Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

Ἡ κοίμηση καὶ ὁ ἐνταφιασμὸς τοῦ ἁγίου Νεκταρίου

    Στ πόμακρο γι κενο τν καιρ νοσοκομεο τς θήνας, τ ρεταίειο, γραμματεία παιρνε π’ ξω ντολ κα δινε μέσα ντολ ν κρατήσουν κάποιο κρεββάτι στν μικρ παθολογικ θάλαμο, γι ναν γέροντα καλόγερο π τν Αγινα.
        Τν φεραν κάποιο μεσημέρι δύο καλόγριες κι νας μέτριος στ νάστημα σαραντάρης, πο π τν πρώτη στιγμ πο μπκαν νησυχοσε κα κρυφόκλαιγε. καναν τς διατυπώσεις τς εσόδου κα παραμονς του στ θεραπευτήριο κα μία π τς δύο καλόγριες φυγε.
        Στ
ν θάλαμο πο τν τοποθέτησαν ταν λλα τέσσερα κρεββάτια, στόσο μόνο τ δύο ταν πιασμένα. Στ διπλαν το γέροντα τς Αγινας ναπαυόταν νας ντρας περίπου σαραντάρης πο πασχε π παράλυση τν κάτω κρων.
        ταν παρχιώτης οκογενειάρχης, εχε πέσει σ’ να γκρεμ π τ ζο του, χτύπησε κι π τότε τν σερναν μ τ φορεα. Στ παρακάτω, μενε κάποιος γέροντας συνταξιοχος δάσκαλος, μ ορολογικ κι ατς πάθηση.
        «Τί νομίζεις γερόντισσα Ε
φημία, κανε κάπου στν προθάλαμο σιγανασαίνοντας κα σκουπίζοντας τ δάκρυά του ντρας, θ κάνει τν γχείρηση, θ’ ντέξει στ μαχαίρι;»
       
κείνη πόμεινε συλλογισμένη.
        «Τί θ’
πογίνουμε δίχως τν ελογημένη του καθοδήγηση, πς θ ζήσουμε χωρς τν προσευχή του;», συνέχισε ντρας.
        «
λπίζω, κύριε Σακκόπουλε, ποκρίθηκε τέλος καλόγρια μισοταραγμένη. καλς Θες θ λυπηθε τν δελφότητα, δν θ πιτρέψει ν’ πομείνουμε εκοσι κτ ψυχς ρφανές.»
        «
δελφ Εφημία, σ’ ατν φείλω τ πάντα. Κα κυρίως τν θησαυρ τς ψυχς μου. Ατς μ εσήγαγε ες τ ερος, τ ψος κα τ κάλλος πο χει Κύριος. π νωρς χασα τν μητέρα μου κα τ ξεπέρασα, πρόπερσι ναπαύθηκε κι πατέρας μου, νθρωπος λο αταπάρνηση κι εγένεια κα τ κατάπια. ν μς γκαταλείψει κι γιος γέροντας, πνευματικς πατέρας κα δηγς κα μεσίτης ες τν Θεόν, θ καταντήσω δυστυχής, θ παραμείνω δεντρ στν ρημο…»
       
καλόγρια τν νακοίταξε μ κάποια στοργ κα κούνησε τ κεφάλι.
        Πέρασε
πρτος μήνας, πέρασε κι δεύτερος.
        Δ
ν πρόλαβε ν κάνει γχείρηση, δν πρόλαβε ν περάσει π μαχαίρι.
       
θήνα συγκλονιζόταν π αχς κα λλαλαγμος γι τν κλογικ ττα το Βενιζέλου, γι τς λλαγς στν Κυβέρνηση, γι τν παναφορ το ξόριστου Βασιλι Κωνσταντίνου, ο κκλησιαστικο κύκλοι συζητοσαν, σχολίαζαν τν κπτωση το Μελετίου κα τν πανενθρόνιση το Θεοκλήτου, ταν χλωμς σκητικς κενος γέροντας, καλόγερος τς Αγινας, βλεπε ξαφνικ καταμπροστά του νοιγμένους τος ορανος κα τος γγέλους κατ χιλιάδες ν τν ποδέχονται.
        Στάθηκε λίγο προτο
ξεψυχήσει κι φουγκράστηκε. π ψηλ κάποια γνώριμη φωνή, κάποια λόγλυκια φων σ ξένη χώρα τν καλοσε. «Εσελθε τέκνον, εσελθε ες τν χαρν το Κυρίου σου. Σ ναμένει τς δικαιοσύνης στέφανος.»
        «Ε
ς μέ, ες μ τ λέγεις Κύριε;», πρόλαβαν ν ψιθυρίσουν γι στερν φορ τ χείλη του.
        Κι
νοίγοντας τ στόμα ν πάρει νασεμιά, εδε πς μεταφέρεται. Παρέδωσε τν για του πομονετικ ψυχ στν γαπημένο του φέντη. Στν φέντη τν ορανίων, τν πιγείων κα καταχθονίων.
      
γερόντισσα Εφημία ναστατώθηκε.
      «Σεβασμιώτατε, Σεβασμιώτατε,
νέκραξε μ λυγμούς. Κύριε Σακκόπουλε, πο εναι κύριος Σακκόπουλος;… Τ τηλέφωνο παρακαλ, τ τηλέφωνο…
       
ρθε μία σαβανώτρα π τ προσωπικό του νοσοκομείου ν βοηθήσει τ γερόντισσα. Τ νεκρ σμα, μοσκομύριζε… Θε κα Κύριε ! … Κάτι πγε ν πε γερόντισσα δν τ μπόρεσε. Γι μι στιγμ βγαλαν τ μάλλινη φανέλλα κα τν πέταξαν πρόχειρα στ διπλαν κρεββάτι. Κι σπου ν προχωρήσουν ν τελειώσουν μ τ σάβανα, διπλανς ρρωστος, νθρωπος πο πασχε π παράλυση τν κάτω κρων κινήθηκε, ξεπετάχθηκε ρθιος, μφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στ πόδια του κι κανε τ σταυρό του.
        «Σηκώθηκα, περπατάω!
νέκραξε δυνατά, Θεέ μου, γινα καλά! Τί χει ατ φανέλλα;»
        Γι
δές, ταν στ’ λήθεια ρθιος, περπατοσε !
        Δ
ν καλοκατάλαβαν, πόμειναν ν χάσκουν. Τ νεκρ σμα μοσκομύριζε… γερόντισσα πρε τ φανέλλα, τν βαλε να κουβάρι στ ράσο της. Τ χέρια της τρεμαν.
       
πόρησαν oι γιατροί, πόρησε κα τ προσωπικ το νοσοκομείου, ταν μαθαν πς φτωχς ρασοφόρος π τν Αγινα, ταν λλοτε γενικς διευθυντς στ Ριζάρειο κα ταν λέει… Δεσπότης!
        Μία νύχτα θρήνου πέρασε
γερόντισσα Εφημία.
       
ργ τ πρω φθασε νας φίλος ρχιμανδρίτης, εροκήρυκας, Παντελεήμων Φωστίνης κα λίγο πι πειτα Πρωτοπρεσβύτερος γγελος Νησιώτης, διαλεκτς μαθητής του στ Ριζάρειο κα δημιουργς ργότερα κατηχητικν σχολείων. φθασε σωστ νθρώπινο ράκος κι Κωστς Σακκόπουλος. Παράγγειλαν τ φέρετρο, παράγγειλαν τ νεκροφόρα κα λίγo ργότερα ξεκίνησαν γι τν Πειραιά.
        Τ
βαποράκι τς γραμμς, «Πτερωτή», θ σήκωνε γκυρα γι τν Αγινα κριβς στς δύο τ μεσημέρι. νεκροφόρα μ λογς – λογς διατυπώσεις, πο πρεπε ν γίνουν, φθασε μπρς στν Καθεδρικ Να τς γίας Τριάδος στν Πειραιά, λίγo μετ τς δώδεκα. Νας βρέθηκε κλειστός, λοι oι ρμόδιοι κι νεωκόρος, λειπαν γι μεσημεριάτικη διακοπή.
        Α
θόρμητα μαζεύτηκε λόγυρα στ πεζοδρόμιο κόσμος. π λαλι σ λαλιά, κούστηκε, μαθεύτηκε στν ργατικ πόλη, Κοίμηση το γέροντα τς Ριζαρείου. Κι νας λας περικύκλωσε τ φέρετρο.
        Καθ
ς τ φεραν σιμ στ σκαλοπάτια το Ναο γι ν πάρουν τουλάχιστον μία φωτογραφία στν πόλη κα στ χρο πο τόσο εχε κηρύξει κι γαπήσει, κι νοιξαν τ καπάκι, μούδιασαν, τά χασαν… Παρατήρησαν κάτι τ συνήθιστο, τ καταπληκτικό. π τν ρεμη κα γαλήνια μορφ σταζε κάτι σν δρώτας πο μοσκομύριζε… Θε κα Κύριε !
       
Κώστας Σακκόπουλος σαστισμένος τρεξε κι γόρασε π τ περίπτερο να πακέτο μπαμπάκι κα σκούπισε σιγ – σιγ κα παλ π τ πρόσωπο τν μοσκομύριστο δρώτα. Μερικο τότε πεσαν πάνω του, το ρπαξαν τς τοφες τ μπαμπάκι, τ φερναν ελαβικ στ μέτωπό τους, λλοι τ κρυβαν στς τσέπες τους, λλοι τ παράχωναν στ στθος.
        «Δ
ν χει βάρος, δν χει βάρος, εναι λαφρς σν πούπουλο», φώναξαν κα o νδρες πο σήκωναν τ φέρετρο, τοιμοι ν τ ξαναφέρουν στ νεκροφόρα.
        Τ
βαποράκι τς γραμμς «Πτερωτ» φθασε στς τέσσερις παρ κάτι, πόγευμα στν Αγινα μ τ σημαία «μετζάστρα» (μεσίστια) στ πλωρι κατάρτι.
        Προτο
ράξει στ μλο, καπετάνιος σφύριξε τρες φορς πένθιμα κα συνθηματικά. Στ γαλαν νερ το Σαρωνικο ταξίδευε τ ερ Λείψανο νς νθρώπου το Θεο. νς Κληρικο πο δν καυχήθηκε ποτ γι κάτι δικό του. νς ερομόναχου πο εαρέστησε τν γιο Θρόνο μ τν πακοή, τ ταπειν φρόνημα, τν πομονή, τν πίστη, τν γάπη.
       
μέτρητος λας πλημμύρισε κάτω τν παραλία. λος σχεδν Κλρος, λοι oι ερομόναχοι, λες oι καλόγριες π τ ντόπια Μοναστήρια. Ο γυνακες κλαιγαν σιωπηλά, μερικς στέναζαν, μερικς μοιρολογοσαν. «Παππούλη μας, προστάτη τς φτωχολογις, τί θ’ πογίνουμε τώρα πο μς φησες ρφανς κα μόνες;»
        Διακόσιοι τόσοι
ντρες τσακώθηκαν ποις θ σηκώσει τ φέρετρο. ταν oι φίλοι του, o ψαράδες το γιαλο, ο σφουγγαράδες πο ταξίδευαν κα βουτοσαν πέρα στν Τζιμπεράλτα κα στ Τούνεζι κι φερναν σφουγγάρια τς ελογίας μ χαραγμένο στ μέση τν Τίμιο Σταυρό, ργάτες πο δούλεψαν στ Μον κι φαγαν ψωμ π τ χέρια του, oκοδόμοι, γρότες, μπελουργοί, παγγελματίες κα πλανόδιοι.
       
δήμαρχος μ τν στυνόμο γι ν τος φέρουν σ λογαριασμό, τος χώρισαν σ τετράδες κα πολόγισαν τ δρόμο κάπου δύο ρες κα κάτι, σαμε τ Μοναστήρι. Σ λίγο τ πάντα τακτοποιήθηκαν κα πομπ ξεκίνησε.
       
ταν κάτι τ ριγηλ κα συγκινητικό. Ποτ Αγινα δ θυμόταν να τέτοιο ξόδι. Αθόρμητα λαϊκ ψυχ γκάλιασε τ Λείψανο – Θησαυρ το διαλεκτο παιδιο της κα τ φερνε μ σφιχτ νασεμι στ θέση Ξάντος. Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε τν πόλη κα τν παραλία. Ο καμπάνες στος Ναος σιγοχτυποσαν πως τ Μεγάλη Παρασκευή. Θυμίαμα καιγόταν σ’ λες τς πόρτες κα δροσερ λουλούδια πεφταν π γρις κα νις κα δροσερς παρθένες. να πλθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρετες κολουθοσαν σιωπηλοί.
        «Δ
ν χει βάρος, δν χει βάρος, εναι λαφρς σν πούπουλο», φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο ο νδρες π τ σταυροδρόμια κα τς λαγκαδιές, καθς σήκωναν τ φέρετρο κι τοιμάζονταν ν’ λλάξουν βάρδια.
        Τ
Μοναστήρι γέμισε κόσμο. τελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογς νθρωποι, γνωστοί, γνωστοι, καταλαχάρηδες το βουνο, το λόγγου, τς κρογιαλις. λοι τους εχαν διάθεση ν παρασταθον, ν προσευχηθον, ν ξενυχτήσουν, ν κλάψουν.
        Σ’
λο τοτο τ πλθος κα στς καλόγριες τς δελφότητας πο κλαιγαν σν μικρς νεαρς κοπέλες, ξεχώριζε φυσιογνωμία τς γουμένης, τς σίας Ξένης, τς τυφλς. Στάθηκε κάποια στιγμ καταμπροστ στ φέρετρο, πάνω στ γαλήνια κι εγενικ μορφή, πο θαρροσες τι λαφροκοιμόταν, τ μορφ το πνευματικο πατέρα κα δηγο, το εεργέτη κα προστάτη της κα μ μπορώντας μ τ τυφλ μάτια ν δε, ν προσέξει τν δρώτα – Μύρο πο κυλοσε π τ μέτωπο, τ νιωσε σν σφρηση, σν εωδι κα μένοντας κίνητη κα κάνοντας τρες φορς τ σημεο το σταυρο, επε: « πατέρας μας δν πέθανε. Ζε, μς βλέπει κα προσεύχεται πόψε γιά μας. Τ Μοναστήρι μας θ προκόψει, δν θ τ φήσει Κύριος. ταν ζοσε κα τν πολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο κα δηγό, ατ πάντα μς λεγε. Ατ τν Προφητεία: π δ, μς λεγε, κόρες μου, π’ ατς τς ρημιές, σ μερικ χρόνια θ διαβαίνουν μαξες, θ περν πλθος κόσμος μ φιερώματα, χρυσάφια κα λαμπάδες. Κα μες ο πραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται Σεβασμιώτατος, ναρωτιόμασταν μ νησυχία. δελφές μου, μ κλατε, δέλφια μου μ θρηνετε. Αγινα κα λλάδα πέκτησε ναν σιο, να σημεριν κέτη μπρς ες τν σταυρωμένο».
        Τ
λόγια της σκέπαζαν τος κρυφος λυγμούς της π μία Θεϊκ Δύναμη κα Χάρη. Τ λόγια της πεσαν στ πλθος μ τέτοια ρμονία πο γλύκαναν εθς λες τς καρδις κα γι κάμποσο χρονικ διάστημα τς νύχτας, πόδιωξαν τς μελαγχολικς σκέψεις το θανάτου.
        Τρε
ς μέρες κα τρες νύχτες κράτησε τ λαϊκ τοτο προσκύνημα. Κα τ Λείψανο διάκοπα σταζε δρώτα-Μύρο κα σκορποσε λοτρόγυρα Εωδία! Μία π τς τρόφιμες τς δελφότητας νησύχησε. «Θ πρέπει ν πισπεύσουμε τν νταφιασμό, πέταξε μ σπουδ στν σία Ξένη. Δν μπορε, γερόντισσά μου, σμα εναι, θ βρωμίσει». Τ βράδυ πο κοιμήθηκε, εδε λοζώντανο σιμά της τν γέροντα ντυμένο στ ρχιερατικά του μφια.
        «Σεβασμιώτατε», νέκραξε. Κα γονάτισε ν το σπασθε τ χέρι.
        «Βρωμ
παιδί μου, τ χέρι μου;», τ ρώτησε πιτιμητικά.
        «Μοσκομυρίζει Σεβασμιώτατε», ψιθύρισε.
        «Τί μυρίζει;»
        «Λιβάνι κα
λόη.»
         «Τότε μ
φοβεσαι κα δι τ Λείψανον.»
        Ξύπνησε καταφοβισμένη.
τρεξε στ φέρετρο, σπάσθηκε τρες φορς τ κρινοδάχτυλα τν χεριν. Κα ξαναπρόσεξε πο τρεχε συνέχεια στ μορφ δρώτας – Μύρο.
        Φυσικ
φρόντισαν κα γι τν νταφιασμό. Θ τν τοποθετοσαν κε πλάγια στ Ναό, χαμηλ στ πεκο. Στ καταπράσινο κα φουντωτ βελονόφυλλο δεντρ πο τόσο ατς καμάρωνε κι γαποσε. κε, πο κάποτε πρώτη κείνη γερόντισσα κάτοικος, σν σκαβε γι ν τ φυτέψει, τοσοδούλι κα μικράκι, κουσε τν παράδοξη φωνή: «φησε τόπο γι να τάφο». Ναί, τώρα λα ξεκαθάριζαν. καλς Θες εχε προδιαλέξει τόπο γι τ σκήνωμα το διαλεκτο παιδιο Του.
        Προτο
σκεπάσουν τ φέρετρο γι τν νταφιασμό, λες σχεδν oι μαθήτριες κα ποτακτικς φεραν κι ριξαν λεμονανθος π τς λεμονίτσες πο εχε φυτέψει διος γέροντας μ τ χέρι του, σ διάφορες πρασις λόγυρα π τ Να κα παράπλευρα ξω.

π τ βιβλίο το Σώτου Χονδρόπουλου: γιος του αώνα μας – σιος Νεκτάριος Κεφαλς
φηγηματικ Βιογραφία.
κδ. . Κοινοβ. Μονς γίας Τριάδος Αγίνης. B´ κδ. Σελ. 269-274

Δεν υπάρχουν σχόλια: