Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Αναρτούμε το κείμενο του Ιωάννη Σαρσάκη, Στρατιωτικού, που αναφέρεται στον Άγιο Ιώαννη Βατάτζη και στην επιστολή του που έστειλε στον πάπα της Ρώμης. Ηρωική, εθνική απάντηση… Κάτι που μας λείπει σήμερα.
Ἐρευνώντας τὸν βίο καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ Ἁγίου Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, βρίσκουμε πολλὲς ἐνέργειές του οἱ ὁποῖες εἶναι ἄξιες ἀναφορᾶς  καὶ ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­τες ἱ­στο­ρι­κὲς πα­ρα­κα­τα­θῆ­κες. Συγ­κε­κρι­μέ­να θὰ ἤ­θε­λα νὰ στα­θῶ στὸν ξεκάθαρο χα­ρα­κτή­ρα καὶ τὴ Ρω­μαί­ϊκη λε­βεν­τιά του, τὰ ὁ­ποῖα ἐμ­φα­νῶς δι­α­κρί­νον­ται ἐ­ξε­τά­ζον­τας ὅ­λη τὴν ἱ­στο­ρι­κή του πο­ρεί­α ὡς Αὐ­το­κρά­το­ρα. Δι­ευ­κρι­νι­στι­κὰ θὰ πρέ­πει νὰ ἀ­να­φέ­ρω ὅ­τι ὁ Ἰ­ω­άν­νης Βα­τά­τζης, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὸ Δι­δυ­μό­τει­χο, (1) ὑ­πῆρ­ξε Αὐ­το­κρά­το­ρας τῆς Ρω­μα­νί­ας (1222–1254) μὲ ἕ­δρα τὴ Νί­και­α τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας τὴν ἐ­πο­χὴ ὅ­που ἡ Βα­σι­λί­δα τῶν πό­λε­ων εἶ­χε πέ­σει στὰ χέ­ρια τῶν Φράγ­κων ἀ­πὸ τὸ 1204. Στὰ 32 χρό­νια ποὺ βα­σί­λευ­σε πο­λέ­μη­σε ἐ­ναν­τί­ον Φράγ­κων καὶ Βουλ­γά­ρων καὶ κα­τά­φε­ρε νὰ ὀρ­θώ­σει καὶ νὰ ἰ­σχυ­ρο­ποι­ή­σει τὸ κρά­τος τῶν Ρω­μαί­ων. Ἐ­πι­στέ­γα­σμα αὐ­τοῦ τοῦ ἀ­γῶνα ἦ­ταν, 7 χρό­νια με­τὰ τὸν θά­να­τό του ὁ στρα­τός τῆς  Νί­και­ας νὰ ἐ­λευ­θε­ρώ­σει τὴν Βα­σι­λεύ­ου­σα καὶ νὰ ξα­να­γί­νει ἡ Πό­λη τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου πρω­τεύ­ου­σα τῆς Ρω­μα­νί­ας. Οἱ ἀ­ρε­τὲς πού προ­α­νέ­φε­ρα γί­νον­ται εὐ­κό­λως ἀν­τι­λη­πτὲς σὲ ὅ­ποι­ον με­λε­τή­σει τὴν ἐ­πι­στο­λὴ ἀ­πάν­τη­ση ποὺ ἔ­στει­λε πρὸς τὸν Πά­πα Γρη­γό­ριο τὸν Θ΄ (2), ἡ ὑ­πό­ψη ἐ­πι­στο­λὴ σα­φέ­στα­τα ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να κεί­με­νο ἐ­θνι­κῆς ἀ­ξι­ο­πρέ­πειας.                
Μεταφερόμαστε λοιπὸν στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1230, τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἀνωτέρω ποντίφικας φοβούμενος τὴν ὁρμητικότητα τοῦ Ἰωάννη Βατάτζη καὶ τὴν στρατιωτικὴ ἰσχυροποίηση τοῦ Βασιλείου τῆς Νίκαιας, ἔστελνε ἐπιστολὲς  πρὸς τοὺς ἡ­γε­μό­νες τῆς Δύ­σης. Μέ­σῳ τῶν ἐ­πι­στο­λῶν, τοὺς ζη­τοῦ­σε νὰ πα­ρά­σχουν βο­ή­θεια πρὸς τοὺς Φράγ­κους κα­τα­κτη­τὲς τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τοὺς ὑ­πο­τε­λεῖς του ἡ­γε­μό­νες, ὁ Πά­πας ἔ­στει­λε ἐ­πι­στο­λὴ καὶ πρὸς τὸν Ἕλ­λη­να Αὐ­το­κρά­το­ρα, ἡ ὁ­ποί­α δὲν δι­ε­σώ­θη, μπο­ροῦ­με ὅ­μως νὰ ἐν­νο­ή­σου­με ἐν μέ­ρει τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό της, ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­στο­λὴ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Βα­τά­τζη.
Ἡ ἐ­πι­στο­λὴ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ ἐ­λε­ή­μο­να Βα­σι­λιά, πρω­το­δη­μο­σι­εύ­θη­κε με­τὰ τὴν ἵ­δρυ­ση τοῦ νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ κρά­τους, στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ἀ­θή­ναι­ον» τὸ 1872 ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ω­άν­νη Σακ­κε­λι­ῶ­νο (3), ὁ ὁ­ποῖ­ος σχο­λιά­ζει ὅ­τι ¨ὁ Αὐ­το­κρά­το­ρας Ἰ­ω­άν­νης ὁ­μι­λεῖ ὡς Ἀρ­χαῖ­ος Ἕλ­λη­νας μὲ πε­ρη­φά­νια καὶ δρι­μύ­τη­τα κα­τὰ τῶν κα­τα­λα­βόν­των τὴν Βα­σι­λεύ­ου­σα Φράγ­κων¨. Ὁ Ἀν­τώ­νιος Μη­λι­α­ρά­κης (4) στὸ ἔρ­γο του ¨Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Βα­σι­λεί­ου τῆς Νι­καί­ας καὶ τοῦ Δε­σπο­τά­του τῆς Ἠ­πεί­ρου¨ πα­ρα­θέ­τει τὴν ἐ­πι­στο­λὴ ἀ­φοῦ πρῶ­τα σχο­λιά­ζει τὰ ἑ­ξῆς: ¨Εἰς ταῦ­τα ὁ Βα­τά­τζης ἀ­πήν­τη­σε δι᾿ ὕ­φους ὑ­πε­ρο­πτι­κοῦ καὶ δι᾿ εἰ­ρω­νεί­ας κα­τα­πλη­κτι­κῆς, εἰς οὐ­δὲν λο­γι­ζό­με­νος τὸ ἀ­ξί­ω­μα τοῦ Πά­πα, καὶ ὁ­μι­λῶν πε­ρὶ ἑ­αυ­τοῦ ὡς μο­νάρ­χου κρα­ται­οῦ, κε­κλη­μέ­νου εἰς τὴν βα­σι­λεί­αν ἐκ Θε­οῦ καὶ ἐκ βα­σι­λι­κοῦ γέ­νους πα­λαιοῦ¨.  
Ἀ­ξί­ζει πι­στεύ­ω ὁ ἀ­να­γνώ­στης νὰ με­λε­τή­σει τὴν ἐ­πι­στο­λὴ καὶ νὰ πα­ρα­δειγ­μα­τι­στεῖ ἀ­πὸ τὸ ὕ­φος, τὴν φι­λο­πα­τρί­α καὶ τὴν Ρω­μαί­ϊκη λε­βεν­τιὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Δι­δυ­μο­τει­χί­τη Αὐ­το­κρά­το­ρα. Ὅ­πως ἐ­πί­σης θὰ εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μο στὸν κα­θέ­να νὰ με­λε­τή­σει καὶ τὸν κα­τὰ πλά­τος βί­ο του.

Ἡ ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Γ΄ Δού­κα Βα­τά­τζη σὲ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ἀ­πό­δο­ση (5):
Ἰ­ω­άν­νης ἐν Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ Βα­σι­λεὺς καὶ Αὐ­το­κρά­τωρ Ρω­μαί­ων ὁ Δού­κας, τῷ ἁ­γι­ω­τά­τῳ Πά­πα τῆς πρε­σβυ­τέ­ρας Ρώ­μης Γρη­γο­ρί­ῳ. Ἂς ἔ­χω τὰς σω­τη­ρί­ους εὐ­χάς σου.
Αὐ­τοί, ποὺ ἔ­στει­λε ἡ ἁ­γι­ό­τη­τά σου καὶ μοῦ ἔ­φε­ραν αὐ­τὴ τὴν ἐ­πι­στο­λή σου, ἐ­πέ­με­ναν ὅ­τι εἶ­ναι γράμ­μα τῆς ἁ­γι­ό­τη­τάς σου. Ὅ­μως ἐ­γώ, ὁ Βα­σι­λιάς, ἀ­φοῦ δι­ά­βα­σα ὅ­σα εἶ­ναι γραμ­μέ­να, ἀρ­νή­θη­κα νὰ πι­στέ­ψω ὅ­τι εἶ­ναι δι­κό σου γράμ­μα, ἀλ­λὰ θε­ώ­ρη­σα ὅ­τι τὸ ᾿γραψε ἕ­νας ἄν­θρω­πος μὲ χα­μέ­να πέ­ρα γιὰ πέ­ρα τὰ μυα­λά του, ποὺ ὅ­μως ὁ ψυ­χι­κός του κό­σμος εἶ­ναι φου­σκω­μέ­νος ἀ­πὸ ἀ­λα­ζο­νεί­α καὶ αὐ­θά­δεια δι­ό­τι πῶς θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ σχη­μα­τί­σου­με δι­α­φο­ρε­τι­κὴ γνώ­μη γιὰ τὸν γρά­ψαν­τα, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὴ βα­σι­λι­κή μου δύ­να­μη θε­ω­ρών­τας με σὰν ἕ­να ἀ­νώ­νυ­μο καὶ ἄ­δο­ξο καὶ ἀ­σή­μαν­το ἀν­θρω­πά­κι; Δὲν σοῦ μί­λη­σε κα­νεὶς γιὰ τὸ μέ­γε­θος τῆς ἐ­ξου­σί­ας καὶ τῆς δυ­νά­με­ώς μας;
Δὲ χρει­α­ζό­μα­σταν ἰ­δι­αί­τε­ρη σο­φί­α γιὰ νὰ γνω­ρί­σου­με κα­λὰ ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ δι­κός σου θρό­νος. Ἂν βρι­σκό­ταν πά­νω σὲ σύν­νε­φα ἢ ἂν κά­που ¨με­τέ­ω­ρος¨, ἴ­σως ἔ­πρε­πε νὰ ἔ­χου­με με­τε­ω­ρο­λο­γι­κὲς γνώ­σεις γιὰ νὰ τὸν βροῦ­με, ἀλλ᾿ ἐ­πει­δὴ στη­ρί­ζε­ται στὴ γῆ καὶ δὲ δι­α­φέ­ρει κα­θό­λου ἀ­πὸ τοὺς ὑ­πο­λοί­πους θρό­νους, ὅ­λος ὁ κό­σμος τὸν ξέ­ρει.
Μᾶς γρά­φεις ὅ­τι ἀ­πὸ τὸ δι­κό μας, τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Γέ­νος, ἄν­θη­σε ἡ σο­φί­α καὶ τὰ ἀ­γα­θά της καὶ δι­α­δό­θη­κε στοὺς ἄλ­λους λα­ούς. Αὐ­τὸ σω­στὰ γρά­φεις. Πῶς ὅ­μως ἀ­γνό­η­σες ἢ καὶ ἂν ὑ­πο­τε­θεῖ ὅ­τι δὲν τὸ ἀ­γνό­η­σες, πῶς ξέ­χα­σες νὰ γρά­ψεις ὅ­τι, μα­ζὶ μὲ τὴ σο­φί­α, τὸ Γέ­νος μας κλη­ρο­νό­μη­σε ἀ­πὸ τὸν Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο καὶ τὴ βα­σι­λεί­α; Ποι­ὸς ἀ­γνο­εῖ ὅ­τι τὰ κλη­ρο­νο­μι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα τῆς δι­α­δο­χῆς πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον στὸ δι­κό μας Γέ­νος καὶ ὅ­τι ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε οἱ νό­μι­μοι κλη­ρο­νό­μοι καὶ δι­ά­δο­χοι;
Ἔ­πει­τα, σὺ ἀ­παι­τεῖς νὰ μὴν ἀ­γνο­ή­σου­με τὸ θρό­νο σου καὶ τὰ προ­νό­μιά του. Ἀλ­λὰ καὶ ἐ­μεῖς ἔ­χου­με νὰ ἀν­τα­παι­τή­σου­με νὰ δεῖς κα­θα­ρὰ καὶ νὰ μά­θεις τὰ δι­και­ώ­μα­τα ποὺ ἔ­χου­με ἐ­μεῖς ἐ­πὶ τῆς ἐ­ξου­σί­ας καὶ τοῦ κρά­τους τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης, τὸ ὁ­ποῖ­ο, ἀ­πὸ τὸν Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο, δι­α­τη­ρή­θη­κε γιὰ μί­α χι­λι­ε­τί­α καὶ ἔ­φτα­σε σέ μᾶς. Οἱ γε­νάρ­χες της βα­σι­λεῖς μου εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ γέ­νος τῶν Δου­κῶν καὶ τῶν Κο­μνη­νῶν, γιὰ νὰ μὴν ἀ­να­φέ­ρω ἐ­δῶ καὶ ὅ­λους τούς ἄλ­λους Βα­σι­λεῖς ποὺ εἶ­χαν Ἑλ­λη­νι­κὴ κα­τα­γω­γὴ καὶ γιὰ πολ­λὲς ἑ­κα­τον­τά­δες χρό­νια κα­τεῖ­χαν τὴν βα­σι­λι­κὴ ἐ­ξου­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης. Αὐ­τοὺς ὅ­λους, καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ρώ­μης καὶ οἱ ἱ­ε­ράρ­χες της, τοὺς προ­σκυ­νοῦ­σαν ὡς Αὐ­το­κρά­το­ρες τῶν Ρω­μαί­ων. Πῶς λοι­πὸν ἐ­μεῖς φαι­νό­μα­στε στὰ μά­τια σου ὅ­τι δὲν ἐ­ξου­σι­ά­ζου­με καὶ δὲ βα­σι­λεύ­ου­με σὲ κα­νέ­να τό­πο, πα­ρὰ χει­ρο­τό­νη­σες λὲς κι εἶ­ναι ἐ­πί­σκο­πός σου τὸν ἐκ Βρυ­έν­νης Ἰ­ω­άν­νη βα­σι­λιὰ στὴν Πό­λη; Ποι­ὸ δί­και­ο ἐ­πρυ­τά­νευ­σε στὴ συγ­κε­κριμένη αὐ­τὴ πε­ρί­στα­ση; Πῶς κα­τά­φε­ρε ἡ τι­μί­α σου κε­φα­λὴ καὶ ἐ­παι­νεῖ τὸ ἄ­δι­κο τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας καὶ βά­ζει στὴ μοί­ρα τοῦ δι­καί­ου τὴ λη­στρι­κὴ καὶ αἱ­μο­χα­ρή κα­τά­κτη­ση τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης ἀ­πὸ τοὺς Λα­τί­νους;
Ἐ­μεῖς ἐ­ξα­ναγ­κα­στή­κα­με ἀ­πὸ τὴν πο­λε­μι­κὴ βί­α καὶ φύ­γα­με ἀ­πὸ τὸν τό­πο μας ὅ­μως δὲν πα­ραι­τού­μα­στε ἀ­πὸ τὰ δι­και­ώ­μα­τά μας τῆς ἐ­ξου­σί­ας καὶ τοῦ κρά­τους τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης. Καὶ νὰ ξέ­ρεις ὅ­τι αὐ­τὸς ποὺ βα­σι­λεύ­ει εἶ­ναι ἄρ­χον­τας καὶ κύ­ριος ἔ­θνους καὶ λα­οῦ καὶ πλή­θους δὲν εἶ­ναι ἄρ­χον­τας καὶ ἀ­φεν­τι­κὸ σὲ πέ­τρες καὶ ξύ­λα, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α χτί­στη­καν τὰ τεί­χη καὶ οἱ πύρ­γοι.
Τὸ γράμ­μα σου πε­ρι­εῖ­χε καὶ τοῦ­το τὸ πα­ρά­ξε­νο ὅ­τι ἡ τι­μι­ό­τη­τά σου ἔ­στει­λε κή­ρυ­κες ποὺ δι­ήγ­γει­λαν τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Σταυ­ροῦ σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο, καὶ ὅ­τι πλή­θη πο­λε­μι­στῶν ἔ­σπευ­σαν γιὰ νὰ δι­εκ­δι­κή­σουν τὴν Ἁ­γί­α Γῆ. Σὰν μά­θα­με αὐ­τὴ τὴν εἴ­δη­ση, χα­ρή­κα­με καὶ γε­μί­σα­με μὲ ἐλ­πί­δες. Ἐλ­πί­ζα­με δη­λα­δὴ ὅ­τι αὐ­τοὶ οἱ δι­εκ­δι­κη­ταὶ τῶν Ἁ­γί­ων Τό­πων θὰ ἄρ­χι­ζαν τὴ δί­και­η δου­λειά τους ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας πα­τρί­δα καὶ ὅ­τι θὰ τι­μω­ροῦ­σαν αὐ­τοὺς ποὺ τὴν αἰχ­μα­λώ­τι­σαν, για­τί βε­βή­λω­σαν τὶς ἁ­γί­ες Ἐκ­κλη­σί­ες, για­τί βε­βή­λω­σαν τὰ ἱ­ε­ρὰ σκεύ­η καὶ δι­έ­πρα­ξαν κά­θε εἶ­δος ἀ­νο­σι­ουρ­γί­ες κα­τὰ τῶν Χρι­στια­νῶν. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως τὸ γράμ­μα σου ὀ­νό­μα­ζε τὸν Ἰ­ω­άν­νη Βρυ­έν­νιο ποὺ ἀ­πε­βί­ω­σε ἐ­δῶ καὶ πο­λὺν και­ρὸ βα­σι­λιὰ τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης, καὶ φί­λο καὶ τέ­κνο τῆς τι­μι­ό­τη­τάς σου, καὶ ἐ­πει­δὴ οἱ νέ­οι σταυ­ρο­φό­ροι σου στέλ­νον­ται γιὰ νὰ βο­η­θή­σουν, γε­λού­σα­με ἀ­να­λο­γι­ζό­με­νοι τὴν εἰ­ρω­νεί­α καὶ τὰ παι­χνί­δια ποὺ παί­ζον­ται κα­τὰ τῶν Ἁ­γί­ων Τό­πων καὶ τοῦ Σταυ­ροῦ.
Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως ἡ τι­μι­ό­τη­τά σου, μὲ τὸ γράμ­μα ποὺ ἔ­στει­λες, μᾶς πα­ρα­κι­νεῖ νὰ μὴν πα­ρε­νο­χλοῦ­με τὸν φί­λο σου καὶ υἱ­ὸν Ἰ­ω­άν­νη Βρυ­έν­νιο, γνω­ρί­ζου­με καὶ ἐ­μεῖς στὴν τι­μι­ό­τη­τά σου, ὅ­τι δὲν ξέ­ρου­με σὲ ποι­ὸ μέ­ρος τῆς γῆς ἢ τῆς θά­λασ­σας βρί­σκε­ται ἡ ἐ­πι­κρά­τεια αὐ­τοῦ τοῦ Ἰ­ω­άν­νη. Ἐ­ὰν ὅ­μως ἐν­νο­εῖς τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, κα­θι­στοῦ­με γνω­στὸ καὶ στὴν ἁ­γι­ό­τη­τά σου καὶ σὲ ὅ­λους τούς Χρι­στια­νοὺς ὅ­τι πο­τὲ δὲ θὰ πά­ψου­με νὰ δί­νου­με μά­χες καὶ νὰ πο­λε­μοῦ­με αὐ­τοὺς ποὺ τὴν κα­τέ­κτη­σαν καὶ τὴν κα­τέ­χουν για­τί ἀ­λή­θεια, πῶς δὲ θὰ δι­α­πράτ­τα­με ἀ­δι­κί­α ἀ­πέ­ναν­τι στοὺς νό­μους τῆς φύ­σης, καὶ στοὺς θε­σμοὺς τῆς Πα­τρί­δας μας, καὶ στοὺς τά­φους τῶν προ­γό­νων μας, καὶ στὰ θεί­α καὶ ἱ­ε­ρὰ τε­μέ­νη, ἂν δὲν πο­λε­μή­σου­με γι᾿ αὐ­τὰ μὲ ὅ­λη τὴ δύ­να­μή μας;
Ὡ­στό­σο, ἂν εἶ­ναι κα­νεὶς ποὺ ἀ­γα­να­κτεῖ γιὰ τού­τη τὴ θέ­ση μας, καὶ μᾶς δυ­σκο­λεύ­ει, καὶ ἐ­ξο­πλί­ζε­ται ἐ­ναν­τί­ον μας, ἔ­χου­με τὸν τρό­πο νὰ ἀ­μυν­θοῦ­με ἐ­ναν­τί­ον του: Πρῶ­τα-πρῶ­τα μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ, καὶ με­τά, μὲ τὰ ἅρ­μα­τα καὶ τὸ ἱπ­πι­κὸ ποὺ ἔ­χου­με, καὶ μὲ πλῆ­θος ἀ­ξι­ό­μα­χων πο­λε­μι­στῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι πολ­λὲς φο­ρὲς πο­λέ­μη­σαν τοὺς σταυ­ρο­φό­ρους. Τό­τε καὶ σύ, ἀ­πὸ τὴ με­ριά σου, σὰν μι­μη­τής, ποὺ εἶ­σαι, τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ σὰν δι­ά­δο­χος τοῦ κο­ρυ­φαί­ου τῶν Ἀ­πο­στό­λων Πέ­τρου, ἔ­χον­τας μά­λι­στα τὴ γνώ­ση γιὰ τὸ τί εἶ­ναι θεῖ­ο καὶ νό­μι­μο καὶ γιὰ τὸ τί ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πι­νους θε­σμούς, τό­τε λέ­ω, θὰ μᾶς ἐ­παι­νέ­σεις, ἀ­φοῦ δί­νου­με τὴ μά­χη γιὰ τὴν Πα­τρί­δα καὶ γιὰ τὴ σύμ­φυ­τη μὲ αὐ­τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α.
Καὶ αὐ­τὰ βέ­βαι­α θὰ συμ­βοῦν κα­τὰ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Ἡ βα­σι­λεί­α μου θέ­λει πο­λὺ καὶ πο­θεῖ νὰ δι­α­σώ­σει τὸν σε­βα­σμὸ ποὺ ἁρ­μό­ζει πρὸς τὴν ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ρώ­μης, καὶ νὰ τι­μᾶ τὸ θρό­νο τοῦ κο­ρυ­φαί­ου Ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου καί, ἀ­πέ­ναν­τι τῆς ἁ­γι­ό­τη­τάς σου, νὰ ἔ­χει τὴ σχέ­ση καὶ τὴν τά­ξη τοῦ υἱ­οῦ, καὶ νὰ ἀ­πο­δί­δει σ᾿ αὐ­τὴ τὴν ἁρ­μό­ζου­σα τι­μὴ καὶ ἀ­φο­σί­ω­ση. Αὐ­τὸ θὰ γί­νει ὅ­μως, μό­νο ἐ­ὰν καὶ ἡ δι­κή σου ἁ­γι­ό­τη­τα δὲν πα­ρα­βλέ­ψει τὰ δι­και­ώ­μα­τα τῆς δι­κῆς μας βα­σι­λεί­ας, καὶ ἂν δὲν γρά­φει σὲ μᾶς γράμ­μα­τα μὲ τέ­τοι­α ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα καὶ ἀ­πα­ξί­ω­ση.
Ὡ­στό­σο νὰ ξέ­ρει ἡ ἁ­γι­ό­τη­τά σου, ὅ­τι ὑ­πο­δε­χτή­κα­με χω­ρὶς λύ­πη τὸ ἀ­γροῖ­κο ὕ­φος τοῦ γράμ­μα­τός σου, καὶ φερ­θή­κα­με μὲ ἠ­πι­ό­τη­τα στοὺς κο­μι­στές του, μό­νο καὶ μό­νο γιὰ νὰ δι­α­τη­ρή­σου­με τὴν εἰ­ρή­νη μα­ζί σου.

Ση­μει­ώ­σεις
1. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Γ΄ Δού­κας Βα­τά­τζης γεν­νή­θη­κε στὸ Δι­δυ­μό­τει­χο τὸ 1193. Πε­ρὶ τῆς κα­τα­γω­γῆς του μᾶς ἀ­να­φέ­ρει ὁ Γε­ώρ­γιος Ἀ­κρο­πο­λί­της (1217–1281) στὸ ἔρ­γο του ¨Χρο­νι­κὴ Συγ­γρα­φὴ¨ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν κύ­ρια ἱ­στο­ρι­κὴ πη­γὴ γιὰ τὴν Αὐ­το­κρα­το­ρί­α τῆς Νί­και­ας.
2. Ὁ Γρη­γό­ριος Θ' δι­α­τέ­λε­σε Πά­πας στὴ Ρώ­μη ἀ­πὸ 1227 ἕ­ως 1241.
3. Ἰ­ω­άν­νης Σακ­κε­λι­ῶ­νος (1815–1891), φι­λό­λο­γος καὶ ἀρ­χει­ο­δί­φης ὑ­πῆρ­ξε με­γά­λος με­λε­τη­τὴς καὶ ἐκ­δό­της πολ­λῶν βυ­ζαν­τι­νῶν κει­μέ­νων.
4. Ἀν­τώ­νιος Μη­λι­α­ρά­κης (1841–1905), τὸ πε­ρι­σπού­δα­στο ἔρ­γο του ¨Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Βα­σι­λεί­ου τῆς Νι­καί­ας καὶ τοῦ Δε­σπο­τά­του τῆς Ἠ­πεί­ρου¨ (1898), ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πιὸ με­τα­γε­νέ­στε­ρη ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νη καὶ ἀ­ξι­ό­πι­στη ἑλ­λη­νι­κὴ πη­γὴ γιὰ τὴν Αὐ­το­κρα­το­ρία­ τῆς Νί­και­ας καὶ τὸ Δε­σπο­τᾶ­το τῆς Ἠ­πεί­ρου.
5. Ἡ ἐ­πι­στο­λή, πρω­τό­τυ­πη καὶ σὲ νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ἀ­πό­δο­ση, βρί­σκε­ται στὸ βι­βλί­ο ποὺ ἐ­ξέ­δω­σε ὁ ἐκ­δο­τι­κὸς οἶ­κος ¨Ὀρ­θό­δο­ξος Κυ­ψέ­λη¨ μὲ τί­τλο: ¨Ἰ­ω­άν­νης Γ΄ Δού­κας Βα­τά­τζης ὁ Ἅ­γιος Αὐ­το­κρά­το­ρας τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου¨.
Βι­βλι­ο­γρα­φί­α
- Ἀ­κρο­πο­λί­της Γε­ώρ­γιος:  Χρο­νι­κὴ Συγ­γρα­φή.
- Μη­λι­α­ρά­κης Ἀν­τώ­νιος: Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Βα­σι­λεί­ου τῆς Νί­και­ας καὶ τοῦ Δε­σπο­τά­του τῆς Ἠ­πεί­ρου.
- Σαρ­σά­κης Α. Ἰ­ω­άν­νης: Ἰ­ω­άν­νης Γ΄ Δού­κας Βα­τά­τζης ὁ Ἅ­γιος Αὐ­το­κρά­το­ρας τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου.
πηγή: http://enromiosini.gr/3035430D.el.aspx

Δεν υπάρχουν σχόλια: