεταξὺ τῶν παιδιῶν, τὰ μικρότερα ἦσαν κοριτσάκια, γιὰ τὰ ὡραῖα καινούργια ρουχαλάκια ποὺ φόραγαν πολλὰ παιδιὰ τὸ πρωῒ τῆς παραμονῆς ὅταν πῆγαν νὰ κοινωνήσουν.
Τῆς μάννας τους ἡ καρδιὰ ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα, ὅσο τ’ ἄκουγε γινότανε κομμάτια.
«Κάνε Παναΐα μ’ τὸ θάμα σου. Κάμε το νὰ τοὺς βολέψω ἀπόψε, τὰ παιδιά μου καὶ τὸν ἄντρα μου καὶ νὰ σοῦ χαρίσω Παναΐα μ’ ὅποιο ἀπ’ τὰ παιδάκια μου θελήσης».
Αὐτὴ ἦταν ἡ στιγμὴ τοῦ «μηδὲν ἔχοντες καὶ τὰ πάντα κατέχοντες», αὐτὴ ἦταν ἡ στιγμὴ τοῦ «κρούσατε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν».Δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὰ μάτια της καθὼς ἦταν καθισμένη στὸ δεμάτι μὲ τὰ ξύλα καὶ τὸ καλαθάκι μὲ τὰ χόρτα.
Ἀπὸ μακρὰν ἠκούσθησαν τὰ κάλανδα τῆς γνωστῆς ἤδη εἰς ἡμᾶς παρέας.
«Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν
νὰ εἰπῶ στ’ ἀρχοντικό σας».
Καὶ ἔφθασαν στὸ ἀρχοντικὸν τῆς φτώχειας. Ἡ μάννα ἐν τῷ μεταξὺ ἠναγκάσθη νὰ τρυπώση στὸ σπίτι, ἡ πόρτα ἄνοιξε, τὰ πέντε κεφαλάκια ξεπρόβαλαν, ὁ ἄρρωστος ἀνεκάθησε, καὶ τοὺς περιέβαλεν ἡ γαλήνη τῆς στιγμῆς.
Ὅταν τελείωσαν τὰ κάλανδα, ὁ μεγαλύτερος τῆς παρέας ἐπροχώρησε καὶ τὸν ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἄλλοι, ἀγόρια καὶ κορίτσια καὶ γέμισαν τὸ μοναχικὸν δωμάτιον μὲ χαρὰν καὶ εὐχές. Ἀνέσυρεν ἀπὸ ἕνα μεγάλο κοφίνι δέκα κουλοῦρες σουσαμένιες, καλτσάκια, παπούτσια, ἐπανωφοράκια, ἕνα καθαρὸ ὑποκάμισο γιὰ τὸν ἄντρα καὶ ἕνα καθαρὸ ροῦχο γιὰ τὴν μάννα καὶ μὲ μεγάλην διάκρισιν τῆς ἄφησαν καὶ ἕνα φακελλάκι ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ ὁ ὁποῖος ἐγεννάτο ἀπόψε σὲ μιὰ φάτνη μέσα.
Ἐφωτίσθηκε τὸ μικρὸ δωμάτιον ἀπὸ τὰ μάτια τῶν παιδιῶν καὶ τοῦ ἀρρώστου. Ἐφωτίσθη ἐπίσης καὶ εὐωδίασε ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς παρέας.
Ὅταν τελείωσαν τὰ κάλανδα, ὁ μεγαλύτερος τῆς παρέας ἐπροχώρησε καὶ τὸν ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἄλλοι, ἀγόρια καὶ κορίτσια καὶ γέμισαν τὸ μοναχικὸν δωμάτιον μὲ χαρὰν καὶ εὐχές. Ἀνέσυρεν ἀπὸ ἕνα μεγάλο κοφίνι δέκα κουλοῦρες σουσαμένιες, καλτσάκια, παπούτσια, ἐπανωφοράκια, ἕνα καθαρὸ ὑποκάμισο γιὰ τὸν ἄντρα καὶ ἕνα καθαρὸ ροῦχο γιὰ τὴν μάννα καὶ μὲ μεγάλην διάκρισιν τῆς ἄφησαν καὶ ἕνα φακελλάκι ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ ὁ ὁποῖος ἐγεννάτο ἀπόψε σὲ μιὰ φάτνη μέσα.
Ἐφωτίσθηκε τὸ μικρὸ δωμάτιον ἀπὸ τὰ μάτια τῶν παιδιῶν καὶ τοῦ ἀρρώστου. Ἐφωτίσθη ἐπίσης καὶ εὐωδίασε ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς παρέας.
Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα ἐκείνης τῆς χρονιᾶς. Ἦλθαν καὶ πέρασαν καὶ ἄλλα Χριστούγεννα. Ὁ ψαρᾶς ἐγλύτωσε ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου. Τ’ ἀγόρια του βολεύτηκαν. Τὸ μεγάλο του κοριτσάκι, αὐτὸ τὸ διάλεξε ἡ Παναγία μιὰ καὶ τῆς τὸ εἶχε χαρίσει ἡ μάννα καὶ βρισκότανε οἰκότροφο στὸ Μοναστήρι τοῦ Κεχροβουνιοῦ.
Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἄλλαξε εἶναι τὸ φτωχικὸ ἐκεῖνο φόρεμα ποὺ χάρισε ἡ φωτεινὴ ἐκείνη παρέα στὴν μάννα τῶν παιδιῶν τὰ πρῶτα ἐκεῖνα Χριστούγεννα. Κάθε χρόνο τὤχει πλυμμένο καὶ σιδερωμένο καὶ τὸ βγάζει ἀπὸ τὸ μοναδικὸν ἔπιπλό της, τὴν νησιώτικη κασέλα καὶ τὸ φορεῖ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ὡς ἐὰν ἐνδύεται «φωτεινὸ χιτῶνα».
Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἄλλαξε εἶναι τὸ φτωχικὸ ἐκεῖνο φόρεμα ποὺ χάρισε ἡ φωτεινὴ ἐκείνη παρέα στὴν μάννα τῶν παιδιῶν τὰ πρῶτα ἐκεῖνα Χριστούγεννα. Κάθε χρόνο τὤχει πλυμμένο καὶ σιδερωμένο καὶ τὸ βγάζει ἀπὸ τὸ μοναδικὸν ἔπιπλό της, τὴν νησιώτικη κασέλα καὶ τὸ φορεῖ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ὡς ἐὰν ἐνδύεται «φωτεινὸ χιτῶνα».
Καὶ στ’ ἀλήθεια, ποιὸς μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήση ὅτι ὁ χιτὼν μιᾶς ἁγίας πενίας, εἶναι φωτεινός;
Νικοδήμου Φουρτουνάτου (Νικολάου Κυρηνοπούλου) στὸ βιβλίο «ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΓΑΙΟΝ» -νησιώτικα ἀφηγήματα Ἐκδόσεις «ΤΗΝΟΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου